Friday, September 4, 2009

Οι πολιτικές προεκτάσεις του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος (Το Καλέμι, Σεπτέμβρης 2009)

του Γρηγόρη Ιωάννου

Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτελεί το άρθρο του Ιωάννη Κασουλίδη στο περιοδικό “Εκπαιδευτική Αλλαγή” (τεύχος 6, Μάιος - Ιούνιος 2009) με τίτλο “Ελληνισμός, Χριστιανισμός, Παιδεία και Κυπριακό”, στο οποίο ο ευρωβουλευτής προσπαθεί να υπερασπιστεί την παραδοσιακή, ηγεμονική ιστορική αφήγηση που «κινδυνεύει» από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Καθώς όμως δεν αμφισβητεί την πολιτική λογική της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η οποία στα πλαίσια του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος προωθεί ανάμεσα σε άλλα και την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης στην Κύπρο, αναγκάζεται να ακροβατήσει ανάμεσα στον εθνικισμό από την μια και την αναγκαιότητα της επανένωσης από την άλλη. Η υιοθέτηση και η αναπαραγωγή του ελληνο-χριστιανικού ιδελογήματος που θέλει την Κύπρο ελληνική, όπως άλλωστε είχε δηλώσει και προεκλογικά, είναι μια προβληματική θέση. Πόσο μάλλον όταν προσπαθεί να αποφύγει πάση θυσία τις πολιτικές προεκτάσεις της ιδεολογικής αυτής θέσης, αφού διακηρυγμένος του στόχος παραμένει η επανένωση της χώρας και η συνύπαρξη με τους Τ/κ στα πλαίσια μιας ανεξάρτητης διεθνικής πολιτείας. Έτσι ο κ. Κασουλίδης αναγκάζεται να καταφύγει στην ασάφεια, στις επιλεκτικές αναφορές και στις κραυγαλέες αντιφάσεις που καταδεικνύουν όχι απλώς την άγνοια του, αλλά πολύ περισσότερο την ανευθυνότητα του ως πολιτικού που καταφεύγει σε ένα είδος πολιτικαντισμού τοποθετούμενος λαϊκίστικα στο δημόσιο διάλογο για ένα τόσο σοβαρό θέμα.

Ο αναγνώστης μπορεί εύλογα να διερωτηθεί γιατί αυτή η εστίαση στο άρθρο του κ. Κασουλίδη. Άλλωστε υπάρχει πληθώρα λαϊκίστικων και πολιτικάντικων άρθρων στον Τύπο που αναμασούν διάφορες εκδοχές του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος και που πολεμούν λυσσαλέα την απόπειρα εκσυγχρονισμού της παιδείας. Αυτό που καθιστά τη στάση του κ. Κασουλίδη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η απόπειρα ακροβασίας ανάμεσα στη φιλελεύθερη μετριοπάθεια και τον ακραίο εθνικιστικό λόγο. Η διγλωσσία όμως που προκύπτει ως αποτέλεσμα της νοοτροπίας να αρθρώνονται άλλοι/διαφορετικοί λόγοι/discourses αναλόγως ακροατηρίου, είναι εκφραστική μιας τάσης στην οποία ο πολιτικός ηγέτης θέλει να διαχειριστεί την πολιτική μόνος του και κατά συνέπεια λέει ό,τι θέλει το ακροατήριο, αγνοώντας έτσι τις συνέπειες των λόγων στην πράξη αλλά και την ιστορική μνήμη. Οι τοποθετήσεις των πολιτικών δεν έχουν όμως μόνο προβλεπτές, αλλά και απρόβλεπτες συνέπειες. Στην προσπάθεια δηλαδή να επιτύχουν την κομματική συσπείρωση, δεν μπορούν οι σοβαροί πολιτικοί να μη διανοούνται άλλες παράπλευρες και πιθανές συνέπειες όπως την αποδοχή, νομιμοποίηση και αναπαραγωγή καταστροφικών ιδεοληψιών του παρελθόντος.

Ας εξετάσουμε όμως τις θεωρητικές και ιστορικές καταβολές της “ελληνοχριστιανικής” θέσης που υπερασπίζεται τόσο ο κ. Κασουλίδης όσο και το περιοδικό “Αλλαγή” γενικότερα. Η έννοια του “ελληνοχριστιανισμού” ή της “ελληνορθοδοξίας” αποτελεί κατασκευή των εθνικιστών ιστορικών του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του Παπαρηγόπουλου, στην προσπάθεια νομιμοποίησης του νεοελληνικού κράτους μέσα από την αυθαίρετη διασύνδεση του αρχαίου ελληνικού με το βυζαντινό πολιτιστικό στοιχείο. Το βασικό ζητούμενο ήταν η απόδειξη της δήθεν ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους από τις αρχαίες πόλεις – κράτη μέσα από τη βυζαντινή αυτοκρατορία στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, Η αγωνιώδης προσπάθεια τεκμηρίωσης της εθνικιστικής θέσης για την αέναη ιστορική πορεία και τη διαχρονική υπόσταση του έθνους δεν αποτελεί βέβαια ελληνικό φαινόμενο. Όλοι οι εθνικιστές πιστεύουν στη διαχρονικότητα του έθνους τους και στην προσπάθεια τους να το αποδείξουν, πολλές φορές “επινοούν παραδόσεις” όπως επισημαίνει ο ιστορικός Χόμπσπαουμ.

Η μεγάλη εθνική αφήγηση, μια εκδοχή της οποίας παρουσιάζει ο κ. Κασουλίδης, αποτελείται από αυθαίρετες επιλογές από ιστορικά στοιχεία (μεταφορά ρωμαϊκής έδρας στο Βυζάντιο, άλωση της Κων/πολης, εκπροσώπηση του Γένους από την Εκκλησία, αγώνας ΕΟΚΑ), που τοποθετούνται σε μια σειρά για να στοιχειοθετήσουν ένα μύθο. Τον μύθο της ιστορικής συνέχειας του έθνους στα πλαίσια του οποίου καθορίζεται και θα πρέπει να καθορίζεται η πολιτιστική και πολιτική ταυτότητα. Η άνεση με την οποία διατυπώνεται η εθνική αυτή αφήγηση δεν έχει σχέση με την πλησιότητά της στα πραγματικά ιστορικά δεδομένα, αλλά με τη χρήση της από την παραδοσιακή εξουσία ως ηγεμονική ιδεολογία. Πρόκειται για μια ερμηνεία της ιστορίας που προβάλλει ως να είναι υπεράνω πολιτικής, ως πλαίσιο του τι συνιστά αποδεκτή πολιτική. Όταν ο κ. Κασουλίδης μιλά για την “ελληνική παιδεία [που] δεν μπορεί να είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά” δεν εκφράζει μια πολιτικά ουδέτερη θέση. Αποφεύγει ουσιαστικά το διάλογο για την παιδεία διεκδικώντας το μονόλογο. Και το κάνει αυτό στεκόμενος πάνω σε δεκαετίες ιδεολογικής κατήχησης και παραταξιακού πολιτικού προσανατολισμού της παιδείας. Όταν μιλά για τα “ελληνικά ιδεώδη” της ΕΟΚΑ χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να τα ορίσει, δεν πρόκειται απλώς για μια ασάφεια. Πρόκειται για μια συνειδητή αποσιώπηση, έτσι ώστε να καθοριστεί ένα πολιτικό πλαίσιο μέσα από την ιστορική αφήγηση. Ένα πλαίσιο που αγνοεί -με τρόπο προκλητικό για την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα- άβολες αλήθειες που καταρρίπτουν την “εθνική” εκδοχή, όπως τον πόλεμο του Θεοδόσιου ενάντια στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, το λειτουργικό ρόλο της Εκκλησίας στο Οθωμανικό κράτος το ελληνικό πραξικόπημα που προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής το 1974. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η αναπαραγωγή και επιβολή της μεγάλης εθνικής αφήγησης είναι πάντοτε βασισμένη στην αποσιώπηση, τη συγκάλυψη και τη λογοκρισία. Και αυτό διαφάνηκε ξεκάθαρα και μέσα από την πρόσφατη, ευτυχώς τελικά αποτυχημένη απόπειρα παρέμβασης στο ντοκυμαντέρ του Κώστα Γαβρά για την Ακρόπολη, που παρουσίαζε την άβολη για τον ελληνοχριστιανικό μύθο αλήθεια της οργανωμένης καταστροφής των αρχαίων ελληνικών μνημείων από Χριστιανούς τον 3ο αιώνα μ.Χ.

Οι πολιτικές προεκτάσεις του εθνοκεντρικού φακού είναι όμως αναπόφευκτες. Είναι μάλιστα ορατές ως έμμεση διαφοροποίηση στην αναφορά στις 2 κοινότητες: οι Ε/κ είναι «Έλληνες» ενώ οι Τ/κ «Τουρκοκύπριοι». Γιατί δεν είναι και οι Τ/κ «Τούρκοι» ή οι Ε/κ «Ελληνοκύπριοι»; Τα (συνειδητά ή ασυνείδητα) αίτια αυτής της ονομαστικής στρατηγικής μπορεί να είναι ποικίλα. Από τη μια φαίνεται να εξυπηρετεί το πλαίσιο που αναφέρεται πιο πάνω – να δημιουργήσει ένα αίσθημα εθνικής έπαρσης σε όσους ταυτίζονται με τους Έλληνες (ως ένα έθνος/ ένας πολιτισμός πέρα από κράτη όπως καταδεικνύει και η συντήρηση της ορολογίας για «ιδιαίτερη πατρίδα»), ενώ οι Τ/κ παραπέμπονται στη πιο συνηθισμένη αναφορά/ορολογία, η οποία δεν τους εντάσσει στο φαντασιακό του τουρκικού έθνους αλλά σε μια κοινότητα της Κύπρου. Έτσι οι μεν (Ε/κ) είναι έθνος ενώ οι άλλοι κοινότητα. (Σ' αυτή τη συγκριτική αναφορά θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπάρχει ένας μικρός ήπιος ρατσισμός). Από την άλλη, αυτή η αποστασιοποίηση των Τ/κ από τον τουρκισμό λειτουργεί και κάπως θετικά στο φαντασιακό κόσμο τον οποίο φαίνεται να επικαλείται ο κ. Κασουλίδης, όπου «Έλληνες» και «Τούρκοι» είναι «προαιώνιοι εχθροί». Αλλά υπάρχει και ένα αστείο στην όλη διαδικασία: αυτή η στρατηγική προσδιορίζει μόνο τους Τ/κ σε σχέση με την Κύπρο. Έχει κάτι από Κύπρο ο ελληνοχριστιανισμός που θέλει να προβάλει ο κ. Κασουλίδης; Η απάντηση αναπόφευκτα γυρίζει πίσω στη λογική του «Η Κύπρος είναι ελληνική». Το αδιέξοδο όμως είναι εμφανές: δεν μπορεί να είναι μόνο ελληνική η Κύπρος, αφού ήδη γίνεται πια αναφορά σε άλλη κοινότητα. Και έμμεσα αλλά σαφώς υπονούνται και άλλες μορφές διαφοροποίησης από το φαντασιακό ελληνισμό τον οποίο επικαλείται ο λόγος του ευρωβουλευτή.

Ο πολιτικός λόγος είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι αυτοί που τον εκφέρουν έχει συνέπειες. Και τα ιδεολογήματα δεν είναι αθώα, έχουν πολιτικές προεκτάσεις, που τις βιώσαμε μάλιστα στο παρελθόν στην Κύπρο με πολύ οδυνηρό τρόπο. Είναι λυπηρό τώρα που βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της υπέρβασης της εθνοτικής σύγκρουσης, κάποιοι να αναπαράγουν, έστω άθελα τους, προσεγγίσεις και λογικές που μας εγκλωβίζουν σε αυτό το άσχημο παρελθόν. Και είναι διπλά λυπηρό όταν αυτοί οι κάποιοι επαγγέλλονται κατά τα άλλα το όραμα του εκσυγχρονισμού, της επανένωσης και της ειρηνικής συνύπαρξης.

Βιβλιογραφία:
Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, Ελευθερουδάκης, 6η έκδοση, 1932.
Umut Ozkimirli and Spyros Sofos, Tormented by history: nationalism in Greece and Turkey, Hurst, 2008.
Eric Hobsbawm, Nations and nationalism since 1780, Cambridge, 1990.
Eric Hobsbawm and Terence Ranger (eds), The invention of tradition, 1983.
Kyriakos Markides, The rise and fall of the Cyprus Republic, London, 1977.
Edward Gibbon (J.B. Bury ed) [1974] A history of the decline and fall of the Roman Empire in 6 volumes, Norwalk, Connecticut: The Easton Press.
Μιχάλης Μιχαήλ, Η εκκλησία της Κύπρου κατά την Οθωμανική περίοδο, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2005

8 comments:

Παύλος said...

Πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση και σωστά τεκμηριωμένη. Ψήφισα τον Κασουλίδη αλλά είναι πράγματι κάπως 'μυστήριες' οι τοποθετήσεις του για αυτά τα θέματα.
Θα ήθελα να μάθω όμως πως εσύ φαντάζεσαι την παιδεία. Ποιά είναι η σωστή οπτική γωνία; Θα πρέπει να αποτάξουμε τον Έλληνα από τον Ελληνοκύπριο και τον Τούρκο από τον Τουρκοκύπριο για να ζήσουμε ειρηνικά ή να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητά μας και να στήσουμε ένα πολυπολιτισμικό κράτος;

gregoris said...

θέτεις έναν τεράστιο ουσιαστικά θεμελίωδες θέμα. μπορεί έναν κράτος να αποδευσμευτεί που την εθνική ιδεολογία ή πρέπει να δημιουργήσει τζιαινούρκαν; να δημιουργήθεί κυπριακό έθνος εν αδύνατον. επέρασεν ανεπιστρεπτί η εποχή της εθνογένεσης.
να προωθηθεί η κυπριακή πολιτική τζιαι πολιτειακή ταυτότητα που εν ήδη δαμέ (πολλοί αυτοπροσδιορίζονται ως Κυπραίοι βόρεια τζιαι νότια της πράσινης γραμμής) εν εφικτό.
τωρά για την παιδεία συγκεκριμένα.
1. να αποδεσμευτεί το μάθημα της ιστορίας που τα ελληνικά. η ιστορία να κινείται στο τοπικό τζιαι το παγκόσμιο πλαίσιο αντί στο "εθνικό".
2. να διδάσκουνται τζιαι οι κυπριακές γλωσσικές εκδοχες παράλληλα με τα ελληνικά τζιαι τα τούρτζικα.
3. να λειτουργήσουν κάποια μιχτά σχολεία.
4. να αναδειχτούν οι πολλαπλές πολιτικές τζιαι πολιτιστικές ταυτότητες τζιαι οι πολλαπλές ιστορικές αναγνώσεις
5. η πολυπολιτισμικότητα να αντιμετωπιστεί ως κοινωνική πραγματικότητα τζιαι όι ως εύηχο πολιτικό σύνθημα με ρητορική χρήση.
6. να εκδημοκρατικοποιηθεί το σχολείο μέσα που την εκδημοκρατικοποίηση της κοινωνίας που θα πρέπει να συμβαδίσει με την νίκη επί του εθνικισμού.

Anef_Oriwn said...

Μια σύντομη παρέμβαση αναφορικά με τους έλληνες” και τους “τούρκους” της Κύπρου:
Σε πρόσφατη επίσκεψη μου στην Καρπασία στις κουβέντες που έκανα με εγκλωβισμένο με έκπληξη τον άκουσα να μιλά για “Γριστιανούς” και “Τούρκους”!!!

Anef_Oriwn
Κυριακή 6/9/2009 – 11:09 μ.μ.

gregoris said...

γιατί με έκπληξη άνευ;
το δίπολο όρων Τούρκοι-χριστιανοί υπήρχε τζιαι στην πρώτη πρωτομαγιάτικη προκύρηξη του ΚΚΚ το 1926.
οι τ/κ εν πιο κοσμική κοινότητα που τους ε/κ τζιαι ο ισλαμισμός έννεν τόσον υπερκαθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας τους όσον ο χριστιανισμός (ορθοδοξία) στους ε/κ.
ο εθνικισμός των τ/κ ήταν κεμαλικός-εκσυγχρονιστικός, όι εκκλησιαστικός-μεσσιανικός όπως των ε/κ.

Anef_Oriwn said...

Η έκπληξη Gregori οφειλόταν στη διαπίστωση [μου] ότι η ελληνορθόδοξη προπαγάνδα για έλληνες και τούρκους [από την άποψη της εθνικής ταυτότητας] δεν είχε απήχηση στον εν λόγω εγκλωβισμένο [δεν επηρέασε τον τρόπο σκέψης του – δηλ. να βλέπει τις διάφορες μεταξύ των δυο κοινοτήτων μόνο από θρησκευτικής άποψης]!

Anef_Oriwn
Δευτέρα 7/9/2009 – 10:31 μ.μ.

Anonymous said...

ολοι μιλουν για εκπαιδευτική μεταρύθμιση. Ξερει ή θέλει καποιος να μας πει συνοπτικά τι πρεσβευει το υπουργείο η και τα διαφορα κομματα και ποιες είναι οι βασικές διαφορες τους; οι οργανώσεις των δασκάλων και των καθηγητών έχουν παρει θέσει;

gregoris said...

το υπουργείο έννεν ένα πράμα. μέσα στο υπουργείο υπάρχουν τα κόμματα, η γραφειοκρατία, οι δομές κτλ.
εν δουλεύκω στην πρωτοβάθμια ή στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση για να έχω συνοπτική εικόνα του πως προσωρά η μεταρύθμιση σε πρακτικό επίπεδο, αλλά το σημαντικόττερο θέμα που εν ο φιλοσοφικός αναπροσανατολισμός της παιδείας που τον εθνο-κεντρισμό στον ανθρωποκεντρισμό (βλέπε κείμενο 7 ακαδημαικών 2004) συναντά έντονες αντιδράσεις που τες εθνικιστικές δυνάμεις που ελέγχουν τες συνδικαλιστικές οργανώσεις τζιαι που επηρεάζουν τα κόμματα ΔΗΣΥ-ΔΗΚΟ-ΕΔΕΚ.
οι επιτροπές για τα αναλυτικά προγράμματα εν προχωρούν να παράξουν έργο καθότι δεν έχουν οικονομική στήριξη. επαφίονται στη εθελοντική δουλειά από συγκεκριμένους εκαπιδευτικούς στον ελεύθερο τους χρόνο. η ΟΕΛΜΕΚ τον περασμένο Μάη κάλεσε τα μέλη να μην μετέχουν στις ομάδες εργασίας.

Κωνσταντίνα Ζάνου said...

Εξαιρετικό κείμενο, Γρηγόρη! Η καλύτερη απάντηση που έχω διαβάσει σε σχέση με τον διχασμένο και εσωτερικά αντιφατικό λόγο, όχι μόνο του Κασουλίδη, αλλά γενικότερα της "εκσυγχρονιστικής" δεξιάς. Χρειαζόμαστε επειγόντως καθαρό εκσυγχρονιστικό λόγο στην Κύπρο, χωρίς πισωγυρίσματα και χωρίς αντιφάσεις