Από
τη συλλογή "Residentia en la tierra" 2
σε
μετάφραση Τάκη Βαρβιτσιώτη
στο
"Πάμπλο Νερούδα - Ποιήματα", έκδοση
Νεφέλη 1982
Υπάρχουν
ερημικά κοιμητήρια,
τάφοι
γεμάτοι κόκκαλα δίχως ήχο,
η
καρδιά διασχίζοντας μιά σήραγγα
σκοτεινή,
σκοτεινή, σκοτεινή,
που
στα ενδότερά της πεθαίνουμε, όπως σε
ναυάγιο,
σα
να καταποντιζόμασταν μες την καρδιά,
σα
να κατρακυλούσαμε απ' το δέρμα στην
ψυχή.
Υπάρχουν
πτώματα, υπάρχουν πόδια από γλοιώδη
ψυχρή άργιλλο,
υπάρχει
ο θάνατος μέσα στα κόκκαλα,
σαν
ήχος καθαρός,
σαν
υλακή δίχως σκυλί,
που
αναδύεται μεσ' από κάποιες καμπάνες,
από κάποιους τάφους,
αυξαίνοντας
μέσα στην υγρασία όπως τα δάκρυα ή η
βροχή.
Βλέπω,
μονάχος, καμιά φορά,
φέρετρα
με ιστία,
να
σαλπάρουν μαζί με χλωμούς πεθαμένους,
και με γυναίκες που έχουν πλεξούδες νεκρές,
μαζί
με ψωμάδες λευκούς σαν άγγελους,
μαζί
με κορίτσια στοχαστικά παντρεμένα
με συμβολαιογράφους,
φέρετρα
ν' αναπλέουν το κάθετο ποτάμι των νεκρών,
το
μενεξεδένιο ποτάμι,
προς
τα εκεί ψηλά, με τα ιστία φουσκωμένα
από τον ήχο του θανάτου,
φουσκωμένα
από το σιωπηλό ήχο του του θανάτου.
Στο
ηχηρό ακρογιάλι φτάνει ο θάνατος
σαν
ένα παπούτσι χωρίς πόδι, σαν ένα ένδυμα
χωρίς άνθρωπο,
έρχεται
να κτυπήσει μ' ένα δαχτυλίδι χωρίς πέτρα
και χωρίς δάχτυλο,
έρχεται
να φωνάξει χωρίς στόμα, χωρίς γλώσσα,
χωρίς λαρύγγι.
Τα
βήματά μου ωστόσο αντηχούν
και
η ενδυμασία μου αντηχεί, σιωπηλή, σαν
ένα δέντρο.
Δεν
ξέρω, λίγα καταλαβαίνω, μόλις βλέπω,
όμως θαρρώ πως το τραγούδι του έχει το χρώμα υγρής βιολέττας,
όμως θαρρώ πως το τραγούδι του έχει το χρώμα υγρής βιολέττας,
βιολέττας
που έχει συνηθίσει το χώμα, γιατί το
πρόσωπο του θανάτου είναι πράσινο,
και
η ματιά του θανάτου είναι πράσινη,
με
τη διαπεραστική υγρασία ενός φύλλου
βιολέττας,
και
το βαρύ του χρώμα ενός οργισμένου
χειμώνα.
Όμως
ο θάνατος προχωρεί ανάμεσα απ' τον
κόσμο μεταμφιεσμένος σε σάρωθρο,
γλύφει
το έδαφος αναζητώντας πεθαμένους,ο
θάνατος βρίσκεται μέσα στο σάρωθρο,
είν'
η βελόνα του θανάτου αναζητώντας την
κλωστή.
Ο
θάνατος βρίσκεται μέσα στα κρεββάτια,
στα
μαλακά τα στρώματα στις μαύρες
κουβέρτες
ζει
ξαπλωμένος, και ξαφνικά φυσάει:
φυσάει
μ' έναν ήχο ζοφερό που φουσκώνει τα
σεντόνια,
και
υπάρχουν κρεββάτια που ταξιδεύουν
για ένα λιμάνι
όπου
ο θάνατος περιμένει, με στολή ναυάρχου.