Saturday, February 28, 2015

Monday, February 16, 2015

Βρέχει στη φτωχογειτονιά

Μικρά κι ανήλιαγα στενά
και σπίτια χαμηλά μου
Βρέχει στη φτωχογειτονιά
βρέχει και στην καρδιά μου

Αχ! ψεύτη κι άδικε ντουνιά
που άναψες τον καημό μου
Είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου

Οι συμφορές αμέτρητες
δεν έχει ο κόσμος άλλες
Φεύγουν οι μέρες μου βαριά
σαν της βροχής τις στάλες

Αχ! ψεύτη κι άδικε ντουνιά
που άναψες τον καημό μου
Είσαι μικρός και δε χωράς
τον αναστεναγμό μου.

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Στίχοι : Τάσος Λειβαδίτης

Μουσική : Μίκης Θεοδωράκης

Monday, February 9, 2015

Η επιβίωση των Τουρκοκυπρίων: Ζήτημα σύγκρουσης ενός «εθνικού» και ενός «κυπροκεντρικού» εκσυγχρονισμού

Ένα μνημόνιο ως εργαλείο επιβίωσης. Αλλά ποιών η επιβίωση;
Στις 3 Φεβρουαρίου 2015, το Τουρκοκυπριακό εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο δημοσίευσε μια κοινή ανακοίνωση με τίτλο «Δε μπορεί να γίνει αποδεχτή η συνέχιση του στάτους κβο στο δημόσιο»[1]. Οι κοινές ανακοινώσεις των δύο επιμελητηρίων μπορεί να μην είναι σπάνιο φαινόμενο, όμως δεν αποτελούν τον κανόνα. Και αυτό, γιατί ακόμα και σήμερα υπάρχει διαφοροποίηση ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή επιχειρηματική ελίτ. Η διαφοροποίηση εντοπίζεται τόσο στις συνθήκες εμφάνισης της κάθε ομάδας του τουρκοκυπριακού κεφαλαίου, όσο και στις πηγές ενίσχυσής τους, ιδιαίτερα την περίοδο που ακολούθησε την εισβολή του 1974. Η συγκεκριμένη κοινή ανακοίνωση όμως έχει τη δική της πολυδιάστατη σημασία, κυρίως ως μια χαρακτηριστική έκφραση ταύτισης απόψεων σε ένα συγκεκριμένο και στρατηγικής σημασίας θέμα.

Κατ’αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανακοίνωση δημοσιεύθηκε σε μια περίοδο που η βουλή των Τουρκοκυπρίων ετοιμάζεται να ξανασυζητήσει το ζήτημα αλλαγών στο νόμο αναδιάρθρωσης του μισθολογίου στο δημόσιο τομέα και της συνταξιοδότησης. Ο νόμος που τέθηκε σε εφαρμογή από την προηγούμενη κυβέρνηση του Κόμματος Εθνικής Ενότητας, είναι μέρος του τρίχρονου μνημονίου που υπογράφτηκε με την Τουρκία. Η εφαρμογή των προνοιών του νόμου έφερε άμεσα την εξίσωση των μισθών των νεοεισερχομένων στο δημόσιο τομέα με αυτούς στον ιδιωτικό, κάτι που φυσιολογικά προκάλεσε μια συνολική μείωση των εισοδημάτων των εργαζομένων. Η παρούσα κυβερνητική συνεργασία Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού και Δημοκρατικού Κόμματος συνέχισε να τον εφαρμόζει, παρά τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, όταν πριν από έξι μήνες οι ισχυρές αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων την ανάγκασαν να μελετήσει θέμα αλλαγών στο σχετικό νόμο. Η σκέψη και μόνο της επαναφοράς της συζήτησης για αλλαγή του μνημονικού νόμου, προκάλεσε τη δημόσια ταύτιση απόψεων της τουρκοκυπριακής επιχειρηματικής ελίτ.

Στην εν λόγω ανακοίνωση, οι Τουρκοκύπριοι επιχειρηματίες ζητούν από την κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε αλλαγές στο νόμο, γιατί αυτές θα επηρεάσουν αρνητικά το σύνολο των όρων του τρίχρονου μνημονίου και την προσπάθεια μεταρρύθμισης της δημόσιας υπηρεσίας. Η ανακοίνωση υπογραμμίζει επίσης ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του 2013, το σύνολο των απασχολούμενων ήταν 101.181 άτομα, από τα οποία μόνο οι 84 χιλιάδες απασχολούνται στον ευρύτερο ιδιωτικό τομέα. Τα επιμελητήρια υπενθυμίζουν ότι το ποσοστό απασχόλησης στο δημόσιο βρίσκεται ακόμα στο 16%, ενώ τόσο στην Τουρκία, όσο και στην Κυπριακή Δημοκρατία αυτό το ποσοστό έχει μειωθεί περίπου στο 6%[2].

Βεβαίως, τα επιμελητήρια αποφεύγουν να αναφέρουν στην ανακοίνωσή τους ότι από τους περίπου 84 χιλιάδες εργαζομένους στον ευρύτερο ιδιωτικό τομέα, περισσότεροι από 40 χιλιάδες είναι ξένοι εργάτες, ανασφάλιστοι και χωρίς άδειες εργασίας ή παραμονής. Ούτε και υπενθυμίζουν ότι το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν αφορά μόνο στην αναδιάρθρωση του μισθολογίου του δημοσίου προς τα κάτω, αλλά και στην κατάργηση του δικαιώματος των συνδικαλιστικών οργανώσεων για συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις[3].

Η κοινή ανακοίνωση της τουρκοκυπριακής επιχειρηματικής ελίτ τελειώνει με τη φράση «η οικονομική επιβίωση του τουρκοκυπριακού λαού είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία μιας οικονομίας που να στέκεται στα πόδια της»[4]. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ακριβώς το βαθύτερο περιεχόμενο της αντιπαράθεσης που βιώνει η Τουρκοκυπριακή κοινότητα σε σχέση, όχι μόνο με το συγκεκριμένο μνημονιακό νόμο, αλλά γενικότερα με το μνημόνιο και τις συνέπειες του. Η «επιβίωση», η «προστασία της ύπαρξης» των Τουρκοκυπρίων, είναι ιστορικές έννοιες που ουσιαστικά δεν απουσίασαν ποτέ από το δημόσιο χώρο και την πολιτική αντιπαράθεση. Είναι συνεπώς όροι που εκφράζουν μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη/ανησυχία, αλλά με πολύ διαφορετικό και τις περισσότερες φορές συγκρουσιακό περιεχόμενο ανάμεσα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Μια ανησυχία με ρίζες στο βίαιο μας παρελθόν
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1940, αλλά ιδιαίτερα προς το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η νεωτερική ανάκαμψη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας εκφράστηκε μέσα από την οριστική επικράτηση των εθνικιστών έναντι των φιλοβρετανικών-παραδοσιακών ελίτ, αλλά και μέσα από την εσωτερική σύγκρουση στην εθνικιστική ελίτ με τελικούς νικητές τους νέους και πιο δυναμικούς κεμαλιστές της περιόδου, υπό την καθοδήγηση του Fazıl Küçük. Αυτές οι εξελίξεις συνιστούσαν μια νέα φάση στη διαδικασία εκμοντερνισμού των Τουρκοκυπρίων, η οποία σε ιδεολογικό επίπεδο εκφραζόταν περισσότερο ως μια διπλή μάχη της κεμαλικής-εθνικιστικής ελίτ: ενάντια στην αγγλική αποικιοκρατία και ενάντια στο ελληνοκυπριακό ενωτικό αίτημα.

Η πολιτική κινητικότητα και αναζωογόνηση των Τουρκοκυπρίων κατά τη συγκεκριμένη περίοδο άγγιζε επιπλέον όλα τα ζητήματα της οικονομικής ανάπτυξης και διεκδίκησης για ευημερία. Ο Ahmet An μεταφέρει γλαφυρά την αγωνία ενός μεγάλου μέρους της κοινότητας καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1940 και του 1950 σε σχέση με την οικονομική του θέση, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους Ελληνοκύπριους. Από την επεξεργασία του Τύπου της εποχής, ο Ahmet An υπογραμμίζει ότι η αγωνία των Τουρκοκυπρίων για το μελλοντικό καθεστώς του νησιού την περίοδο μετά τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνδυάστηκε με την αγωνία για την οικονομική τους επιβίωση ως αποτέλεσμα των πολύ αδύνατων παραγωγικών δυνάμεων[5]. Ο καπιταλιστικός εκσυγχρονισμός των Ελληνοκυπρίων, η ενίσχυση της παρουσίας τους στα ελεύθερα επαγγέλματα στα αστικά κέντρα και η σχετική ωριμότητα του εμπορικού τους κεφαλαίου, έθεταν μια σημαντική μερίδα των Τουρκοκυπρίων σε θέση εξάρτησης: οι Τουρκοκύπριοι αγρότες είχαν ανάγκη τους Ελληνοκύπριους μεγαλέμπορες για πώληση των προϊόντων, ενώ οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι των πόλεων είχαν ανάγκη το πιο ανεπτυγμένο ελληνοκυπριακό λιανικό εμπόριο για τα καταναλωτικά αγαθά.

Η κατάσταση αυτή όμως, στο επίκεντρο της οποίας βρισκόταν το ζήτημα της οικονομικής και πολιτικής επιβίωσης της κοινότητας, μεταφράστηκε με διαφορετικούς – εν πολλής συγκρουσιακούς – τρόπους εντός των Τουρκοκυπρίων. Από τη μια πλευρά ήταν η αντίληψη της νέας εθνικιστικής ελίτ. Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1950, η εθνικιστική ηγεσία της κοινότητας επιδίωξε να αντιμετωπίσει την ελληνοκυπριακή οικονομική υπεροχή και να απαντήσει στο ζήτημα της επιβίωσης μέσα από τη δημιουργία μιας χωριστής-αυτόνομης τουρκοκυπριακής αγοράς. Η εκστρατεία «από Τούρκο σε Τούρκο», η ίδρυση επιτροπών «παρακολούθησης της αγοράς», καθώς και η δημιουργία του τουρκοκυπριακού εμπορικού επιμελητηρίου, ήταν οι χαρακτηριστικότερες εκφράσεις αυτής της προσπάθειας. Η χωριστή αγορά ουσιαστικά παρέπεμπε στην παρουσία μιας τουρκοκυπριακής εμπορικής ελίτ, τουρκοκυπριακού κεφαλαίου, καθώς και ενός συγκεκριμένου και εθνικά προσδιορισμένου χώρου αναπαραγωγής και κυκλοφορίας του. Τελικά, η ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας εμπόδισε την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας.

Από την άλλη πλευρά, ήταν η αντίληψη των Τουρκοκύπριων συνδικαλιστών και των δυνάμεων εκείνων που εντάχθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην Αριστερά. Για αυτά τα στρώματα, η επιβίωση της κοινότητας δεν ήταν συνυφασμένη με την ύπαρξη ενός χωριστού τουρκοκυπριακού κεφαλαίου. Ο πολιτικός και οικονομικός εκσυγχρονισμός των Τουρκοκυπρίων, δε θα έπρεπε να ταυτίζεται με διαδικασίες χωριστής από τους Ελληνοκύπριους πολιτικής δραστηριότητας, ή χωριστής συσσώρευσης και κυκλοφορίας κεφαλαίου. Αντίθετα, αυτή η ομάδα αντιπολιτεύθηκε ενάντια στην εθνικιστική ελίτ, έχοντας στο επίκεντρο της ένα είδος «κοινοτικής οικονομικής ανάπτυξης», όπου η ευημερία θα αφορούσε κατ’ αρχήν τους υποδεέστερους και θα ήταν αποτέλεσμα ενός εναλλακτικού εκσυγχρονισμού που συμπεριλάμβανε και τους Ελληνοκύπριους.Για παράδειγμα ο συνδικαλιστής Ahmet Sadi Erkurt, υποστήριζε πως η οικονομική ισχυροποίηση της κοινότητας ήταν απαραίτητη, όμως θα έπρεπε να επικεντρωθεί στους εργαζόμενους. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Εάν υπάρχει μια τάξη που χρειάζεται περισσότερο την οικονομική ανάπτυξη, αυτή είναι η τουρκική εργατική τάξη. Όσο δεν αναπτύσσεται οικονομικά ο Τούρκος εργάτης, ποτέ δε θα μπορέσει να αναπτυχθεί η τουρκική κοινότητα της Κύπρου»[6]. Η ύπαρξη αυτού του εναλλακτικού εκσυγχρονιστικού προγράμματος, ήταν μια φυγόκεντρη δυναμική, η οποία τελικά καταστάληκε βίαια από την εθνικιστική ελίτ. Καθόλου τυχαία η βία στα τέλη της δεκαετίας του 1950, δεν αφορούσε μόνο στη διεθνοποίηση του Κυπριακού. Την ίδια στιγμή, στόχευε σε μια αυταρχικού τύπου ομογενοποίηση της κοινότητας και περιθωριοποίησης οποιουδήποτε άλλου οράματος πέραν του «εθνικά ορθού».   

Μετά τη δημιουργία θυλάκων την περίοδο 1964-1974, τη στρατιωτικοποίηση της ζωής και την ολοκληρωτική αποκοπή της κοινότητας από την παραγωγική διαδικασία, ακολουθεί μια ανανεωμένη σύγκρουση γύρω από την έννοια της οικονομικής και πολιτικής επιβίωση της κοινότητας. Το παράνομο κράτος του 1974 – σε συνέχειες και ρήξεις με το τουρκοκυπριακό πρωτο-κράτος της περιόδου των διακοινοτικών ταραχών – οικοδομήθηκε στα πρότυπα ενός ιδιότυπου κρατικού καπιταλισμού με επίκεντρο τη δημιουργία και ωρίμανση του τουρκοκυπριακού κεφαλαίου. Η «επιτροπή συντονισμού» κυπριακών υποθέσεων στην Άγκυρα σε συνεργασία με τους κύκλους εξουσίας του Ντενκτάς στην Κύπρο, ανέλαβαν το διαμοιρασμό των πηγών με τρόπο που να συντηρείται ένας μεγάλος δημόσιος τομέας – χώρος ενσωμάτωσης των Τουρκοκυπρίων στη διχοτομική πραγματικότητα – αλλά και με τρόπο που να παρέχεται η δυνατότητα κυρίως στο εμπορικό, αλλά και στο νεοεφμανιζόμενο βιομηχανικό κεφάλαιο να αναπτυχθεί. Μέχρι και το 1986, η οικονομική επιβίωση μεταφραζόταν από την ντενκτασική ελίτ ως η ανάγκη για δημιουργία μιας αστικής τάξης που θα στήριζε το νέο καθεστώς πραγμάτων. Ήταν, δηλαδή, μια εκσυγχρονιστική όψη της δεκαετίας του 1950 σε νέες συνθήκες, όπου η «κοινοτική σωτηρία» απέκλειε κάθε είδους ταξική διαφοροποίηση και αντιμετώπιζε την οικονομική ανάπτυξη μόνο ως ζήτημα επιβίωσης και σταθεροποίησης των «ντενκτασικών» δομών εξουσίας.

Οι φυγόκεντρες δυναμικές της περιόδου, αυτή τη φορά εκφράστηκαν μέσα από την άνοδο του (χωριστού πλέον) αριστερού συνδικαλιστικού κινήματος και τις μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Αυτή η εναλλακτική πολιτική κινητοποίηση συνοδεύτηκε από την έντονη αντιπαράθεση στο ζήτημα της ταυτότητας. Ο κυπριωτισμός/κυπροκεντρισμός της περιόδου, σφυρηλατήθηκε ακριβώς μέσα από την αποξένωση που παρήγαγαν οι κρατικές δομές, η οικονομική διευθέτηση του καθεστώτος, αλλά και η μαζική παρουσία του τουρκικού πληθυσμού. Το τουρκοκυπριακό κράτος μετατράπηκε σταδιακά σε ντενκτασικό κράτος με διακριτές τις παντουρκιστικές ιδεολογικές αναφορές. Η οικονομία, βασισμένη στην ελληνοκυπριακή ιδιοκτησία, μετατράπηκε σε πεδίο κερδοφορίας του ντενκτασικό κύκλου εξουσίας. Ο τουρκικός πληθυσμός και η μαζικότητα του, μετατράπηκαν σε υπενθύμιση της πολιτιστικής διαφορετικότητας των Τουρκοκυπρίων. Έτσι, η νέα έκδοση του κυπριωτισμού/κυπροκεντρισμού, της κυπριακής/τουρκοκυπριακής συνείδησης απέκτησε σύντομα ένα βαθύ πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο εκφράστηκε ποικιλοτρόπως – στη λογοτεχνία, την ποίηση και τον πολιτικό λόγο – αλλά πάντα με επίκεντρο την αντιπολίτευση προς την Άγκυρα και προς τον Ντενκτάς.

«Ποιός θα μας σώσει από τους σωτήρες μας» ήταν η λαϊκή ρήση που ερχόταν ξανά και ξανά στην επιφάνεια σε κάθε συγκυρία κρίσης και αποσταθεροποίησης του διχοτομικού πολιτικού και οικονομικού περιβάλλοντος της μετά του 1974 εποχής. Ήταν σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο που οι Ελληνοκύπριοι επανεμφανίζονται πλέον στο δημόσιο χώρο των Τουρκοκυπρίων ως συμπατριώτες ή/και ως κοινότητα – βασική διεύθυνση της επίλυσης του Κυπριακού προβλήματος.

Όταν το παρελθόν επιστρέφει σε νεοφιλελεύθερο περιτύλιγμα
Σήμερα, αντιπαράθεση για την οικονομική επιβίωση της Τουρκοκυπριακής κοινότητας φαίνεται να επιστρέφει ακόμα πιο έντονα σε μια εντελώς διαφορετική συγκυρία. Ο νέος τύπος οικονομικού εκσυγχρονισμού θέλει να ανατρέψει το «στάτους κβο του δημοσίου», όπως εύγλωττα υπογραμμίζουν οι εργοδότες. Δηλαδή θέλει να αμφισβητήσει το τελευταίο ίσως κάστρο συγκέντρωσης της τουρκοκυπριακής πολιτικής και οικονομικής δραστηριότητας και βούλησης. Το χώρο εκείνο που συνέβαλε στην ενίσχυση του εθνοκοινοτισμού των Τουρκοκυπρίων στη μετά του 1974 εποχή, αλλά και που αντιφατικά οδήγησε στην ενδυνάμωση της διεκδίκησης για ένα διαφορετικό εκμοντερνισμό κυπριακής προέλευσης και καθοδήγησης.
Οι σημερινές αντιδράσεις των Τουρκοκυπριακών συνδικαλιστικών οργανώσεων – η συντριπτική δύναμη των οποίων βρίσκεται στο δημόσιο τομέα – δεν περιορίζονται στα μισθολογικά ζητήματα. Αντίθετα, επεκτείνονται στην προσπάθεια δημιουργίας μιας διαφορετικής πρότασης που προωθεί την αυτοδιοίκηση των Τουρκοκυπρίων ως μορφή άμυνας απέναντι στην επέλαση της αυτόνομης (πλέον) παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο. Γιατί μέσα από τα τρίχρονα μνημόνια, η Τουρκία δεν έχει καμιά ανάγκη νομιμοποίησης των επιλογών της με τη διαμεσολάβηση της Τουρκοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας. Επιλέγει τους τοπικούς φορείς διευκόλυνσης της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης, μέσα από την προώθηση μιας «επιφανειακής» ταύτισης συμφερόντων. Και είναι γεγονός ότι η τουρκοκυπριακή επιχειρηματική ελίτ δεν συμφωνεί με το σύνολο των όρων του μνημονίου, αλλά με ένα αρκετά μεγάλο μέρος τους.

Έτσι, η Άγκυρα αναλαμβάνει σχεδόν αυτόνομα τη μεταφορά του δικού της νεοφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού, στα πλαίσια του οποίου ο «οικονομικός κυπροκεντρισμός» των συνδικαλιστικών οργανώσεων πρέπει να περιθωριοποιηθεί. Το εναλλακτικό όραμα που θέτει την οικονομική ανάπτυξη ως προϊόν της ομοσπονδιακής επανένωσης και συνεπώς ως ζήτημα ανατροπής των μέχρι σήμερα διχοτομικών οικονομικών ισορροπιών, δεν αναγνωρίζεται στα πλαίσια του μνημονίου. Συνεπώς η αντίδραση των Τουρκοκυπριακών συντεχνιών ενάντια στην κοινή τοποθέτηση των Τουρκοκυπριακών επιμελητηρίων, επαναφέρει την ιστορικότητα της αγωνίας για οικονομική επιβίωση και ταυτόχρονα υπενθυμίζει τη σύνδεση της με τη διεκδίκηση για προστασία της κυπριακής ταυτότητας της κοινότητας.  





[1] “Kıbrıs Türk Ticaret Odası ve Kıbrıs Türk Sanayi Odası’ndan ortak açıklama”, Kıbrıs Postası, 3.2.2015.
[2] Στο ίδιο.
[3] “Felek: Sermaye kendi dayattığı yasayı savunmaya devam ediyor”, Kıbrıs Postası, 5.2.2015.
[4] “Kıbrıs Türk Ticaret Odası ve Kıbrıs Türk Sanayi Odası’ndan ortak açıklama”, Kıbrıs Postası, 3.2.2015.
[5] Ahmet An, Kıbrıs’ta Fırtınalı Yıllar 1942-1962, Lefkoşa 2005.
[6] Ahmet An, İşçi Sınıfımızın İlk Öncüleri. 1958’e Kadar Emek Hareketinde Kıbrıslı Türkler, Lefkoşa 2011, σελ. 47.

http://2ha-cy.blogspot.com/2015/02/blog-post_28.html

Sunday, February 8, 2015

Μια ιστορική καταγραφή της πορείας σύγκλισης του ταξικού και του κυπροκεντρικού: οι ρίζες και η εξέλιξη της τουρκοκυπριακής ταξικής αντίστασης τις δεκαετίες του 1970 και 1980


Έτος 1979: Απεργία Τ/Κ εργαζομένων στη βιομηχανική περιοχή Λευκωσίας, με στόχο την προστασία των συλλογικών συμβάσεων. Η βιομηχανική περιοχή δημιουργήθηκε το 1975 από την Τ/Κ ηγεσία με τις εγκαταστάσεις και εργοστάσια που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν οι Ελληνοκύπριοι. Αρχικά, η βιομηχανική περιοχή συμπεριέλαβε 38 εργοστασιακές μονάδες και ακόμα 7 κέντρα πωλήσεων και διαμοιρασμού προϊόντων. Ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος εργοδότης, μετά το δημόσιο. Μέχρι και το 1981 ήταν ίσως η πιο κερδοφόρα οικονομική φλέβα της συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα. Η βιομηχανική περιοχή εργοδοτούσε 1450 ανθρώπους. Το 1997 έκλεισε μετά από μια σειρά νεοφιλελεύθερων πολιτικών, οι οποίες άρχισαν από την κυβέρνηση Οζάλ το 1986. Ο Οζάλ, ήταν ουσιαστικά ο πρώτος που επιχείρησε την αναδιάρθρωση των σχέσεων Τουρκίας-Τουρκοκυπρίων στη βάση μνημονίων, τα οποία ονομάστηκαν «πρωτόκολλα συνεργασίας». Η κεντρική φιλοσοφία αυτών των πολιτικών ήταν η δημιουργία μιας καταναλωτικής κοινωνίας στα πρότυπα της τότε Τουρκίας, με αποτέλεσμα την εκ νέου αποκοπή μέρους της κοινότητας από την παραγωγική διαδικασία και την συνδικαλιστική οργάνωση.

Έτος 1978: Εργάτες και εργάτριες της βιομηχανικής περιοχής σε απεργίες ενάντια στη μείωση των μισθών.

Έτος 1978: Εργάτριες στην περιοχή της Μιας Μηλιάς απεργούν για την υπεράσπιση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.

Έτος 1977: Οργανωμένοι εργαζόμενοι της DEV-İŞ στην πλατεία Σαραγιού, σε συγκέντρωση συμπαράστασης προς τους απεργούς της βιομηχανικής περιοχής Λευκωσίας.

Έτος 1980: Απεργία πείνας εργαζομένων στη βιομηχανική περιοχή, ως διαμαρτυρία για τη μη υπογραφή συλλογικής σύμβασης.

Έτος 1986: Οι εργαζόμενοι στη βιομηχανική περιοχή Λευκωσίας κινητοποιούνται ενάντια στο μνημόνιο που επέβαλε η κυβέρνηση Οζάλ και το οποίο προέβλεπε μεγάλης κλίμακας ιδιωτικοποιήσεις και περιορισμό της συνδικαλιστικής οργάνωσης.

Φεβρουάριος 1987: Στιγμιότυπο από την απεργία εργαζομένων στη βιομηχανική περιοχή, η οποία διήρκησε 27 μέρες. Οι εργαζόμενοι διεκδικούσαν την προστασία των συλλογικών συμβάσεων και του δικαιώματος της συνδικαλιστικής οργάνωσης.

http://2ha-cy.blogspot.com/2015/02/1970-1980.html