Thursday, September 30, 2010

1η Οκτωβρίου 2010: 50 πουλιά πετάσασιν

ακολουθεί αναδημοσίευση από το μπλογκ της ομάδας ΦΑΛΙΕΣ
www.falies.com

5 Θέσεις για τη διαδικασία επανένωσης της χώρας
ή
Για το δικαίωμα στη ζωή στην Κύπρο χωρίς κυπριακό πρόβλημα

1. Το κυπριακό πρόβλημα είναι μεν αστικό ζήτημα, με επιπτώσεις όμως πάνω σε ολόκληρη την κυπριακή κοινωνία. Επομένως αφορά και τον ελευθεριακό/ριζοσπαστικό χώρο. Είναι ιστορικό προϊόν της σύγκρουσης των δυο εθνικισμών στο νησί όπως αυτοί συγκροτήθηκαν στην αποικιακή περίοδο, καθώς και των ιμπεριαλιστικών παρεμβάσεων που την υπέθαλψαν και την σχηματοποίησαν. Η ΕΟΚΑ και η ΤΜΤ, και η μετεξέλιξη τους, αποτέλεσαν σε τελική ανάλυση τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος – του εθνοτικού διαχωρισμού και της διαλεκτικής της μισαλλοδοξίας. Το διχοτομικό στάτους κβο που επιβλήθηκε οριστικά μέσα και από τις στρατιωτικές επεμβάσεις του ελληνικού και του τουρκικού κράτους την περίοδο 1963 – 1974 συνιστά πάνω απ’ όλα εμπέδωση του παραλόγου της εθνοτικής σύγκρουσης στο νησί μας και του εγκλωβισμού της κυπριακής ιστορίας στη λογική του εθνοτικού ανταγωνισμού. Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως τρόπος καθυπόταξης της κοινωνίας μας στα εξουσιαστικά, εθνικιστικά προτάγματα και από τις δυο πλευρές της πράσινης γραμμής και αποτελεί εστία μόνιμου κινδύνου ευρύτερης πολεμικής σύρραξης. Θεωρούμε ότι η επίλυση του Κυπριακού και η επανένωση της χώρας συνιστά αδήριτη αναγκαιότητα και άμεση προτεραιότητα.

2. Ως ελευθεριακός /ριζοσπαστικός χώρος τασσόμαστε εναντίον της έννοιας του κράτους, του συνόρου, της οριοθέτησης και της τεχνητής κατακερμάτωσης του γεωγραφικού και κοινωνικού χώρου από επιβαλλόμενες δομές. Από την άποψη του μορφώματος του κράτους, η μορφή της λύσης μας ενδιαφέρει στο βαθμό που το μόρφωμα αυτό θα ευνοεί περισσότερο τις κινηματικές διεργασίες και κινητοποιήσεις ανάμεσα στις κοινότητες. Υπό αυτή την έννοια η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία θα επιτρέψει την επανένωση του γεωγραφικού και κοινωνικού χώρου. Αυτοί/ες που αντιτίθενται στην επανένωση της χώρας αμφισβητούν την καταλληλότητα, λειτουργικότητα και ακόμα και τη δικαιότητα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, όπως αυτή συμφωνήθηκε το 1977-1979 και επαναβεβαιώθηκε το 2006-2008. Η συνήθης απάντηση της επανενωτικής επιχειρηματολογίας, είτε του αριστερού/σοσιαλιστικού χώρου είτε των φιλελευθέρων, είναι ότι η ομοσπονδία είναι αναγκαίο κακό, το τίμημα για την ειρήνη ή η μόνη ρεαλιστική στάση υπό τις περιστάσεις. Ο αντιεξουσιαστικός χώρος όμως ήδη από το 1993 προέβαλε τη θέση ότι “η ομοσπονδία δεν είναι και δεν πρέπει να είναι λύση ανάγκης αλλά η ιδεώδης λύση” (Τραίνο, Βαγόνι 10ο, “Γιατί ακόμα και αν δεν υπήρχε ομοσπονδία θα έπρεπε να την εφεύρουμε”)(1) . Αυτή παραμένει η στάση μας και σήμερα.  Η δικοινοτικότητα – διζωνικότητα αντανακλά την ιστορική εξέλιξη της σύγκρουσης των εθνοταυτοποιημένων από τους εθνικισμούς κοινοτήτων και συγκροτεί το πλαίσιο υπέρβασής της. Επειδή αφενός λαμβάνει υπόψη της τις κατασκευασμένες εθνοτικές ταυτότητες επιτρέποντας τη διατήρησή τους και αφετέρου δημιουργεί και ένα ομοσπονδιακό κυπριακό πολιτικό χώρο που δε θα καθορίζεται από τους δυο μονοδιάστατους εθνοτισμούς. Επειδή δημιουργεί συνθήκες και για την αυτονομία των δυο κοινοτήτων και για την κοινή τους δραστηριότητα. Επειδή συγκροτεί το πλαίσιο, στο οποίο θα μπορούμε να συνυπάρχουμε και οι ελληνοκεντρικές/οί και οι τουρκοκεντρικές/οί και αυτές/οί που δεν τις/τους αφορά το έθνος. Ο ε/κ αντι-ομοσπονδιακός λόγος σήμερα χρησιμοποιεί “αριστερά” επιχειρήματα ενάντια στον “κοινοτισμό” που δήθεν “θα διαχωρίζει” στο νέο ενωμένο κράτος, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αποκαλεί τη δικοινοτικότητα και τη διζωνικότητα ως “ρατσισμό”. Εμείς πιστεύουμε ότι ρατσισμός είναι η υφιστάμενη κατάσταση της (ελληνο-)Κυπριακής Δημοκρατίας και της ΤΔΒΚ(2) . Η δήθεν αεθνική μορφή του ενιαίου κράτους είναι βαθύτατα εθνική και βασίζεται στην τωρινή δημογραφική ισχύ της ε/κ κοινότητας. Η αποπολιτικοποίηση της εθνότητας δε θα έρθει με διατάγματα (και μάλιστα εθνικά των ε/κ) και σίγουρα δεν μπορεί να προκύψει μέσα από τις υφιστάμενες συνθήκες της πολιτικής και στρατιωτικής σύγκρουσης. Ενδεχόμενη κατάργηση του δικοινοτισμού και της διζωνικότητας σε ένα σχέδιο λύσης θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην περιθωριοποίηση του τ/κ πληθυσμού σπρώχνοντας τον είτε στον αποκλεισμό είτε στην αφομοίωση. Έτσι, η δήθεν προοδευτική θέση της απολιτικοποίησης της ιστορικά κατασκευασμένης εθνότητας, κρύβει πίσω της συγκεκριμένες και βαθύτατα εθνο-πολιτικές προεκτάσεις. Ούτως ή άλλως με δεδομένη τη συντριπτική άρνηση ανάμεσα στην τ/κ κοινότητα της λογικής του ενιαίου κράτους (και ντε φάκτο πλειοψηφικά εθνοτικού, αν υιοθετηθεί η λογική “ένας άνθρωπος μια ψήφος”) είναι αδύνατο να υπάρξει συμφωνία ειρήνευσης. Η παρεμπόδιση της λύσης και η διαιώνιση της σύγκρουσης είναι σε τελική ανάλυση η βάση στην οποία συναντιούνται και οι δυο ρητορικές του ε/κ αντι-ομοσπονδιακού στρατοπέδου – η ελληνοκεντρική (με σημείο αναφοράς τον Ελληνισμό, στον οποίο υποτίθεται ότι υπάγεται η Κύπρος) και η ελληνοκυπριωτική (με σημείο αναφοράς τη μονοπωλημένη από τους ε/κ Κυπριακή Δημοκρατία). Ο δήθεν αντικατοχικός τους λόγος (επειδή στην πράξη αντίσταση στην κατοχή μπορεί να γίνει μόνο από τους τ/κ )(3) όχι απλώς εξυπηρετεί αλλά και αναπαράγει το αποτέλεσμα της κατοχής – το διχοτομικό δηλαδή στάτους κβο.

3. Στα πλαίσια της προσπάθειας εφεύρεσης ενός άλλου “αριστερού” λόγου, η πιο ήπια (και με πιο πολλή υποκρισία) αντι-ομοσπονδιακή τάση, αυτή των θιασωτών και θιασωτριών της Κυπριακής Δημοκρατίας(4), αρθρώνει επιχειρήματα στη βάση των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Σε μια πρώτη ανάγνωση αυτός ο λόγος φαντάζει απλώς ιδεαλιστικός και φορμαλιστικός και σε διάσταση με την πολιτική πραγματικότητα. Μια πιο προσεκτική ανάλυση όμως του περιεχομένου αυτής της συλλογιστικής αναδεικνύει σαφέστατα τον αστικό και συντηρητικό χαρακτήρα της, που είναι και ιστορικά ξεπερασμένος και στην προκειμένη περίπτωση εθνικιστικά προσανατολισμένος.
α) Η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως πολιτικό πλαίσιο, αν και αντλεί την έμπνευσή της από τις επαναστάσεις της νεωτερικότητας, μετατράπηκε τη δεκαετία του 1940 ως ένα είδος αστικής – φιλελεύθερης ιδεολογικής απάντησης στο όραμα του προλεταριακού σοσιαλισμού. Για τα δεδομένα της εποχής της, ιδιαίτερα μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (και ενόσω ο προλεταριακός σοσιαλισμός βρισκόταν στη σκιά της σταλινικής στρέβλωσης), υπήρξε προοδευτική καθώς αναγνώρισε μια σειρά από οικουμενικές ανθρώπινες ανάγκες, ενώ υπήρξε καθοριστική για την παγκόσμια καθιέρωση της έννοιας “ πολίτης ” καταργώντας την έννοια “ υπήκοος” των αυτοκρατοριών. Όμως η εστίαση στο άτομο και η έμμεση αποδοχή του πολιτικού πλαισίου του αστικού έθνους – κράτους έθεταν από την αρχή όρια στο ριζοσπαστισμό αυτής της οπτικής. Όρια που έγιναν εμφανή στους αγώνες των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του 1960 και 1970, όταν επανεμφανίστηκαν τα προτάγματα της πολιτιστικής και πολιτικής αυτονομίας των κοινοτήτων εντός και πέραν από το έθνος-κράτος, στη μετα-αποικιακή πια εποχή. Το φεμινιστικό και το αντι-ρατσιστικό κίνημα έθεσαν ζήτημα προστασίας των συλλογικών δικαιωμάτων των “μειοψηφικών” και καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, η νεολαία διεκδίκησε την απελευθέρωση από τη σεξουαλική καταπίεση και το σεβασμό προς το διαφορετικό, οι αυτόχθονες κοινότητες και το οικολογικό κίνημα διεκδίκησαν αυτονομία, το σεβασμό προς τη φύση και την προστασία του περιβάλλοντος – ως όρια στις θέσεις “πλειοψηφιών” που εξέφραζαν εσωτερικευμένες μορφές εξουσίας και τάσεις επιβολής. Στις σημερινές συνθήκες σαφέστατα η έννοια των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ του 1948, δεν επαρκεί για να εμπνεύσει ένα κίνημα ριζοσπαστικής αμφισβήτησης(5) . Η αντίληψη αυτή είναι και ιστορικά ξεπερασμένη και πολιτικά ασαφής καθώς αδυνατεί να εκφράσει την πολλαπλότητα των δικαιωμάτων, ατομικών και συλλογικών/κοινοτικών, να αναγνωρίσει την πραγματικότητα της πολυπολιτισμικότητας όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα από την επέκταση των μεταναστευτικών ρευμάτων, να εμποδίσει την τυραννία της πλειοψηφίας ή/και της ηγεμονεύουσας κοινωνικής ομάδας, να σεβαστεί το διαφορετικό και ταυτόχρονα να υπερασπιστεί τα κεκτημένα των κοινωνικών αγώνων.
β) Στην κυπριακή περίπτωση, και ειδικότερα στην ε/κ πλευρά (αφού οι τ/κ αντι-ομοσπονδιακοί/ες είναι τουλάχιστον ειλικρινείς και λένε ανοιχτά ότι θέλουν το διαχωρισμό και τη διχοτόμηση), η αντι-ομοσπονδιακή ρητορική απολυτοποιεί και ιεροποιεί δυο συγκεκριμένα δικαιώματα τα οποία θεωρεί ανώτερα από άλλα. Τα δυο αυτά δικαιώματα “της ιδιοκτησίας” και “της επιστροφής/εγκατάστασης” σύμφωνα με τους/τις ε/κ αντι-ομοσπονδιακούς/ες δεν μπορούν να σχετικοποιηθούν με αποζημιώσεις/ανταλλαγές ή ποσοστώσεις. Βασικός και άμεσος στόχος αυτών των ιδεολογημάτων είναι η καθυστέρηση της λύσης και η συντήρηση του διαχωρισμού. Εξετάζοντας όμως τις προεκτάσεις αυτών των ιδεολογημάτων, εύκολα μπορεί κάποιος να δει ότι πίσω από τη λεκτική προσπάθεια “προοδευτισμού” κρύβεται μια ξεκάθαρη εθνοτική λογική – στόχος είναι η εκ νέου δημιουργία ε/κ πλειοψηφίας σε πληθυσμό και ιδιοκτησία γης και στο βόρειο μέρος και η αναίρεση της εδαφικής αυτονομίας (και αισθήματος ασφάλειας) της τ/κ κοινότητας όπως κατοχυρώνεται μέσα από τη διζωνικότητα. Για αυτό εξάλλου οι θιασώτες και θιασώτριες των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” προσθέτουν μετά “των νομίμων κατοίκων της Κύπρου” εξαιρώντας δηλαδή όλους τους μακροχρόνιους μετανάστες από την Τουρκία και τους απογόνους τους, καθώς επίσης και τις/τους τ/κ που δεν έχουν πολιτογραφηθεί στην Κ.Δ. Το δικαίωμα της στέγασης αλλά και της ένταξης των μακρόχρονα διαμένοντων μεταναστριών και μεταναστών (τόσο από την Τουρκία όσο και από αλλού) και γεννηθέντων στο νησί δεν υπάρχει για τους ε/κ αντι-ομοσπονδιακούς/ες(6) . Είναι αστείο όταν υποτιθέμενοι “αριστεροί/ες” μιλούν για την “ιερότητα” της ιδιοκτησίας τη στιγμή που το ίδιο το αστικό κράτος που βασίζεται στην ιδιοκτησία ενίοτε αποδέχεται τη σχετικοποίηση αυτού του δικαιώματος χάριν του δημόσιου οφέλους – της ειρήνης, της προστασίας αδύνατων ομάδων, της δημιουργίας υποδομών, ακόμα και της αναδιανομής του πλούτου. Ο αντι-ομοσπονδιακός λόγος, πίσω από την επιφάνεια της δήθεν υπεράσπισης των συμφερόντων των (ε/κ) προσφύγων, αφορά και εκφράζει και μεγάλα συμφέροντα της (ε/κ) ιδιωτικής και εκκλησιαστικής μεγαλο-ιδιοκτησίας.

4. Η επίλυση του Κυπριακού δεν είναι απλώς μια πολιτική πράξη της ελίτ που θα κωδικοποιηθεί σε μια συμφωνία – σύνταγμα. Είναι μια ολική κοινωνική διαδικασία, ένα ιστορικό πέρασμα σε μια άλλη εποχή. Η επανένωση της χώρας συνιστά απελευθέρωση της πολιτικής από την εθνικιστική ηγεμονία και το μιλιταρισμό (που αποτελεί και βασικό στήριγμα της πατριαρχίας) και καταργεί την εθνική λογοκρισία και την ιστορική αλλοτρίωση. Δεν έχουμε βέβαια καμιά ψευδαίσθηση ότι η επανένωση θα επιλύσει τα κοινωνικά ζητήματα ή ότι θα φέρει μαζί της αυτόματα έναν ελευθεριακό πολιτισμό. Η κοινωνική απελευθέρωση και ο κομμουνισμός ήταν, είναι και θα είναι ζήτημα τοπικού και παγκόσμιου αγώνα. Εκείνο που θα αλλάξει με τη λύση-επανένωση είναι το πλαίσιο και οι συνθήκες αυτού του αγώνα στην Κύπρο. Χωρίς το κυπριακό πρόβλημα είναι εφικτή μια πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα θέσει την παιδεία σε άλλες βάσεις, καθιστώντας την πιο δημοκρατική και κοσμική και χωρίς εθνοτικά στερεότυπα και μισαλλόδοξα ιδανικά (που παράγουν στρατιωτάκια και για τα δυο κρατικά μορφώματα), κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την πορεία προς το ελευθεριακό σχολείο. Θα μπορέσουμε να αμφισβητήσουμε με αξιώσεις την πολιτική και οικονομική εξουσία της Εκκλησίας. Η κατάργηση της στρατιωτικής θητείας θα τερματίσει άλλον ένα παραλογισμό και τη σπατάλη χρόνου και ενέργειας για τους νέους. Η αποστρατικοποίηση θα σπρώξει τον εφιάλτη του πολέμου μακριά ενώ η πολιτική συνεργασία των δυο κοινοτήτων στα πλαίσια της επανένωσης θα μπορέσει να θέσει για πρώτη φορά και με αξιώσεις και το αίτημα για την κατάργηση των Βρετανικών Βάσεων. Στο επίπεδο της κοινωνίας, η επανένωση της εργατικής τάξης (που διαχωρίστηκε ιστορικά σε εθνοτική βάση πολύ αργότερα από την αστική τάξη) θα δημιουργήσει προϋποθέσεις για ένα εργατικό μέτωπο ενάντια στο κεφάλαιο σε ολόκληρη της κυπριακή επικράτεια ενώ η δικοινοτική συνεργασία των κυπρίων εργαζομένων θα καλλιεργήσει και την κουλτούρα της πολυπολιτισμικής ανοχής και συνεργασίας και με μετανάστριες και μετανάστες που εργάζονται στο νησί.

5. Το κίνημα της επαναπροσέγγισης όπως αυτό άρχισε να μαζικοποιείται και να διαχέεται τη δεκαετία του 1990 και ειδικότερα μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 συνιστά σημαντική πρόοδο για την κυπριακή κοινωνία. Σε αυτό το δικοινοτικό κίνημα μετέχουμε ενεργά καθώς θεωρούμε ότι εκφράζει σήμερα μια ευρύτερη κοινωνική δυναμική για την ειρήνη, κόντρα στους δυο εθνικισμούς και οικοδομεί ένα αντι-ηγεμονικό ιστορικό πόλο. Διατηρούμε φυσικά τις διαφορές μας τόσο με φιλελεύθερους/ες όσο και με αριστερούς/ες συμμάχους στον αγώνα για την επανένωση. Επειδή όμως για μας η επίλυση του κυπριακού δεν συνιστά ένα τέλος, αλλά μια αρχή, δεν εστιάζουμε στη δομή του νέου κράτους αλλά στη δυναμική της ιστορικής μετάβασης. Εμάς μας ενδιαφέρουν οι εν δυνάμει κινηματικές προοπτικές της συγκυρίας και η κατάσταση της ρήξης με το υπάρχον. Για αυτό εκείνη τη νύχτα μετά τα επιτυχημένα δημοψηφίσματα εμείς δεν θα πάμε στα δυο προεδρικά για να γιορτάσουμε την λύση με πυροτεχνήματα – θα τρέξουμε στα οδοφράγματα για να ξηλώσουμε κομμάτι κομμάτι τα συρματοπλέγματα της πράσινης γραμμής.


Φάλιες, ελευθεριακό δίκτυο στην πόλη
Λευκωσία, Σεπτέμβρης 2010
___________________________________________________________
Σημειώσεις
(1). Ανάλογες θέσεις είχαν εκφραστεί και πιο πριν, τη δεκαετία του 1980, αλλά ήταν στην συγκυρία του 1993 που το ζήτημα και της μορφής της λύσης τέθηκε τόσο ξεκάθαρα.
(2). Η ρατσιστική στάση της Κυπριακής Δημοκρατίας (που υποτίθεται είναι δικοινοτικό, συνεταιρικό κράτος) απέναντι στους τ/κ πολίτες της σήμερα δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια προοπτική ισότιμης ενσωμάτωσης της τ/κ κοινότητας σε ένα ενιαίο και πλειοψηφικά ελληνοκυπριακό πολιτικό σύστημα χωρίς συνταγματικά κατοχυρωμένες ασφαλιστικές δικλείδες για την αριθμητικά μικρότερη τ/κ κοινότητα. Από την άλλη η αποσχιστική οντότητα της ΤΔΒΚ χαρακτηρίζεται από λιγότερη υποκρισία. Είναι ρατσιστική όχι απλώς στην πράξη αλλά και στη θεωρία.
(3). Την κατοχή την υφίστανται ουσιαστικά οι τ/κ, οι οποίοι ζουν στο έντονα στρατοκρατούμενο καθεστώς της ΤΔΒΚ βιώνοντας παράλληλα και τον αποκλεισμό τους (παρά τα κάποια παρεμφερή ωφελήματα τους) από την Κυπριακή Δημοκρατία ενώ τη νομιμοποιούν και την αναπαράγουν οι δυο εθνικισμοί. Οπόταν μόνο αν οι τ/κ αρνηθούν τη χρησιμότητά της μπορεί να ανατραπεί και αυτό προϋποθέτει την ήττα και των δυο εθνικισμών. Η εναντίωση στην κατοχή από ε/κ πλευράς (ιδίως με την αντι-τουρκική ρητορική που εκ των πραγμάτων την συνοδεύει) φέρνει το αντίθετο αποτέλεσμα – ενισχύει τον τ/κ εθνικισμό και εντείνει την εθνοτική σύγκρουση ενδυναμώνοντας σε τελική ανάλυση και την κατοχή και το παράγωγό της – τη διαίρεση.
(4). Αυτή η μετάλλαξη του ε/κ εθνικισμού έχει τις ρίζες της στον ενταφιασμό της ένωσης το 1974, αλλά αναπτύχθηκε ουσιαστικά αυτήν τη δεκαετία και ειδικά μετά το 2004, όταν οι εθνικόφρονες αγάπησαν ξαφνικά την Κυπριακή Δημοκρατία και υψώνουν ακόμα και τη σημαία της.
(5). Η κεντρική συμβολή αυτής της οπτικής – η ατομική ψήφος αποτέλεσε σαφώς πρόοδο σε σχέση με την εποχή της κυριαρχίας των προυχόντων, αλλά η απλή ψήφος δεν μπορεί ούτε να απελευθερώσει, ούτε να χρησιμοποιηθεί σαν άμυνα ενάντια σε εθνικιστικές, ρατσιστικές, σεξιστικές κλπ αντιλήψεις που μπορεί εύκολα να κερδίσουν συγκυριακές εκλογικές νίκες ή πλειοψηφίες.
(6). Αναγνωρίζουμε όμως ταυτόχρονα ότι λόγω του μικρού μεγέθους της τ/κ κοινότητας και για να παρεμποδιστεί περαιτέρω δημογραφική αλλοίωση στο βορρά χρειάζεται να τεθούν (τουλάχιστον για το άμεσο μέλλον) κάποιοι περιορισμοί και στην μελλοντική μετανάστευση από την Τουρκία και στην πολιτογράφηση των Τούρκων μόνιμων κατοίκων Κύπρου στο τ/κ κρατίδιο έτσι ώστε να διαφυλαχτεί η πολιτική και πολιτιστική αυτονομία της τ/κ κοινότητας.

Wednesday, September 22, 2010

Η Ενδεκάτη Εντολή



Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
Πρώτη εκτέλεση: Νάνα Μούσχουρη

Sunday, September 19, 2010

Είναι θέμα φαντασίας...

άμαν έφτασεν τζιαι ο Πολίτης να γράφει για την κατάληψη της νεκρής ζώνης, μάλλον πρέπει να εκόντεψεν η ώρα της...


Ας την κόψουμε στα τρία


Την ιδέα την έριξε ο φίλος Χαράλαμπος καθώς απομακρυνόμασταν από το χώρο της δικοινοτικής εκδήλωσης της 1ης Σεπτεμβρίου. Είχαμε ξεκινήσει να αποτιμούμε τη σημασία τέτοιων εκδηλώσεων και να διατυπώνουμε εικασίες για το μέλλον του Κυπριακού. Θα τα βρουν άραγε, μπορεί να υπάρξει κάποια ρύθμιση που να θυμίζει λύση, υπάρχει κόσμος που να στηρίξει την όποια συμφωνία;
Και είπε τότε ο φίλος: "γιατί δεν αρχίζουμε να προωθούμε τη λύση της τριχοτόμησης;". Είχαμε μόλις περάσει έξω από το Λήδρα Πάλας και μου φάνηκε πως η πρόταση αφορούσε τη μονιμοποίηση της εγκατάστασης των ειρηνευτών στη νεκρή ζώνη. Στη δυσφορία μου ήρθε η διευκρίνιση. "Εμείς θα καταλάβουμε τη νεκρή ζώνη, όσοι πιστέψαμε ότι μπορούμε να έχουμε λύση, και από τις δύο κοινότητες. Δικαιούμαστε και τον τίτλο της Κυπριακής Δημοκρατίας, και την αυτόματη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και το φυσικό έδαφος για να υλοποιήσουμε ό,τι θεωρούμε μέλλον αυτού του τόπου." Γελάσαμε κι αποχαιρετιστήκαμε στην Πύλη Πάφου...
Τρεις βδομάδες τώρα η παράτολμη πρόταση μου φαίνεται όλο και πιο δελεαστική. Άνθρωποι μετριοπαθείς και γεμάτοι διάθεση για το αύριο μέσα στον παράδεισο της εγκατάλειψης! Άτομα με οικολογικές και ανθρώπινες ευαισθησίες να ξαναβρίσκουμε τα χνάρια του τόπου, ανάμεσα στη χλωρίδα και την πανίδα που ανακατέλαβαν μια ζώνη από τη μία άκρη του νησιού μέχρι την άλλη. Θα διακινούμαστε πιο εύκολα, θα μιλάμε όποια γλώσσα μας βολεύει για να συνεννοηθούμε για τα απαραίτητα, θα ξαναβρούμε την ηρεμία μας μακριά από τον πολιτισμό που "αναπτύσσεται" και από τις δύο μεριές ροκανίζοντας αλύπητα χωράφια, ακτές, ραχούλες και δέντρα! Εντάξει, θα μας αναλογεί λιγότερη θάλασσα, αλλά θα έχουμε τουλάχιστον την ησυχία μας. Πληθυσμιακά θα είμαστε περίπου ισάριθμοι, ελληνόφωνοι και τουρκόφωνοι της Κύπρου, δεδομένων των ποσοστών που καταγράψαμε δηλώνοντας τη διάθεσή μας για λύση και με δεδομένες τις πληθυσμιακές αναλογίες. Θα βρούμε τη γλώσσα, θα βρούμε τη μουσική, θα βρούμε τους τρόπους μέσα από τα κοινά βιώματα και το κοινό μας όραμα. Μην φανταστείτε καμιά κοινότητα των Άμις, θα απολαμβάνουμε ό,τι χρειαζόμαστε από τον πολιτισμό και θα διακινούμαστε ελεύθερα σε όποια από τις τρεις ζώνες θέλουμε για να δουλέψουμε, να δούμε φίλους, να εξυπηρετήσουμε τις ανάγκες μας. Ίσως με τον καιρό η μειοψηφία της νεκρής ζώνης αρχίσει να κερδίζει έδαφος και να διευρύνεται εδαφικά, μέχρι να καταλάβει ό,τι από την Κύπρο του αύριο της αναλογεί.
Κι αν αποπειραθείτε να μας αποθαρρύνετε λέγοντάς μας ότι θα γίνουμε σάκος του μποξ μεταξύ των ακραίων, να σας θυμίσω πως ούτως ή άλλως η ζωή μας δεν ήταν και πολύ εύκολη σε έναν τόπο που με συλλογικές και δημοκρατικές διαδικασίες αποφάσισε να κλοτσήσει το αύριο. Μόνο να γίνει αποναρκοθέτηση!


της Κατερίνας Στεφάνου

Κωδικός άρθρου: 970017

ΠΟΛΙΤΗΣ - 19/09/2010, Σελίδα: 2

Monday, September 13, 2010

Κάπου στην Ανδαλουσία

communismo libertario εφωνάζαν την δεκαετία του 1930 οι εργάτες γης της Ισπανίας. στην Ανδαλουσία η ταξική σύγκρουση ήταν πιο βαθκειά τζιαι πιο βίαιη.
στην επανάσταση εστήσαν 1100 με 1600 αγροτικές κολλεκτίβες πριν να τες ξεριζώσει ούλλες ο Φρανκικός φασισμός όταν επικράτησεν οριστικά το 1939.

κάποιες ρίζες όμως φαίνεται πρέπει να εν πολλά δυνατές...

ακολουθεί αναδημοσίευση που τα Νέα τζιαι βίντεο ντοκυμαντέρ που το Mega (Ελλάδας)

Χωρίς παπά και χωροφύλακα

Η Μαριναλέντα, µια κοινότητα 2.645 κατοίκων στην Ανδαλουσία, δεν έχει ανεργία, δεν έχει αστυνοµικούς και τα σπίτια της νοικιάζονται µε 15 ευρώ τον µήνα. Ο δήµαρχός της, ο κοµµουνιστής Χουάν Μανουέλ Σάντσες Γκορντίγιο, επανεκλέγεται εδώ και 31 χρόνια.
Εδώ και πολλά χρόνια, την εβδοµάδα που οι άλλες πόλεις στην Ισπανία γιορτάζουν το Πάσχα, στη Μαριναλέντα γιορτάζουν την ειρήνη. «Ο δήµαρχός τους είναι τρελός», λένε στο γειτονικό χωριό. «Ενώ εµείς οι άλ λοι Ισπανοί κάνουµε θρησκευτικές λιτανείες, εκείνοι κάνουν επί 5 µέρες πάρτι». Πολλοί νέοι από τη Σεβίλλη, τη Γρανάδα, τη Μαδρίτη, πηγαίνουν για να γιορτάσουν µε τους χωρικούς της Μαριναλέντας.

Οταν εξελέγη για πρώτη φορά, το 1979, ο Γκορντίγιο ήταν ο νεώτερος δήµαρχος στην Ισπανία. Το 1986, έπειτα από 12 χρόνια αγώ νων και καταλήψεων κυρίως από τις γυναίκες του χωριού, η Μαριναλέντα κατάφερε να πά ρει από ένα γαιοκτήµονα 12.000 στρέµµατα γης και να δηµιουργήσει έναν αγροτικό συ νεταιρισµό από τον οποίο ζει σήµερα σχεδόν όλο το χωριό. «Η γη δεν ανήκει σε κανέναν, η γη δεν αγοράζεται, η γη ανήκει σε όλους!», λέει ο δήµαρχος.

Στον συνεταιρισµό Εl Ηumoso οι συνεταίροι εργάζονται 6½ ώρες την ηµέρα, από τη Δευτέρα ώς το Σάββατο, δηλαδή 39 ώρες την εβδοµάδα. Ολοι έχουν τον ίδιο µισθό, ανεξάρτητα από τη δουλειά που κάνουν. Οι συγκοµιδές (ελαιόλαδο, αγκινάρες, πιπεριές κ.λπ.) συσκευάζονται στο µικρό εργοστάσιο Ηumar Μarinaleda που βρίσκεται στη µέση του χωριού και στο οποίο εργάζονται, σε πολύ χαλαρή ατµόσφαιρα, περίπου 60 γυναίκες και 4-5 άνδρες. Τα προϊό ντα πωλούνται κυρίως στην Ισπανία. Τα έσο δα του συνεταιρισµού δεν µοιράζονται, αλλά επενδύονται και πάλι στον συνεταιρισµό για να δηµιουργηθούν δουλειές. Γι’ αυτό στο χω ριό δεν υπάρχουν άνεργοι. Οµως ακόµη και σε εποχές που δεν υπάρχουν αρκετές γεωργικές δουλειές για όλους, οι µισθοί καταβάλλονται.

Στη Μαριναλέντα, η στέγαση, η εργασία, ο πολιτισµός, η εκπαίδευση και η υγεία θεωρού νται δικαίωµα. Μια θέση στον παιδικό σταθµό µε όλα τα γεύµατα κοστίζει 12 ευρώ τον µήνα. Από την άλλη, «εδώ δεν έχουµε χωροφύ λακες, θα ήταν µια άχρηστη σπατάλη», λέει ο δήµαρχος. «Δεν έχουµε ούτε παπά - δόξα τω Θεώ!», προσθέτει γελώντας. Πάντως η ελευθερία της λατρείας είναι εγγυηµένη και το Πάσχα έγινε µια µικρή θρησκευτική λιτανεία, η οποία πέρασε διακριτικά από τους δρόµους του χω ριού, χωρίς θεατές και αποφεύγοντας την πλατεία όπου γινόταν η γιορτή.

«Εφαρµόζουµε µια συµµετοχική δηµοκρατία, αποφασίζουµε για όλα, από τους φόρους ώς τις δηµόσιες δαπάνες, σε µεγάλες συνελεύσεις. Πολλά κεφάλια δίνουν πολλές ιδέες», λέει ο Γκορντίγιο. «Ξέρουµε πως οι άνθρωποι µπορούµε να δουλεύουµε και για άλλες αξίες, όχι αποκλειστικά για το χρήµα».

http://www.tanea.gr/default.asp?pid=10&ct=13&artid=4570732


Saturday, September 11, 2010

11η Σεπτεμβρίου

Μιας τζιαι έσπασα την παράδοση μου να μεν ασχολούμαι με επαιτείους, άτε να πω αλλόνα για σήμερα...

Πολλοί θεωρούν την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 ως ιστορική στιγμή που σηματοδοτεί μιαν καμπή στην διαλεκτική μεταξύ γεωπολιτικής κυριαρχίας τζιαι αντίστασης. Οι συντηρητικοί βλέπουν την επιβεβαίωσης της θέσης περί σύγκρουσης των πολιτισμών, οι φιλελεύθεροι το αδιέξοδο της αντι-ιμπεριαλιστικής θέσης, οι ριζοσπάστες την αιμοβόρα στρέβλωση της αντίστασης στην θεαματική υπαγωγή.
Ο τρόμος όμως, τζιαι η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τζιαι ελευθεριών όταν η αστική τάξη πραγμάτων φτάνει στα όρια της εν μιαν άλλην 11η Σεπτεμβρίου που μας εφανερώθηκεν πρώτα...το 1973, τότε που εδιαψεύσθηκεν σπαραχτικά η ωραία τζιαι πασιφιστική χίμαιρα της δεκαετίας του 1960, ο “δημοκρατικός δρόμος” προς τον σοσιαλισμό.

Κάτι θα έξερεν ή κάτι θα πρέπει να έμαθεν ο θκιάολος ο Βλαδίμηρος μεταξύ του Φεβράρη τζιαι του Οκτώβρη του 1917 παρά τα υπόλοιπα που είπεν ή/τζιαι έκαμεν πριν αλλά τζιαι μετά...

Στίχοι, Βολφ Μπίρμαν
Μουσική, Θάνος Μικρούτσικος
Πρώτη εκτέλεση, Μαρία Δημητριάδη, 1975

Η Μπαλάντα του Οπερατέρ

“Στο Σαντιάγκο, στης σφαγής τα χρόνια, πέσαν πολλοί
και πού να βρεις ονόματα
Και με μια λέξη – να ποια είναι η Χιλή -
κάποιος που ταινία γυρίζει τη σκηνή του φόνου του
Αχ,
η δύναμη βγαίνει απ’ τις γροθιές
κι όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα -
από στόμια βγαίνει η δύναμη
κι όχι από τα στόματα
Σύντροφοι γνωστό αυτό -
ήταν, είναι, και μένει αληθινό.
Κι αυτή είναι η πικρή αλήθεια της Unidad Popular
Αυτό το φιλμ μάθημα ας μας γίνει.
Είδα τη δουλειά των στρατιωτών
το μακέλεμα
Είδα σκηνές που όλοι γνωρίζουν
- το λαό να τρέχει στο λιθόστρωτο
για να σωθεί
Και τα τουφέκια να σαρώνουνε τους δρόμους
και προλετάριους να ξαπλώνονται νεκροί
είδα τις σφαίρες να ξεσκίζουν τα παιδιά
και τις γυναίκες να ρίχνονται πάνω στους νεκρούς
Αχ, η δύναμη βγαίνει απ’ τις γροθιές
…κι όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα”

Thursday, September 9, 2010

Η διδασκαλία της ιστορίας στην ε/κ κοινότητα της Κύπρου

Παρέμβαση στο φόρουμ ιστορικών του ερευνητικού κέντρου POST στη νεκρή ζώνη, 15/7/2010,
μεταφράστηκε στα ελληνικά για δημοσίευση στο Καλέμι τεύχος 13, Σεπτέμβρης 2010

του Γρηγόρη Ιωάννου

Το 2003 είχα ολοκληρώσει τις σπουδές μου στη Διεθνή Ιστορία στο LSE στο Ηνωμένο Βασίλειο και επέστρεψα στην Κύπρο για να καταχωρήσω το πτυχίο μου στην ΚΔ και να κάνω αίτηση για να διδάξω ιστορία στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εκεί πληροφορήθηκα ότι αυτό δεν ήταν δυνατό και ότι θα έπρεπε να εξομοιώσω το πτυχίο μου από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου με αυτό που παραχωρεί το Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Τι εννοείτε; ρώτησα τη μεσήλικη δημόσια υπάλληλο.

Κοιτάξτε, μου είπε, πώς θα διδάξετε ιστορία όταν δεν ξέρετε την ελληνική γλώσσα;

Μα ξέρω ελληνικά, απάντησα, είναι η πρώτη μου γλώσσα.

Ναι, αλλά σπουδάσατε στην Αγγλία. Πρέπει να παρακολουθήσετε μαθήματα στα νέα και αρχαία ελληνικά και λατινικά στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.

Μα δεν κάνω αίτηση για να διδάξω ούτε νέα ούτε αρχαία ελληνικά ούτε λατινικά, απάντησα. Κάνω αίτηση για να διδάξω ιστορία, αυτό είναι το αντικείμενό μου.

Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, απάντησε. Πρέπει να γίνετε φιλόλογος. Τότε θα διδάσκετε όλα τα φιλολογικά μαθήματα.

Αρνήθηκα και προχώρησα σε μεταπτυχιακές και μετά διδακτορικές σπουδές στην Πολιτική Κοινωνιολογία και πάλι στο Η.Β.

Αφού εξήγησα ότι δεν είμαι - τυπικά ομιλούντες - ιστορικός, δεν έχω δηλαδή το δικαίωμα να διδάξω ιστορία, μπορώ να ξεκινήσω την παρουσίασή μου στην οποία θα αναφερθώ στις πολιτικές και κοινωνιολογικές συνέπειες του εθνοκεντρισμού στο ε/κ εκπαιδευτικό σύστημα γενικά και ειδικότερα στη διδασκαλία της ιστορίας, καθώς και στο συνεχιζόμενο αγώνα για την υπέρβασή του με στόχο τον εκσυγχρονισμό, την κοινωνική πρόοδο και την ειρήνη. Αυτή η παρουσίαση όπως ήδη μπορείτε να καταλάβετε δεν θα είναι απλώς ακαδημαϊκή, αλλά επίσης και πιο σημαντικά πολιτική και ακτιβιστική.

Α. Ο εθνοκεντρισμός στο επίκεντρο της διδασκαλίας της ιστορίας

Το γεγονός ότι η ιστορία δεν γίνεται αντιληπτή ως πλήρως αυτόνομη επιστήμη αλλά υπάγεται στις ελληνικές σπουδές/φιλολογία, συνιστά, κατά τη γνώμη μου, τη δομική βάση του εθνοκεντρισμού στο ε/κ εκπαιδευτικό σύστημα στην ολότητά του. Αυτό είναι ένα φαινόμενο του ελληνόφωνου κόσμου, καθώς στις περισσότερες χώρες οι σπουδές γλώσσας και λογοτεχνίας διαχωρίζονται πλήρως από τις σπουδές ιστορίας. Και παρότι οι συνέπειες αυτής της ενοποίησης δυο ξεχωριστών κλάδων/επιστημονικών πεδίων είναι πιο σοβαρές στη δημοτική και μέση εκπαίδευση, με την έννοια ότι το παρελθόν εξετάζεται και γίνεται κατανοητό μέσα από ένα εθνικό φακό, οι ρίζες του προβλήματος, για να είμαστε ειλικρινείς, βρίσκονται στην ελληνόφωνη ακαδημία. Παρά τις μικρές τους διαφορές, το Πανεπιστήμιο Κύπρου ακολουθεί το σύστημα των ελληνικών πανεπιστημίων και απαιτεί από τους προπτυχιακούς φοιτητές του να παίρνουν μια σειρά μαθημάτων στα νέα και αρχαία ελληνικά και λατινικά ως μέρος του προγράμματος σπουδών. Ταυτόχρονα απαιτεί από τους φοιτητές των Νέων και Αρχαίων Ελληνικών να παίρνουν μια σειρά μαθημάτων στην ιστορία ως μέρος του δικού τους προγράμματος σπουδών. Και στο τέλος της ημέρας τους θεωρεί όλους φιλολόγους. Παρότι γίνεται κάποιου είδους εξειδίκευση, αυτό δεν λαμβάνεται κατ' ανάγκη και συνήθως υπόψη αργότερα, όταν αυτοί οι φιλόλογοι προσλαμβάνονται για να διδάξουν Ελληνικά ή Ιστορία όχι σύμφωνα με την κατεύθυνση των σπουδών τους στο προπτυχιακό επίπεδο, αλλά με τις γενικότερες ανάγκες του ε/κ συστήματος μέσης εκπαίδευσης.

Όταν ήγειρα αυτό το ζήτημα σε ένα συνέδριο σχετικά με τη διαδικασία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης το 2008, πήρα από μια εκπαιδευτικό μέσης εκπαίδευσης την απάντηση ότι “οι φιλόλογοι είναι ιστορικοί και οι ιστορικοί είναι φιλόλογοι”, ενώ οι πολιτικοί ακαδημαϊκοί (αυτοί που εμπλέκονταν στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση) παρέμειναν σιωπηλοί. Φαίνεται ότι αυτή η ανάμειξη της ελληνικής λογοτεχνίας και της ιστορίας περνά πάνω κάτω ως ένα αυταπόδεικτο δεδομένο και ότι δεν έχει ποτέ αμφισβητηθεί σοβαρά, ούτε ακόμα και από εκείνο το σχετικά ριζοσπαστικό μανιφέστο για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 2004 που υιοθετήθηκε από την κυβέρνηση Παπαδόπουλου και που υποτίθεται βρίσκεται σε διαδικασία εφαρμογής από την σημερινή κυβέρνηση Χριστόφια. Γιατί επιμένω σε αυτό; Επειδή αυτή η υπαγωγή της ιστορίας στις ελληνικές σπουδές έχει οντολογικές, επιστημολογικές και πολιτικές συνέπειες. Αυτόματα τοποθετεί την ιδέα του ελληνικού κόσμου στο επίκεντρο του ιστορικού πεδίου, βλέποντας με άλλα λόγια ευρύτερες και παγκόσμιες και περιφερειακές ιστορικές εξελίξεις μόνο ή κυρίως σε σχέση με τον “Ελληνισμό”. Από επιστημολογικής πλευράς αυτό στενεύει το πεδίο της ιστορίας καθιστώντας το μονοθεματικό και μονοδιάστατο και πιο σημαντικά αγνοεί τις συγκεκριμένες μεθοδολογίες της επιστήμης της ιστορίας όπως οι πολλαπλές πηγές και η συστηματική ανάλυση, που περιορίζονται σε μερικά κλασικά κείμενα και τη λογοτεχνική τους συζήτηση. Τέλος, από πολιτικής πλευράς αυτό οδηγεί σε μια συνειδητή και ασυνείδητη σύγχυση μεταξύ των εθνικών μύθων και των ιστορικών δεδομένων και αναπαράγει την ανικανότητα να σκεφτεί κανείς πέραν των όρων της “Εθνικής Ιστορίας” - αυτής της ιδεολογίας κρατικής κατασκευής της Ευρώπης του 19ου αιώνα. Η υπαγωγή της ιστορίας στο πεδίο της εθνικής κουλτούρας προωθεί την ενσωμάτωση μυθικών στοιχείων στην ιστορική αφήγηση συχνά με ένα “αθώο”, σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο μέσα από τη λογοτεχνική αδεία και τις ευρηματικές γλωσσικές μορφές.

Περνώντας από τη διανοητική στην οντολογική βάση του εθνοκεντρισμού, συναντάμε την παλιά, ενός αιώνα και κάτι, πολιτική προϋπόθεση του ε/κ εθνικισμού – ότι η Κύπρος ήταν, είναι και θα πρέπει να παραμείνει ελληνική. Πολλοί ερευνητές έχουν αναλύσει το φαινόμενο του εθνικισμού γενικά και του ε/κ εθνικισμού συγκεκριμένα με πολλούς τρόπους και σχήματα. Αυτό που θέλω να επισημάνω εδώ είναι ότι η θέση του Μαυράτσα το 1998 ότι ο εθνικισμός στην ε/κ κοινότητα καθορίζει τις παραμέτρους της πολιτικής ορθοδοξίας και άρα η αποκάλυψη της εθνικιστικής ιδεολογίας συνιστά πράξη κοινωνικής κριτικής, συνεχίζει να υφίσταται και σήμερα. Με μια σύντομη εξέταση της ύλης και των εγχειριδίων της “ιστορίας” στα ε/κ σχολεία καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για “ιστορία της Ελλάδας” και δευτερευόντως για “ιστορία της Κύπρου” που έτσι και αλλιώς γίνεται αντιληπτή ως προέκταση της Ελλάδας. Η έκθεση του Παπαδάκη για το PRIO (2008) αναλύει και επεξηγεί το βασικό σχήμα που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στα ε/κ σχολεία και υποδεικνύει τις βασικές του πολιτικές προεκτάσεις – την ταύτιση δηλαδή των εννοιών του “Έλληνα” και του “Κύπριου” και άρα τον αποκλεισμό των Τ/κ από την κυπριακότητα, είτε μέσα από την άρνηση της εθνοτικής τους ταυτότητας (αντιμετωπίζονται ως Έλληνες που χρειάζονται να αφομοιωθούν) είτε μέσα από τη στερεοτυπική θεώρησή τους και τη δαιμονοποίηση τους ως εθνικά Άλλων, δηλαδή “Τούρκους”. Μερικοί από τους 20χρονους μου φοιτητές πέρσι νόμιζαν ότι οι Τ/κ ήταν Τούρκοι που ήρθαν στην Κύπρο μετά το 1974 και ότι θα πρέπει να επιστρέψουν στην Τουρκία. Ελπίζω βέβαια ότι αυτή η τωρινή λανθασμένη αντίληψη να μην αποκτήσει το καθεστώς ντε φάκτο πραγματικότητας τις επόμενες δεκαετίες. Βέβαια, η πολιτική πραγματικότητα και ο επίσημα διακηρυγμένος στόχος της εγκαθίδρυσης μιας διζωνικής δικοινοτικής δημοκρατίας βρίσκεται σε διάσταση με την ε/κ εθνικιστική ιδεολογία και οι προσπάθειες να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα από κατά τα άλλα πραγματιστές και μετριοπαθείς φιλελεύθερους πολιτικούς και διανοούμενους, οδηγούν στην αυθαιρεσία, τη σύγχυση και τις εξόφθαλμες αντιφάσεις.

Οι πολιτικές προεκτάσεις της συνεχιζόμενης ηγεμονίας του εθνικισμού στην ε/κ κοινότητα γενικά και ειδικά στη διδασκαλία της ιστορίας είναι τριών ειδών. Πρώτον, η στρατηγική της ελίτ για την κατασκευή και διατήρηση της “εθνικής ενότητας” εφαρμόζεται μέσα από την επίσημη εθνική ιστορική αφήγηση. Αυτή η διαδικασία συνίσταται στην εφεύρεση των παραδόσεων σύμφωνα με το γνωστό όρο του Χόπσμπαουμ και την κατασκευή των γεγονιδίων για να την στηρίξουν (το κρυφό σχολειό στην Τουρκοκρατία, η ύψωση του λάβαρου στην Αγία Λαύρα στις 25 Μαρτίου 1821, η απαίτηση της ένωσης στο καλωσόρισμα των Βρετανών το 1878). Αυτή βέβαια είναι μια διαδικασία διαστρέβλωσης των ιστορικών εξελίξεων και η συστηματική επανάληψη της, ειδικά στη δημοτική εκπαίδευση, ενσταλάζει τις εφευρημένες παραδόσεις στη συνείδηση των παιδιών και χρειάζονται χρόνια μελέτης και αμφισβήτησης σε πανεπιστημιακό επίπεδο να γίνουν αντιληπτές για αυτό που πραγματικά είναι. Δεύτερον, οι Τ/κ γίνονται αντιληπτοί ως μειονότητα με πιο αδύνατα ιστορικά και πολιτικά δικαιώματα για το παρόν και το μέλλον της Κύπρου σε σχέση με τους Ε/κ, οι οποίοι καθίστανται έτσι απρόθυμοι να στηρίξουν ή να αποδεχτούν καν μια συμφωνία διαμοιρασμού εξουσίας σε ένα μελλοντικό ομοσπονδιακό πλαίσιο. Τρίτον, οι Ε/κ μαθητές αδυνατούν να σκεφτούν έξω από το εθνικό πλαίσιο με αποτέλεσμα να μειώνεται η δυνατότητά τους για κριτική σκέψη, πολυπρισματικότητα, πολυδιάστατη ανάλυση και ιστορικό διάλογο.

Β. Η προσπάθεια για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μακριά από τον εθνοκεντρισμό 2004-2010

Η τ/κ εξέγερση του 2002, το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 και η ένταξη στην Ε.Ε. είχε δημιουργήσει καινούργια δεδομένα επί του εδάφους και έθεσε ξανά πιο έντονα το διακύβευμα της σύγκρουσης σε σχέση με την ιστορία της Κύπρου. Καθώς η προοπτική ενός καινούργιου μέλλοντος διάνοιξε, υπήρξε νέα ώθηση να ξανασκεφτούμε το παρελθόν μας και να επαναπροσδιορίσουμε την εκπαιδευτική διαδικασία στην ολότητά της προς την κατεύθυνση του μέλλοντος. Σε αυτό το πλαίσιο η επιτροπή των 7 ακαδημαϊκών συνέγραψε το μανιφέστο της για μια ολοκληρωμένη και δομική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος. Το πιο ριζοσπαστικό στοιχείο εκείνου του κειμένου ήταν η επίθεση στον εθνοκεντρισμό που γινόταν αντιληπτός ως κυρίαρχος, πολιτιστικά μονολιθικός και ως περιοριστικός του πολιτικού και ιδεολογικού πλαισίου της κυπριακής εκπαίδευσης. Προσέγγιζε την Κύπρο ως αυτόνομη και ευρωπαϊκή και προωθούσε την ιδέα να ληφθούν σοβαρά υπόψη οι πραγματικότητες του δικοινοτισμού και της πολυπολιτισμικότητας ενσωματώνοντάς τες στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η σημασία εκείνης της πρότασης έγκειται όχι τόσο στην πραγματική της επιρροή στη διαδικασία που ακολούθησε, αλλά κυρίως στο ότι διεύρυνε τα αποδεκτά όρια του δημόσιου διαλόγου για την εκπαίδευση γενικά και τη διδασκαλία της ιστορίας πιο συγκεκριμένα. Αυτό που πριν ήταν λογοκρινόμενο ως μη πατριωτικό και προδοτικό, έβγαινε τώρα από το στόμα ειδικών που διορίστηκαν να συμβουλεύσουν το κράτος.

Η αλλαγή των τ/κ εγχειριδίων ιστορίας το 2004, που χαιρετίστηκε από τους προοδευτικούς στο νότο, μας όπλισε με ένα επιπρόσθετο επιχείρημα για την ανάγκη να ανταποδώσουμε στο πλαίσιο της εν εξελίξει διαδικασίας επανένωσης. Παρόλα αυτά το γενικότερο κλίμα στη διάρκεια της προεδρίας Παπαδόπουλου και ειδικότερα ο θάνατος του μεταρρυθμιστή Υπουργού Παιδείας Πεύκιου Γεωργιάδη, ήταν τέτοιο που δεν επέτρεπε πολλή ελπίδα για τέτοια φιλόδοξη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Μόνο το 2008, μετά την εκλογή Χριστόφια άνοιξε ξανά η προοπτική υλοποίησης των εισηγούμενων αλλαγών. Ο νέος Υπουργός Αντρέας Δημητρίου φάνηκε έτοιμος να προχωρήσει και μίλησε με μια καινούργια γλώσσα στις αρχικές του εγκυκλίους. Μίλησε με αρνητικά λόγια για τις εθνικιστικές ε/κ και τ/κ παραστρατιωτικές ομάδες της περιόδου 1963-1974, αμφισβήτησε την αναγκαιότητα των στρατικοποιημένων σχολικών παρελάσεων, είπε ότι τα μοντέλα μας και οι ήρωες μας δεν πρέπει να είναι μόνο οι νεκροί έφηβοι και μίλησε για την αναγκαιότητα εκδημοκρατισμού του σχολείου μας. Κήρυξε το ακαδημαϊκό έτος 2008-2009, έτος “καλλιέργειας κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης” και άφησε ανοιχτή την προοπτική επαφών μεταξύ Ε/κ και Τ/κ μαθητών. Αλλά η εθνικιστική υστερία που ακολούθησε τα τελευταία δυο χρόνια, με μπροστάρη τον Αρχιεπίσκοπο, τις ηγεσίες της ΠΟΕΔ και της ΟΕΛΜΕΚ καθώς και πολιτικούς από όλα τα κόμματα εκτός του ΑΚΕΛ, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια να γίνουν επιτρεπτές, ή έστω ανεκτές, σημαντικές αλλαγές (βλέπε π.χ. “Εκπαιδευτική Αλλαγή” και “Καλέμι”, 2009).

Η επίθεση ενάντια στις προσπάθειες για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση επικεντρώθηκε γενικά στο μάθημα της ιστορίας. Το ΑΚΕΛ κατηγορήθηκε ότι προσπαθεί να “ εργαλειοποιήσει την ιστορία” και να “ιδεολογικοποιήσει τη διδασκαλία της”. Έτσι ουσιαστικά το συντηρητικό εθνικιστικό στρατόπεδο χρησιμοποίησε τη φιλελεύθερη ρητορική της “ουδέτερης εκπαίδευσης” προβάλλοντας την άποψη ότι μέχρι τώρα δεν υπήρχε ιδεολογία στο εκπαιδευτικό σύστημα και ότι το ΑΚΕΛ προσπαθούσε τώρα να επιβάλει τη δική του. Ακόμα και στο τελευταίο βιβλίο του Περσιάνη (2010) σχετικά με την εκπαιδευτική πολιτική στην Κύπρο, το οποίο κατά τα άλλα αναγνωρίζει την άρρηκτη σχέση μεταξύ πολιτικής και εκπαίδευσης, σε κάποιο σημείο (σ. 113) ασκεί κριτική στην προσπάθεια για εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ως υποκινούμενη από πολιτικά και όχι εκπαιδευτικά κίνητρα. Αυτή η ρητορική αρθρώθηκε από την οπτική του συστήματος, από μια οπτική του παρόντος ηγεμονικού κοινωνικο – οικονομικού στρατοπέδου, που αντιλαμβάνεται τη δική του ιδεολογία ως την πραγματικότητα, τη δική του άποψη ως μη πολιτική αλλά ως το πλαίσιο της θεμιτής πολιτικής. Βέβαια θα ήταν αχρείαστο να πω ότι για να κατασκευάσει κανείς αυτή τη μία “αντικειμενική αλήθεια”, τη βάση δηλαδή της επίσημης ιστορίας, θα πρέπει να λογοκριθούν άλλες, εναλλακτικές φωνές, θέματα και φαινόμενα, όπως σημειώνει ο Παναγιώτου (2009): η πολιτική κουλτούρα της κατώτερης τάξης και η ταξική πάλη είναι δύο τέτοια παραδείγματα.

Η απάντηση του ΑΚΕΛ ήταν ήπια, με την έννοια ότι απέφυγε τη μετωπική σύγκρουση με τις εθνικιστικές δυνάμεις και προσπάθησε να μετριάσει τη στάση του με στόχο να πετύχει μια κάποιου είδους συναίνεση. Αυτό αποδείχθηκε πλήρως ανέφικτο, αφού οι συντηρητικοί εθνικιστές έμειναν αμετακίνητοι στις θέσεις τους (οι συντεχνίες των εκπαιδευτικών απείχαν επίσημα από τις επιτροπές και τα πολιτικά κόμματα δεν ψήφισαν το κονδύλι στη Βουλή). Η ακαδημαϊκή επιτροπή για το μάθημα της ιστορίας διορίστηκε με στόχο να αντανακλά σε γενικές γραμμές τις ισορροπίες στη δημόσια συζήτηση περί του θέματος. Τελικά η επιτροπή χωρίστηκε στα δύο με αποτέλεσμα να εκπονηθούν δύο προτάσεις: η μια της πλειοψηφίας (3) και η άλλη της μειοψηφίας (2). Η πρόταση της πλειοψηφίας δημοσιεύτηκε πριν από δύο περίπου μήνες στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας και θεωρείται η επίσημη, ενώ η πρόταση της μειοψηφίας δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη.

Η πρόταση της πλειοψηφίας είναι πραγματικά απαράδεκτη. Το “νέο” αναλυτικό πρόγραμμα αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή του παλιού/υπάρχοντος αναλυτικού με κάποιες μικρές προσθήκες σχετικά με την κυπριακή ιστορία. Σχετικά δε με τις δεξιότητες υπάρχει μία μοναδική αναφορά: “[οι μαθητές] να αναζητούν και να χρησιμοποιούν ποικίλες ιστορικές πηγές [...] και να είναι σε θέση να τις αξιολογούν και να τις σχολιάζουν και ανάλογα να αποδέχονται ενδεχόμενες πολλαπλές ερμηνείες του ιστορικού γεγονότος ή φαινομένου, στο οποίο αυτές αναφέρονται” (σ. 25). Ωστόσο, διαβάζοντας κανείς το όλο θεματικό και αναλυτικό πλαίσιο που προτείνεται, αυτή η νύξη στην πολλαπλότητα της ερμηνείας δεν είναι παρά ρητορική. Η αφήγηση εξακολουθεί να εστιάζει στον Ελληνισμό και η Κύπρος εξακολουθεί να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος του. Οι μαθητές καλούνται για παράδειγμα να επιχειρηματολογήσουν υπέρ ή κατά της πολιτικής του Καποδίστρια, υπέρ ή κατά της πολιτικής του Τρικούπη και υπέρ ή κατά της Μεγάλης Ιδέας. Η υποτιθέμενη πολυπρισματικότητα τοποθετείται μέσα στο πλαίσιο του έθνους. Πολλαπλές οπτικές επιτρέπονται μόνο μέσα στα πλαίσια του Ελληνισμού και όχι σε σχέση με αυτόν. Και σίγουρα ούτε καν μέσα στα πλαίσια της ε/κ κοινότητας, όπου παρά τις αναφορές στους δύο πόλους (ΑΚΕΛ και Εθναρχία, σ. 55), οι μαθητές δεν καλούνται για παράδειγμα να επιχειρηματολογήσουν υπέρ ή εναντίον της Ένωσης ή υπέρ ή εναντίον της ΕΟΚΑ.

Γενικά η πρόταση για τη δημοτική εκπαίδευση είναι πολύ χειρότερη από αυτή για τη μέση εκπαίδευση. Στη δημοτική εκπαίδευση η ιστορία είναι πολύ πιο περιληπτική και η οθωμανική περίοδος δεν εξετάζεται αυτόνομα όπως η δυτική περίοδος (Φραγκοκρατία και Ενετοκρατία) αλλά εντάσσεται σε τρία κεφάλαια με τίτλο: “Ο Ελληνικός κόσμος από την άλωση (δηλ. της Κωνσταντινούπολης) ως την Επανάσταση του 1821”, “Προετοιμασία και σταθμοί της ελληνικής Επανάστασης” και “Η Κύπρος στην τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας 1830-1878” οπόταν υποτίθεται ότι εμφανίστηκε το ενωτικό κίνημα. Στους γενικούς στόχους της δημοτικής εκπαίδευσης υπάρχει άμεση αναφορά στην “ιστορική και εθνική ταυτότητα” των μαθητών, την οποία το μάθημα της ιστορίας “θα τους επιτρέψει να αποκτήσουν”. Οι στόχοι και το πλαίσιο της μέσης εκπαίδευσης είναι περίπου τα ίδια, αλλά επειδή το αναλυτικό πρόγραμμα είναι πιο εκτενές, υπάρχουν περισσότερες λεπτομέρειες για την οθωμανική και βρετανική κυριαρχία και για τα χρόνια της Ανεξαρτησίας.

Η πρόταση της μειοψηφίας δεν αποτελεί μια ριζοσπαστική, εναλλακτική πρόταση. Ωστόσο αποτελεί μια μετριοπαθή μεταρρύθμιση του φιλοσοφικού προσανατολισμού της διδασκαλίας της ιστορίας και μια σχετική πρόοδο για τρεις λόγους:

α. Προσεγγίζει την ιστορία της Κύπρου αυτόνομα, θεωρεί ότι σχετίζεται κυρίως με την ελληνική αλλά δεν υπάγεται σ' αυτή και συνδέεται επίσης και με την ιστορία άλλων μεσογειακών πληθυσμών, καθώς και με την ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία. Εδώ στους γενικούς στόχους δεν υπάρχει αναφορά στην ανάπτυξη μιας “εθνικής ταυτότητας” των μαθητών, αλλά μια πιο γενική και ενδεχομένως ενοποιητική “αγάπη για τη χώρα τους” “γνωρίζοντας τις συνθήκες δημιουργίας και ανεξαρτησίας της, τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών της”. Επομένως, τόσο θεματικά όσο και αναλυτικά, η Κύπρος καθίσταται το κέντρο της αφήγησης και η “Εθνική Ιστορία” αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και σε αντιδιαστολή με την “Επιστήμη της Ιστορίας”.

β. Δεν συνδέει την Ελληνική Επανάσταση του 1821 με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στο πλαίσιο της Τουρκοκρατίας, αλλά με τη Γαλλική Επανάσταση του 1789 και την έναρξη της νεωτερικότητας. Σ' αυτό το πλαίσιο η Γαλλική Επανάσταση είχε διαμορφώσει την παγκόσμια ιστορία, ενώ η Ελληνική Επανάσταση διαμόρφωσε την περιφερειακή ιστορία (δηλαδή την ιστορία της οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Μεσογείου). Μέσα σ' αυτή τη σχεδόν διεθνιστική οπτική, η πρόταση της μειοψηφίας δίνει περισσότερη έμφαση σε σύγχρονα και παγκόσμια ιστορικά γεγονότα όπως η αποικιοκρατία και η απο-αποικιοποίηση, η Ρωσική Επανάσταση κλπ.

γ. Προτείνει για τα δύο τελευταία χρόνια ανεξάρτητη βιβλιογραφική έρευνα από τους μαθητές κάτω από την επίβλεψη των καθηγητών τους, πάνω σε διάφορα θέματα με τρόπο συγκριτικό:

-οι απαρχές και η ανάπτυξη του Χριστιανισμού και του Ισλάμ

-το πολιτικό και το οικονομικό πλαίσιο της βυζαντινής και οθωμανικής αυτοκρατορίας

-η βιομηχανική επανάσταση και ο ιστορικός καπιταλισμός

-η διαμόρφωση του ελληνικού και τουρκικού έθνους και κράτους

-τα Ηνωμένα Έθνη και η Ε.Ε.

-μετανάστευση, πολυπολιτισμικότητα και κοινωνία των πολιτών.

Γ. Έμπρακτη αντίσταση στον εθνοκεντρισμό

Δεν πρόκειται να αναφερθώ περισσότερο στην πρόταση της μειοψηφίας. Ας περιμένουμε να δημοσιευτεί (πιθανότερο από τους συγγραφείς της παρά από το Υπουργείο Παιδείας) και τότε θα μπορέσουμε να τη συζητήσουμε. Ωστόσο, στο επίπεδο της πολιτικής ανάλυσης ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: ότι μέχρι σήμερα, 6 χρόνια μετά, η κρατική προσπάθεια μεταρρύθμισης της διδασκαλίας της ιστορίας μακριά από τον εθνοκεντρισμό έχει αποτύχει παταγωδώς. Έτσι, ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Αν υπάρχει κάτι ξεκάθαρο μέχρι σήμερα είναι ότι είναι αφελές να μετριάζουμε τις θέσεις και τις προσδοκίες μας και να περιμένουμε από το ίδιο το κράτος να προχωρήσει σε αλλαγές στη σχολική ιστορία. Ο εθνοκεντρισμός εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος στην κοινωνία και ακόμα περισσότερο στον κρατικό μηχανισμό που την ελέγχει και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει από “τα πάνω”. Ο εθνικισμός είναι μια ηγεμονική κοινωνική δύναμη, είναι ενσωματωμένος στη δημόσια σφαίρα και συζήτηση και ριζωμένος στο εκπαιδευτικό σύστημα. Η στρατηγική μας για το μέλλον πρέπει να είναι πιο πραγματιστική και ταυτόχρονα πιο επιθετική. Δηλαδή θα πρέπει να επικεντρώσουμε την ενέργεια και τις προσπάθειές μας στην αντίκρουση συγκεκριμένων θεμάτων της “επίσημης ιστορίας” μέσα από εναλλακτικές εκδόσεις που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και στην τάξη. Δηλαδή παρά να προσπαθούμε να διαμορφώσουμε εγχειρίδια ιστορίας, θα πρέπει να στοχεύσουμε σε συμπληρώματα της διδασκαλίας της ιστορίας. Και φυσικά όχι να αναμένουμε από το κράτος να εγκρίνει τη χρήση τους (όπως κάνει – ή τουλάχιστον έκανε στο παρελθόν- ο Όμιλος Ιστορικού Διαλόγου και Έρευνας), επειδή απλώς δεν θα το κάνει. Αν δεν υπάρξει συμφωνία για επανένωση, είναι απίθανο τα δύο καθεστώτα να αλλάξουν τη βασική, θεμελιώδη ανάγνωση του παρελθόντος. Όπως σημειώνει ο Κιζίλγιουρεκ (2007, POST): “η ιστορία ασχολείται με το μέλλον κι όχι με το παρελθόν” και επομένως, αν δεν διανοιχτεί η προοπτική για ένα διαφορετικό μέλλον, η διδασκαλία της ιστορίας στην ε/κ κοινότητα δεν είναι πιθανό να αλλάξει.

Αυτό βέβαια οδηγεί στο ερώτημα, πώς μπορεί να δημιουργηθεί η προοπτική για ένα διαφορετικό μέλλον στο πλαίσιο ενός εθνικιστικού εκπαιδευτικού συστήματος; Αυτό αποτελεί πολιτικό και πρακτικό ερώτημα και όχι ακαδημαϊκό και θεωρητικό. Επομένως, πολύ συνοπτικά η πρόταση έχει ως εξής: αντίσταση στον εθνοκεντρισμό μέσω εναλλακτικών πηγών και ερμηνειών και αφήγηση διαφορετικών ιστοριών· δημιουργία διαδικτυακών θεματικών αρχείων σε οπτικοακουστική και σε έντυπη μορφή και διάδοση των πληροφοριών ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές μέσω ανεπίσημων και άτυπων δικτύων· αποτελεσματική συμπερίληψη των διεθνών και τοπικών ιστοριών, έμφαση στην κοινωνική διάσταση, χρήση της προφορικής ιστορίας και της ανεξάρτητης έρευνας από μέρους των μαθητών· αποκάλυψη των κρυμμένων αφηγήσεων και αναίρεση της σιωπής και της λογοκρισίας τόσο σχετικά με την καθαρότητα των κυπριακών εθνο-θρησκευτικών ταυτοτήτων όσο και σχετικά με τις πρόσφατες σκοτεινές στιγμές της εθνοτικής σύγκρουσης· πραγματική ενασχόληση με τη ιδέα της πολυπρισματικότητας και των πολλαπλών ερμηνειών τόσο μέσα όσο και έξω από την εθνοτική και κοινοτική ομάδα· τέλος, προώθηση της δικοινοτικότητας ως ο κυπριακός δρόμος προς την πολυπολιτισμικότητα μέσω της ενθάρρυνσης και της οργάνωσης επαφών μεταξύ Ε/κ και Τ/κ εκπαιδευτικών και μαθητών. Ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο που συζητιέται ήδη από μέλη της Πλατφόρμας Εκπαιδευτικών “Ενωμένη Κύπρος” είναι η δημιουργία ενός αυτόνομου δικοινοτικού σχολείου στη νεκρή ζώνη, αρχικά σε βάση μερικής και αν είναι δυνατό αργότερα πλήρους απασχόλησης. Στις σημερινές συνθήκες δεν φαίνεται να υπάρχει άλλη διέξοδος.

Βιβλιογραφία

Εκπαιδευτική Αλλαγή, όργανο της Συντεχνίας Εκπαιδευτικών Μέσης Εκπαίδευσης “Αλλαγής”, τεύχος 5 και 6, Φεβρουάριος και Μάρτιος 2009

Επιτροπή Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, Δημοκρατική και ανθρώπινη παιδεία στην ευρωκυπριακή πολιτεία, Προοπτικές ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού, Μανιφέστο διαμορφωτικής Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης, 2004

Μαυράτσας Καίσαρ, Όψεις του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο, Αθήνα, 1998

Περσιάνης Παναγιώτης, Τα πολιτικά της εκπαίδευσης στην Κύπρο 1812-2009, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, 2010

Το Καλέμι, Πλατφόρμα Ε/κ και Τ/κ εκπαιδευτικών “Ενωμένη Κύπρος” [ε/κ τμήμα], όλα τα τεύχη – ιδιαίτερα το τεύχος Σεπτ. 2009

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Αναλυτικό Πρόγραμμα για τη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας στη δημοτική και μέση εκπαίδευση, 2010 (δημοσιευμένη πρόταση της πλειοψηφίας της επιτροπής και αδημοσίευτη πρόταση της μειοψηφίας της επιτροπής)

Hobsbowm Eric and Ranger Terence, The invention of tradition, Cambridge, 1983

Panayiotou Andreas, Lower class political culture and mechanisms/apparatuses setting the parameters of permissible public discourse, PRIO Conference 2009

Papadakis Yiannis, History Education in divided Cyprus: a comparison of G/C and T/C schoolbook on the “history of Cyprus”, PRΙΟ Report 2/2008

POST, Education for Peace II, Comparative analysis of the Old and the New History Textbooks, 2007

Friday, September 3, 2010

Ανταπόκριση που / σχόλιο για την δικοινοτική εκδήλωση της 1ης Σεπτέμβρη 2010

Την 1η του Σεπτέμβρη τα τ/κ συνδικάτα τζιαι η τ/κ αριστερά εκάμαν το παράδοση τα τελευταία χρόνια να οργανώνουν πορεία με αίτημα την λύση του Κυπριακού τζιαι την επανένωση της χώρας. Που το 2008 με σιήλλια ζόρκα εκαθιερώσαμεν το να οργανώνουνται δικοινοτικά τούτες οι εκδηλώσεις. Δειλά δειλά πρόπερσι εκάμαμεν 2 πορείες τζιαι εσυναντηθήκαμεν στην νεκρή ζώνη μπροστά που το Λήδρα Πάλας όπου ανάψαμεν τζιερούθκια για τους νεκρούς των πολέμων τζιαι για την ελπίδα της ειρήνης. Πέρσι ήμασταν πιο αποφασιστικοί – εστήσαμεν σκηνή μέσα στο δρόμο τζιαι εκάμαμεν τζιαι μια μιτσιά συναυλία. Κάποιοι τ/κ συντρόφοι τζιόλας εστήσαν τσιατήρκα με σκοπό να μείνουν τζιαμέ μέσα στην μέση...εν ήταν πολλοί τζιαι ήταν ψιλο-αυθόρμητη η φάση - εσηκώσαν τους σχετικά γλήορα οι στρατιώτες του ΟΗΕ...Κόντρα στην απάθεια τζιαι την αδιαφορία, κόντρα τζιαι στο ρεύμα της διχοτόμησης που άρκεψεν να ριζώννει πλέον τζιαι στα μυαλά πολλών Κυπραίων. Το στάτους κβο του διαχωρισμού έσιει μιαν εκπληχτική δύναμη να αυτο-αναπαράγεται τζιαι η προοπτική της επανένωσης φαίνεται να εν πολλά μακριά για να γοητεύσει τον κόσμο. Ήμασταν οι συνήθεις ύποπτοι – (επανα)προσεγγιστές παλιοί τζιαι νέοι κυρίως της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς τζιαι του αντιεξουσιαστικού χώρου στην ποδά μερκά, στην ποτζιεί είσιεν τζιαι αριστερούς συνδικαλιστές ηγέτες τζιαι κομματικές νεολαίες, σταθερά πιο πολλύς κόσμος που μας. Τούτη η διαφορά στην μαζικότητα της κινητοποίησης εν ακόμα πιο μεγάλη άμαν σκεφτεί κανένας ότι οι ε/κ εν πολλά πιο πολλοί πληθυσμιακά. Τζιαι εφάνηκεν έντονα στην Πρωτομαγιά του 2009 όπου για πρώτη φορά μετά το 1958 έγινεν κοινά συνδιοργανωμένη δικοινοτική γιορτή. Τότες κάπου 1000 τ/κ ανασυνταχτήκαν μετά το οδόφραγμα τους τζιαι εμπήκαν δυναμικά βροντοφωνάζοντας μέσα στο γήπεδο της Τσιεντίν Καγιά κάμνοντας τες μερικές εκατοντάδες ε/κ να συνειδητοποιήσουν την διαφορά μιας κοινότητας που έζησεν αντι-εθνικιστική εξέγερση τζιαι της δικής τους που εν είσιεν τούτη την εμπειρία...

Φέτος τα πράματα ήταν κάπως διαφορετικά. Είχαμεν τον Γενάρη την συσπείρωση κάποιου κόσμου σε μιαν για να μάστεν ειλικρινείς πολλά εως υπερβολικά φιλόδοξη πρωτοβουλία/ομπρέλλα οργανώσεων ειρήνης την “Ενωμένη Κύπρο” τζιαι είχαμεν τζιαι την ολοκλήρωση της δεξιάς στροφής στην τ/κ κοινότητα με την εκλογή του Έρογλου. Η δημιουργία του διευρυμένου σχήματος της “Ενωμένης Κύπρου” άσκησεν κάποιαν πίεση πάνω στο το Τζε Τε Πε τζιαι κατ' επέκτασην τζιαι πάνω στο ΑΚΕΛ να παίξουν λλίον πιο δικοινοτικά (έστω σε συμβολικό επίπεδο). Που την άλλην η νίκη του Έρογλου έκαμνεν την προσέγγιση του Τζε Τε Πε τζιαι της Ντεβίς με την υπόλοιπη τ/κ αριστερά εφικτή τζιαι υλοποιήσιμη. Τούτον ήταν σημαντικός παράγοντας στο να μπει στο παιχνίδι τζιαι η ΠΕΟ. Εμπήκεν μπροστά φέτος, ανάλαβεν τα οργανωτικά τζιαι οικονομικά βάρη τζιαι εσυμμετείχεν ουσιαστικά τζιαι στον καθορισμό του πολιτικού πλαισίου. Το οποίον ιδεολογικά έμεινεν σταθερό, όπως τες άλλες χρονιές δηλαδή, αλλά έγινεν λλίον λλιόττερον ξύλενο αλλά τζιαι τσας λλιόττερον αιχμηρό (χωρίς πχ τες καυστικές αναφορές “σε αυτούς που δραπετεύουν από τον κοινό αγώνα” τζιαι “σε αυτούς που υποφέρουν από την διαδικασία της ειρήνης καθώς αναγκάζονται να κυκλοφορούν με την μάσκα της”) αλλά τζιαι κάπως πιο συγκεκριμένο πολιτικά όπως πχ με την πρόταση για “άμεση αποστρατικοποίηση ολόκληρης της Κύπρου”.

Εξεκινήσαμεν που την Πλατεία Σολωμού γύρω στα 600-700 άτομα, μπροστά οι ΕΔΟΝίτες τζιαι η ΠΕΟ τζιαι πίσω η Πλατφόρμα των Εκπαιδευτικών τζιαι οι υπόλοιποι. Τόσοι ήταν περίπου τζιαι οι τ/κ στην αντίστοιχη πορεία. Αλλά μετά ήρτεν τζιαι άλλος κόσμος για την εκδήλωση τζιαι την συναυλία. Σύνολο πρέπει να εμαζευτήκαν γύρω στα 2000 άτομα. Ήταν σημαντικά πιο μεγάλη που άλλες εκδηλώσεις, όμως το κλίμα εν τζιαι ήταν τζιαι το καλλύττερο. Το στάλωμα των συνομιλιών, ο διάχυτος κυνισμός τζιαι η απαισιοδοξία, η αίσθηση ότι επιμένουμεν δικοινοτικά για μιαν ομοσπονδιακή λύση έτσι για την τιμή των όπλων μπροστά στην διαφαινόμενη παράταση του διαχωριστικού στάτους κβο (έστω με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης) τζιαι την επερχόμενη μετακίνηση του πλαισίου προς την συνομοσπονδία των δυο κρατών, η επισημότητα τζιαι ο φορμαλισμός που έφερεν η συμμετοχή του ΑΚΕΛ εφέρναν έναν μούθκιασμα που ήταν αισθητό στον αέρα. Υπήρχεν ένα ανάμιχτο συναίσθημα...ικανοποίησης που την μιαν που επολλύναμεν σε σχέση με άλλες φορές αλλά τζιαι απογοήτευσης καθώς ο πύχης είσιεν μπει (αδικαιολόγητα;) πολλά ψηλά. Το ΑΚΕΛ τζιαι άλλες 50 οργανώσεις μέσα κανονικά θα έπρεπεν να είμασταν πολλά παραπάνω. Εβάλαν περιορισμό στην συμμετοχή οι 50 οργανώσεις; λαλεί μου ο Στροβολιώτης στα αστεία. Εν ήρταν πολλοί εργαζόμενοι, ούτε πολλοί δασκάλοι, ούτε πολλή νεολαία. Ήταν μια μεσοβέζικη κατάσταση...Γιατί να έρτουν όμως; Το Κυπριακό εν πλέον ψοφησμένος παπαγάλος λαλεί ο αγρινός. Είσαι καλά ρε φίλε; Για να είμαστεν δαμέ ακόμα, εν πρέπει να είμαστεν τέλεια καλά...

Έτσι για την ιστορία να πω τζιαι θκιο λόγια για τα συνθήματα. Πόσον τζιαιρό αγαπητοί ΑΚΕΛικοί εννά φωνάζετε ετεροχρονισμένα ότι “οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί μας, οι Τούρκοι της Κύπρου είναι αδερφοί μας”; Τούτον είσιεν μιαν λογική την δεκαετία του 1950 τζιαι του 1960 αν το υλοποιούσατε δηλαδή, αν εκαταφέρνετε να το περάσετε στην κοινωνία. Εσείς εκωδικοποιήσετε το όταν ήταν ήδη αργά, μετά το 1974...τζιαι σε τζείνο το πλαίσιο ντάξει ανοίξετε τον δρόμο για την επαναπροσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους αλλά επιβεβαιώνοντας έμμεσα ότι οι Τούρκοι της Τουρκίας ήταν/είναι εχθροί...σήμερα στο σημερινό πλαίσιο όπου οι παραπάνω τ/κ (σχεδόν ούλλη η αριστερά αυτοπροσδιορίζεται ως “Κυπριακή τουρκόφωνη” ή “Κυπριοτουρκική” εσείς επιμένετε στην ορολογία του 1950 “Τούρκοι της Κύπρου”; Σκεφτείτε το λλίον...“Η Κύπρος είναι πολύ μικρή για να διαχωριστεί αλλά αρκετά μεγάλη και για τις δυο κοινότητες”...τόσον απλά... “Όχι στο σχολείο της διχοτόμησης – ναι στο σχολείο της επανένωσης”...δυστυχώς τζιαι μετά τες τυμπανοκρουσίες της μεταρύθμισης...
Σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία εχθρός μας το κεφάλαιο και η στρατοκρατία”,
“Κύπρος Ενωμένη Ομοσπονδιακή”
Έξω οι βάσεις” Έξω όλοι οι στρατοί, ανεξάρτητο νησί”
Όλοι μαζί να πέσει η κατοχή” - τζιαι πιο σημαντικά που μερίδα τ/κ
Τέρμα τέρμα στην κατοχή” τζιαι “Η κατοχή είναι άδικη”...
τα καθολικά όμως ήταν τα ιστορικά πλέον συνθήματα στες 2 κομβικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας που αποτελούν ακόμα όπως τζιαι τα υπόλοιπα ανοιχτά πρότζεκτς...
1974 - Η Κύπρος ανήκει στο λαό της
2003 - Κιπριστά μπαρίsh εγκελενεμέζ

Γρηγόρης