Τελευταίως το ΑΚΕΛ έχει επιστρατεύσει εκ νέου τη λεγόμενη θεωρία των τριών σχολών στο Κυπριακό, ως βάση πάνω στην οποία διαμορφώνει τη ρητορεία του για τις προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος και την κριτική του στη σχετική πολιτική της κυβέρνησης Αναστασιάδη. Η θεωρία τούτη έχει τους ακόλουθους κεντρικούς άξονες: Στην Κύπρο υπάρχουν τρεις προσεγγίσεις ως προς τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού. Η πρώτη εκφράζεται από τμήματα του κέντρου και χαρακτηρίζεται από απορριπτικές και εθνικιστικές τάσεις, που διατείνονται αρνητικά στις όποιες προσπάθειες λύσης και ουσιαστικής επαναπροσέγγισης. Αυτές οι τάσεις κάποιες φορές προτάσσουν την επιδίωξη καθαρότητας του κυπριακού ελληνισμού και άλλες επιστρατεύουν επιχειρήματα με φιλελεύθερο μανδύα περί ρατσιστικού προκαθορισμού των εξουσιών που αδικεί την ελληνοκυπριακή πλευρά που είναι και η αριθμητικά πληθέστερη. Η δεύτερη σχολή είναι αυτή των ενδοτικών, φίλο-δυτικών δυνάμεων της δεξιάς, που ευθυγραμμίζεται με τις προτεραιότητες του διεθνούς κεφαλαίου και επιδιώκει θέσεις που θυσιάζουν βασικά δικαιώματα των Ελληνοκυπρίων μέσω της αποδοχής υπερβολικών συμβιβασμών. Η τρίτη (και η πιο σωστή) είναι αυτή που εκφράζεται από το ΑΚΕΛ για δίκαιη λύση του Κυπριακού, με το ‘δίκαιο’ να σημαίνει πρώτα και κύρια μη επιβολή από ξένα συμφέροντα και μη καθορισμό της δομής της λύσης από εξωγενείς παράγοντες που να μην είναι αποτέλεσμα της απευθείας συνεννόησης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Εδώ και καιρό οι θέσεις του ΑΚΕΛ, που πιο χαρακτηριστικά εκπέμπουν αυτή τη λογική, είναι η απόρριψη διευρυμένης διεθνούς διάσκεψης, επιδιαιτησιών και χρονοδιαγραμμάτων, διότι με αυτό τον τρόπο το κόμμα θεωρεί ότι θα δοθεί ρυθμιστικός ρόλος στην Τουρκία στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού και θα πληγεί η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. H τρίτη σχολή στο Κυπριακό προτάσσει τον αντί-ιμπεριαλισμό σαν σημαία και την άρνηση υποδούλωσης σε ξένα συμφέροντα σαν κεντρικό και απαράβατο κανόνα του αγώνα για την επανένωση. Εμπεριέχει όμως αντιφάσεις σε σχέση με την ευρύτερη πολιτική συμπεριφορά του ΑΚΕΛ. Η αντίσταση στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών έρχεται, έτσι κι αλλιώς, σε δεύτερη μοίρα για το κόμμα σ’ ένα σωρό άλλα θέματα – όπως το φυσικό αέριο, η υπογραφή από την κυβέρνηση Χριστόφια του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και του Δημοσιονομικού Σύμφωνου, οι διάφορες συμφωνίες με την κυβέρνηση του Ισραήλ (και πάλι από την κυβέρνηση Χριστόφια). Αν ο λόγος, ακολουθώντας τον Λένιν, είναι ότι η αριστερά κεφαλαιοποιεί πάνω στο γεωπολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων και στις αντιθέσεις μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου για να προχωρήσει αργά αλλά σταθερά στα δικά της προτάγματα, τότε γιατί να μην το κάνει αυτό και στο Κυπριακό; Μπροστά σε αυτό το ερώτημα φαίνεται παράδοξο το ότι τμήματα του χώρου και της ηγεσίας του ΑΚΕΛ αντλούν μαγκιά και έμπνευση από την περίπτωση του ΚΚΕ. Όμως ένας μονοδιάστατος αντί-ιμπεριαλισμός, στοχευμένος σε μια μόνο θεματική, έχει ανάγκη από εξωτερική νομιμοποίηση.
Η τρίτη σχολή επίσης διαχέεται από τις αμφιταλαντεύσεις που χαρακτηρίζουν όσους δεν έχουν στερεά θεωρητική πυξίδα. Είχε μήπως μια αμιγώς αντι-ιμπεριαλιστική λογική υπόψη του το Πολιτικό Γραφείο όταν το 2004 πρότασσε την υπερψήφιση του Σχεδίου Ανάν; Ή ο Δημήτρης Χριστόφιας όταν γεφύρωσε το κενό μεταξύ του Πολιτικού Γραφείου και των αντιδράσεων που υποδέχτηκαν το ‘Ναι’ σε επίπεδο Κεντρικής Επιτροπής με το ‘όχι αλλά’; Ή η κοινοβουλευτική ομάδα του ΑΚΕΛ όταν υπερψηφίζει μνημονιακά νομοσχέδια, ενώ αναπτύσσει και ρητορεία εναντίον της Τρόϊκας; Εν τη έλλειψη σοβαρού θεωρητικού και ιδεολογικού υποστρώματος είναι οι εσωτερικές δυναμικές στο ΑΚΕΛ που καθορίζουν μια απόφαση, παρά μια σταθερή ιδεολογική παράδοση. Αυτές, όπως είναι λογικό, αλλάζουν ανάλογα με τη συγκυρία. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ξαφνιάζει το γεγονός ότι η αντιμετώπιση σημαντικών στιγμών (critical junctures) στην ιστορία του τόπου από το ΑΚΕΛ είναι γεμάτη ασυνέχειες.
Tο 1965, το ΑΚΕΛ διακήρυττε την ένωση ως σκοπό του αντι-ιµπεριαλιστικού εθνικού απελευθερωτικού αγώνα και το 1967 ψήφισε υπέρ της στη Βουλή ζητώντας ουσιαστικά ανατροπή του συντάγματος μαζί με τα άλλα ελληνοκυπριακά κόμματα. Το 1985 συνέταξε κοινό ψήφισμα με τον ΔΗΣΥ εναντίον του Σπύρου Κυπριανού για τη στάση του απέναντι στις συνομιλίες και τις προτάσεις Ντε Κουεγιάρ. Το 2004, με το Σχέδιο Αννάν, παρέμεινε στην κυβέρνηση του Τάσου Παπαδόπουλου μετά που αυτός έκλαψε στην τηλεόραση λέγοντάς μας ότι ανάλαβε κράτος και δεν θα παραδώσει κοινότητα. Το 2010, ο Δημήτρης Χριστόφιας αρνήθηκε να κάνει έκκληση στήριξης του Ταλάτ υπό το βάρος των τριγμών στη συμμαχία του με το ΔΗΚΟ και ισχυριζόμενος ότι ο πιο προοδευτικός Τουρκοκύπριος ηγέτης των τελευταίων δεκαετίων ήταν έτσι κι αλλιώς υποχείριο της Τουρκίας. Ενώ οι δύο ηγέτες βρίσκονταν σε ακτίνα συμφωνίας (όπως δήλωσε μετά ο Ταλάτ), ο Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ επέμεναν να αρνούνται χρονικά όρια. Σήμερα το ΑΚΕΛ επίσης τοποθετείται κατηγορηματικά εναντίον των χρονοδιαγραμμάτων και της επιδιαιτησίας, αλλά το 2003-2004 δεν το έκανε, για να αξιολογήσει εκ των υστέρων ως άδικο για την ελληνοκυπριακή πλευρά τον επιδιαιτητικό ρόλο του Κόφφι Ανάν. Σε διάφορες φάσεις της ιστορίας του, λοιπόν, το ΑΚΕΛ λειτούργησε στη βάση αυτού που πολλές φορές στο δημόσιο διάλογο αποκαλείται μικροκομματικό συμφέρον, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια ελιγμού γύρω από μια πλαδαρή θεώρηση και με σκοπό να επιτευχθούν βραχυπρόθεσμοι στόχοι, όπως η αποτροπή διαρροής ψήφων, η κομματική συνοχή, η διατήρηση κυβερνητικών συμμαχιών.
Πέραν όμως από το αμιγώς πολιτικό θέμα των αντιφάσεων και ασυνεχειών, η μορφολογία αυτής της ιδεολογικής προσέγγισης (του ΑΚΕΛικού επιλεκτικού αντί-ιμπεριαλισμού) πάσχει από θεωρητικά κενά. Αυτό είναι αναμενόμενο, αφού το ΑΚΕΛ δεν έχει σε καμιά φάση της ιστορίας του (πόσο μάλλον μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1990 όταν έπαψε να εκδίδεται το θεωρητικό του περιοδικό) επιδιώξει να διεξαγάγει μια σφαιρική ανάλυση του Κυπριακού σε συνάρτηση με τον αντί-ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός, σύμφωνα με την λενινιστική παράδοση είναι ‘ο καπιταλισμός σε εκείνο το στάδιο ανάπτυξης στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου· στο οποίο η εξαγωγή κεφαλαίων έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία· στο οποίο η διαίρεση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ έχει αρχίσει· στο οποίο η κατανομή όλων των περιοχών του πλανήτη από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις έχει ολοκληρωθεί’. Το ΑΚΕΛ ουσιαστικά χρησιμοποιεί τη καουτσκική θεώρηση του ιμπεριαλισμού, που εκλαμβάνει το φαινόμενο αυτό σαν την καταπίεση και εκμετάλλευση αδύνατων χωρών από ισχυρές. Τούτη η θεωρητική παράδοση εκφράζεται κυρίως μέσα από τη θεωρία της εξάρτησης (dependency theory). Ο Λένιν επέκρινε τον Κάουτσκι για αυτή του την ερμηνεία, εκλαμβάνοντάς την ως ιδιαίτερα στενή και ασύνδετη με τη μαρξιστική ανάλυση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η καουτσική θεώρηση, αντιθέτως με τη λενινιστική, σχεδόν αποκλείει από το αναλυτικό της πλαίσιο τις δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής.
Ενώ η τρίτη σχολή θεωρεί ότι τα ξένα συμφέροντα δεν μπορούν να αφεθούν να επισκιάσουν τα τοπικά, δεν ακολουθείται καμία ταξική ανάλυση των ίδιων των τοπικών συμφερόντων. Παρόλο που οι ιμπεριαλιστικές χώρες είναι ουσιαστικά τέτοιες διότι κυριαρχεί εντός τους το κεφάλαιο που έχει διεθνοποιηθεί, η τρίτη σχολή υποβαθμίζει, εώς και αντικαθιστά, την ταξικότητα και τη σχέση της με τον εθνικισμό στην ίδια την Κυπριακή κοινωνία με την έννοια του ‘δύσμοιρου και υπόδουλου κυπριακού λαού’. Δεν μπορεί παρά να συμπεράνει κανείς ότι το τοπικό κεφάλαιο και οι ελληνοκύπριοι εθνικιστές θεωρούνται από την τρίτη σχολή ως λιγότερο πονηροί από τους ιμπεριαλιστές και οι πολιτικοί τους αντιπρόσωποι λιγότερο επικίνδυνοι, διότι δεν έχουν επεκτατικές βλέψεις. Αλλιώς δεν εξηγείται με ιδεολογικούς όρους η εμμονή σε συνεργασίες με το κέντρο.
Όπως το θέτουν η Σία Αναγνωστοπούλου και ο Αδάμος Ζαχαριάδης σε άρθρο τους στην ‘Εποχή’, η κυπριακή αριστερά αντιμετωπίζει τον ιμπεριαλισμό σχηματικά σαν ‘μια μάχη μεταξύ «καλών» και «κακών» εθνών με στόχο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές κάθε χώρας’. ‘Πώς γίνεται, ωστόσο’, συνεχίζουν, ‘τμήματα της Αριστεράς να μπερδεύουν τις έννοιες του αντι-ιμπεριαλισμού και του διεθνισμού με τις θεωρίες των γεωπολιτικών συνωμοσιών και να παραδίδονται έτσι άνευ όρων στη λογική της «αταξικότητας των εθνικών ζητημάτων» που προωθεί ο εθνικισμός, προκειμένου να γείρει την πλάστιγγα της ταξικής πάλης προς όφελος μίας (ποιας άραγε…) τάξης;’ Ίσως ένα κομμάτι της απάντησης να εντοπίζεται στην άρνηση ή ανικανότητα του ΑΚΕΛ να θεωρητικοποιήσει το ‘εθνικό ζήτημα’, αφήνοντας έτσι τμήματα των οπαδών και στελεχών του να γλιστρούν εύκολα σ’ ένα αντί-ιμπεριαλισμό άδειο από ταξική ανάλυση και με τη σειρά τους να ‘αναγκάζουν’ την ηγεσία του κόμματος να υιοθετεί ρητορεία που να ικανοποιεί ή τουλάχιστον να αφουγκράζεται αυτά τους τα ένστικτα. Αυτό δημιουργεί και ευρύτερα προβλήματα. Ένας ‘εύκολος’ αντι-ιμπεριαλισμός είναι επίσης εύκολο να αναπαραχθεί σαν πέπλο ενός επικίνδυνου εθνικισμού. Όπως και γίνεται μερικές φορές στην περίπτωση του ΔΗΚΟ, με αποτέλεσμα να καλλιεργούνται έτσι ψευδαισθήσεις σε πολλούς αριστερούς ότι το ΑΚΕΛ και ο χώρος του κέντρου είναι ιδεολογικά συγγενικοί χώροι και σωστά βρίσκονται πάντοτε στο ίδιο μετερίζι. Αντίστοιχα, πόσο διαφορετικός άραγε ακούεται στους οπαδούς του ΑΚΕΛ αυτός ο α-θεωρητικός αντι-ιμπεριαλισμός από εκείνον του Λιλλήκα, του Κουλία, ή ακόμα και του αρχιεπισκόπου, όταν αυτός μιλάει για τους κακούς ξένους.
Είναι αμφίβολο αν το ΑΚΕΛ έχει διερωτηθεί ποτέ: Ποια Κύπρος θα είναι πιο δυνατή μπροστά στα σχέδια του ιμπεριαλισμού; Ποια Κύπρος θα μπορεί να αντισταθεί πιο εύκολα απέναντι στις προτροπές για ένταξη στο Νάτο; Μια Κύπρος επανενωμένη, όπου ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή Αριστερά θα μπορούν να κινητοποιηθούν από κοινού, ή μια Κύπρος de facto διχοτομημένη και άρα ευάλωτη σε επιχειρήματα περί της αναγκαιότητας αυτοπροστασίας του κυπριακού ελληνισμού; Ποιας Κύπρου το μέλλον θα απειλείται από τον τούρκικο ιμπεριαλισμό, που έχει ήδη αποικήσει την τουρκοκυπριακή πλευρά με αστείρευτες επενδύσεις; Μπροστά σε αυτά τα ερωτήματα θα έπρεπε να επανεκτιμηθεί και η αντιμετώπιση των χρονοδιαγραμμάτων και επιδιαιτησιών, όπως και της γενικότερης δομής ενός ομόσπονδου κυπριακού κράτους.
Τούτα τα ερωτήματα σχετίζονται άμεσα και με το ζήτημα της διορατικότητας: αν απορριφθούν σήμερα θέσεις ή μέθοδοι επίλυσης του Κυπριακού διότι θεωρηθούν ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, ποιες είναι οι πιθανότητες αυτός ο χαρακτήρας να μην αγγίζει μελλοντικές θέσεις και μεθόδους; Το συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι μέχρι σήμερα το κάθε επόμενο σχέδιο λύσης είναι χειρότερο από τα προηγούμενα, θα έπρεπε τουλάχιστον να δημιουργεί την υποψία στους αντί-ιμπεριαλιστές ότι τα ιμπεριαλιστικά στοιχεία του κάθε επόμενου σχεδίου μόνο θα πληθαίνουν. Ταυτόχρονα, η μακροχρόνια αναμονή για κάμψη της αδιαλλαξίας του όποιου ιμπεριαλιστικού κέντρου, συνεπάγεται de facto την περαιτέρω ενδυνάμωση του τοπικού εθνικισμού και στις δύο πλευρές. Εάν η έμφαση παραμείνει στους ιμπεριαλιστές ο στόχος της επανένωσης θα αντιμετωπίζεται όλο και με περισσότερη καχυποψία, οδηγώντας έτσι σε έδαφος άγονο για τη βιωσιμότητα της λύσης και για τις δυνατότητες κινητοποίησης της αριστεράς όταν έρθει η ώρα για δημοψήφισμα.
Το κίνημα της επαναπροσέγγισης σήμερα έχει τη δυνατότητα να αποδεχτεί κάποιες διεθνείς πραγματικότητες που δεν μπορεί να αλλάξει μέσα στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, έτσι ώστε ν’ανοίξει ο δρόμος για τη συντονισμένη, δικοινοτική προσπάθεια αποδόμησης και μετατροπής του κυπριακού status quo. Για να μπορέσει η Αριστερά να επικεντρωθεί στην πραγματική μάχη με τον ιμπεριαλισμό, που δεν είναι άλλη από την οικοδόμηση μιας Κύπρου ανεξάρτητης και αποστρατικοποιημένης, όπου η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα συμβιώνουν αρμονικά, χωρίς εθνικιστικές κορώνες και ιστορικές στρεβλώσεις.
Εδώ και καιρό οι θέσεις του ΑΚΕΛ, που πιο χαρακτηριστικά εκπέμπουν αυτή τη λογική, είναι η απόρριψη διευρυμένης διεθνούς διάσκεψης, επιδιαιτησιών και χρονοδιαγραμμάτων, διότι με αυτό τον τρόπο το κόμμα θεωρεί ότι θα δοθεί ρυθμιστικός ρόλος στην Τουρκία στις εσωτερικές πτυχές του Κυπριακού και θα πληγεί η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. H τρίτη σχολή στο Κυπριακό προτάσσει τον αντί-ιμπεριαλισμό σαν σημαία και την άρνηση υποδούλωσης σε ξένα συμφέροντα σαν κεντρικό και απαράβατο κανόνα του αγώνα για την επανένωση. Εμπεριέχει όμως αντιφάσεις σε σχέση με την ευρύτερη πολιτική συμπεριφορά του ΑΚΕΛ. Η αντίσταση στα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών έρχεται, έτσι κι αλλιώς, σε δεύτερη μοίρα για το κόμμα σ’ ένα σωρό άλλα θέματα – όπως το φυσικό αέριο, η υπογραφή από την κυβέρνηση Χριστόφια του Ευρωπαϊκού Συντάγματος και του Δημοσιονομικού Σύμφωνου, οι διάφορες συμφωνίες με την κυβέρνηση του Ισραήλ (και πάλι από την κυβέρνηση Χριστόφια). Αν ο λόγος, ακολουθώντας τον Λένιν, είναι ότι η αριστερά κεφαλαιοποιεί πάνω στο γεωπολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων και στις αντιθέσεις μεταξύ μερίδων του κεφαλαίου για να προχωρήσει αργά αλλά σταθερά στα δικά της προτάγματα, τότε γιατί να μην το κάνει αυτό και στο Κυπριακό; Μπροστά σε αυτό το ερώτημα φαίνεται παράδοξο το ότι τμήματα του χώρου και της ηγεσίας του ΑΚΕΛ αντλούν μαγκιά και έμπνευση από την περίπτωση του ΚΚΕ. Όμως ένας μονοδιάστατος αντί-ιμπεριαλισμός, στοχευμένος σε μια μόνο θεματική, έχει ανάγκη από εξωτερική νομιμοποίηση.
Η τρίτη σχολή επίσης διαχέεται από τις αμφιταλαντεύσεις που χαρακτηρίζουν όσους δεν έχουν στερεά θεωρητική πυξίδα. Είχε μήπως μια αμιγώς αντι-ιμπεριαλιστική λογική υπόψη του το Πολιτικό Γραφείο όταν το 2004 πρότασσε την υπερψήφιση του Σχεδίου Ανάν; Ή ο Δημήτρης Χριστόφιας όταν γεφύρωσε το κενό μεταξύ του Πολιτικού Γραφείου και των αντιδράσεων που υποδέχτηκαν το ‘Ναι’ σε επίπεδο Κεντρικής Επιτροπής με το ‘όχι αλλά’; Ή η κοινοβουλευτική ομάδα του ΑΚΕΛ όταν υπερψηφίζει μνημονιακά νομοσχέδια, ενώ αναπτύσσει και ρητορεία εναντίον της Τρόϊκας; Εν τη έλλειψη σοβαρού θεωρητικού και ιδεολογικού υποστρώματος είναι οι εσωτερικές δυναμικές στο ΑΚΕΛ που καθορίζουν μια απόφαση, παρά μια σταθερή ιδεολογική παράδοση. Αυτές, όπως είναι λογικό, αλλάζουν ανάλογα με τη συγκυρία. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να ξαφνιάζει το γεγονός ότι η αντιμετώπιση σημαντικών στιγμών (critical junctures) στην ιστορία του τόπου από το ΑΚΕΛ είναι γεμάτη ασυνέχειες.
Tο 1965, το ΑΚΕΛ διακήρυττε την ένωση ως σκοπό του αντι-ιµπεριαλιστικού εθνικού απελευθερωτικού αγώνα και το 1967 ψήφισε υπέρ της στη Βουλή ζητώντας ουσιαστικά ανατροπή του συντάγματος μαζί με τα άλλα ελληνοκυπριακά κόμματα. Το 1985 συνέταξε κοινό ψήφισμα με τον ΔΗΣΥ εναντίον του Σπύρου Κυπριανού για τη στάση του απέναντι στις συνομιλίες και τις προτάσεις Ντε Κουεγιάρ. Το 2004, με το Σχέδιο Αννάν, παρέμεινε στην κυβέρνηση του Τάσου Παπαδόπουλου μετά που αυτός έκλαψε στην τηλεόραση λέγοντάς μας ότι ανάλαβε κράτος και δεν θα παραδώσει κοινότητα. Το 2010, ο Δημήτρης Χριστόφιας αρνήθηκε να κάνει έκκληση στήριξης του Ταλάτ υπό το βάρος των τριγμών στη συμμαχία του με το ΔΗΚΟ και ισχυριζόμενος ότι ο πιο προοδευτικός Τουρκοκύπριος ηγέτης των τελευταίων δεκαετίων ήταν έτσι κι αλλιώς υποχείριο της Τουρκίας. Ενώ οι δύο ηγέτες βρίσκονταν σε ακτίνα συμφωνίας (όπως δήλωσε μετά ο Ταλάτ), ο Χριστόφιας και το ΑΚΕΛ επέμεναν να αρνούνται χρονικά όρια. Σήμερα το ΑΚΕΛ επίσης τοποθετείται κατηγορηματικά εναντίον των χρονοδιαγραμμάτων και της επιδιαιτησίας, αλλά το 2003-2004 δεν το έκανε, για να αξιολογήσει εκ των υστέρων ως άδικο για την ελληνοκυπριακή πλευρά τον επιδιαιτητικό ρόλο του Κόφφι Ανάν. Σε διάφορες φάσεις της ιστορίας του, λοιπόν, το ΑΚΕΛ λειτούργησε στη βάση αυτού που πολλές φορές στο δημόσιο διάλογο αποκαλείται μικροκομματικό συμφέρον, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο από την προσπάθεια ελιγμού γύρω από μια πλαδαρή θεώρηση και με σκοπό να επιτευχθούν βραχυπρόθεσμοι στόχοι, όπως η αποτροπή διαρροής ψήφων, η κομματική συνοχή, η διατήρηση κυβερνητικών συμμαχιών.
Πέραν όμως από το αμιγώς πολιτικό θέμα των αντιφάσεων και ασυνεχειών, η μορφολογία αυτής της ιδεολογικής προσέγγισης (του ΑΚΕΛικού επιλεκτικού αντί-ιμπεριαλισμού) πάσχει από θεωρητικά κενά. Αυτό είναι αναμενόμενο, αφού το ΑΚΕΛ δεν έχει σε καμιά φάση της ιστορίας του (πόσο μάλλον μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1990 όταν έπαψε να εκδίδεται το θεωρητικό του περιοδικό) επιδιώξει να διεξαγάγει μια σφαιρική ανάλυση του Κυπριακού σε συνάρτηση με τον αντί-ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός, σύμφωνα με την λενινιστική παράδοση είναι ‘ο καπιταλισμός σε εκείνο το στάδιο ανάπτυξης στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου· στο οποίο η εξαγωγή κεφαλαίων έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία· στο οποίο η διαίρεση του κόσμου μεταξύ των διεθνών τραστ έχει αρχίσει· στο οποίο η κατανομή όλων των περιοχών του πλανήτη από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές δυνάμεις έχει ολοκληρωθεί’. Το ΑΚΕΛ ουσιαστικά χρησιμοποιεί τη καουτσκική θεώρηση του ιμπεριαλισμού, που εκλαμβάνει το φαινόμενο αυτό σαν την καταπίεση και εκμετάλλευση αδύνατων χωρών από ισχυρές. Τούτη η θεωρητική παράδοση εκφράζεται κυρίως μέσα από τη θεωρία της εξάρτησης (dependency theory). Ο Λένιν επέκρινε τον Κάουτσκι για αυτή του την ερμηνεία, εκλαμβάνοντάς την ως ιδιαίτερα στενή και ασύνδετη με τη μαρξιστική ανάλυση της συσσώρευσης κεφαλαίου. Η καουτσική θεώρηση, αντιθέτως με τη λενινιστική, σχεδόν αποκλείει από το αναλυτικό της πλαίσιο τις δυνάμεις και σχέσεις παραγωγής.
Ενώ η τρίτη σχολή θεωρεί ότι τα ξένα συμφέροντα δεν μπορούν να αφεθούν να επισκιάσουν τα τοπικά, δεν ακολουθείται καμία ταξική ανάλυση των ίδιων των τοπικών συμφερόντων. Παρόλο που οι ιμπεριαλιστικές χώρες είναι ουσιαστικά τέτοιες διότι κυριαρχεί εντός τους το κεφάλαιο που έχει διεθνοποιηθεί, η τρίτη σχολή υποβαθμίζει, εώς και αντικαθιστά, την ταξικότητα και τη σχέση της με τον εθνικισμό στην ίδια την Κυπριακή κοινωνία με την έννοια του ‘δύσμοιρου και υπόδουλου κυπριακού λαού’. Δεν μπορεί παρά να συμπεράνει κανείς ότι το τοπικό κεφάλαιο και οι ελληνοκύπριοι εθνικιστές θεωρούνται από την τρίτη σχολή ως λιγότερο πονηροί από τους ιμπεριαλιστές και οι πολιτικοί τους αντιπρόσωποι λιγότερο επικίνδυνοι, διότι δεν έχουν επεκτατικές βλέψεις. Αλλιώς δεν εξηγείται με ιδεολογικούς όρους η εμμονή σε συνεργασίες με το κέντρο.
Όπως το θέτουν η Σία Αναγνωστοπούλου και ο Αδάμος Ζαχαριάδης σε άρθρο τους στην ‘Εποχή’, η κυπριακή αριστερά αντιμετωπίζει τον ιμπεριαλισμό σχηματικά σαν ‘μια μάχη μεταξύ «καλών» και «κακών» εθνών με στόχο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές κάθε χώρας’. ‘Πώς γίνεται, ωστόσο’, συνεχίζουν, ‘τμήματα της Αριστεράς να μπερδεύουν τις έννοιες του αντι-ιμπεριαλισμού και του διεθνισμού με τις θεωρίες των γεωπολιτικών συνωμοσιών και να παραδίδονται έτσι άνευ όρων στη λογική της «αταξικότητας των εθνικών ζητημάτων» που προωθεί ο εθνικισμός, προκειμένου να γείρει την πλάστιγγα της ταξικής πάλης προς όφελος μίας (ποιας άραγε…) τάξης;’ Ίσως ένα κομμάτι της απάντησης να εντοπίζεται στην άρνηση ή ανικανότητα του ΑΚΕΛ να θεωρητικοποιήσει το ‘εθνικό ζήτημα’, αφήνοντας έτσι τμήματα των οπαδών και στελεχών του να γλιστρούν εύκολα σ’ ένα αντί-ιμπεριαλισμό άδειο από ταξική ανάλυση και με τη σειρά τους να ‘αναγκάζουν’ την ηγεσία του κόμματος να υιοθετεί ρητορεία που να ικανοποιεί ή τουλάχιστον να αφουγκράζεται αυτά τους τα ένστικτα. Αυτό δημιουργεί και ευρύτερα προβλήματα. Ένας ‘εύκολος’ αντι-ιμπεριαλισμός είναι επίσης εύκολο να αναπαραχθεί σαν πέπλο ενός επικίνδυνου εθνικισμού. Όπως και γίνεται μερικές φορές στην περίπτωση του ΔΗΚΟ, με αποτέλεσμα να καλλιεργούνται έτσι ψευδαισθήσεις σε πολλούς αριστερούς ότι το ΑΚΕΛ και ο χώρος του κέντρου είναι ιδεολογικά συγγενικοί χώροι και σωστά βρίσκονται πάντοτε στο ίδιο μετερίζι. Αντίστοιχα, πόσο διαφορετικός άραγε ακούεται στους οπαδούς του ΑΚΕΛ αυτός ο α-θεωρητικός αντι-ιμπεριαλισμός από εκείνον του Λιλλήκα, του Κουλία, ή ακόμα και του αρχιεπισκόπου, όταν αυτός μιλάει για τους κακούς ξένους.
Είναι αμφίβολο αν το ΑΚΕΛ έχει διερωτηθεί ποτέ: Ποια Κύπρος θα είναι πιο δυνατή μπροστά στα σχέδια του ιμπεριαλισμού; Ποια Κύπρος θα μπορεί να αντισταθεί πιο εύκολα απέναντι στις προτροπές για ένταξη στο Νάτο; Μια Κύπρος επανενωμένη, όπου ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή Αριστερά θα μπορούν να κινητοποιηθούν από κοινού, ή μια Κύπρος de facto διχοτομημένη και άρα ευάλωτη σε επιχειρήματα περί της αναγκαιότητας αυτοπροστασίας του κυπριακού ελληνισμού; Ποιας Κύπρου το μέλλον θα απειλείται από τον τούρκικο ιμπεριαλισμό, που έχει ήδη αποικήσει την τουρκοκυπριακή πλευρά με αστείρευτες επενδύσεις; Μπροστά σε αυτά τα ερωτήματα θα έπρεπε να επανεκτιμηθεί και η αντιμετώπιση των χρονοδιαγραμμάτων και επιδιαιτησιών, όπως και της γενικότερης δομής ενός ομόσπονδου κυπριακού κράτους.
Τούτα τα ερωτήματα σχετίζονται άμεσα και με το ζήτημα της διορατικότητας: αν απορριφθούν σήμερα θέσεις ή μέθοδοι επίλυσης του Κυπριακού διότι θεωρηθούν ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα, ποιες είναι οι πιθανότητες αυτός ο χαρακτήρας να μην αγγίζει μελλοντικές θέσεις και μεθόδους; Το συχνά επαναλαμβανόμενο επιχείρημα ότι μέχρι σήμερα το κάθε επόμενο σχέδιο λύσης είναι χειρότερο από τα προηγούμενα, θα έπρεπε τουλάχιστον να δημιουργεί την υποψία στους αντί-ιμπεριαλιστές ότι τα ιμπεριαλιστικά στοιχεία του κάθε επόμενου σχεδίου μόνο θα πληθαίνουν. Ταυτόχρονα, η μακροχρόνια αναμονή για κάμψη της αδιαλλαξίας του όποιου ιμπεριαλιστικού κέντρου, συνεπάγεται de facto την περαιτέρω ενδυνάμωση του τοπικού εθνικισμού και στις δύο πλευρές. Εάν η έμφαση παραμείνει στους ιμπεριαλιστές ο στόχος της επανένωσης θα αντιμετωπίζεται όλο και με περισσότερη καχυποψία, οδηγώντας έτσι σε έδαφος άγονο για τη βιωσιμότητα της λύσης και για τις δυνατότητες κινητοποίησης της αριστεράς όταν έρθει η ώρα για δημοψήφισμα.
Το κίνημα της επαναπροσέγγισης σήμερα έχει τη δυνατότητα να αποδεχτεί κάποιες διεθνείς πραγματικότητες που δεν μπορεί να αλλάξει μέσα στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, έτσι ώστε ν’ανοίξει ο δρόμος για τη συντονισμένη, δικοινοτική προσπάθεια αποδόμησης και μετατροπής του κυπριακού status quo. Για να μπορέσει η Αριστερά να επικεντρωθεί στην πραγματική μάχη με τον ιμπεριαλισμό, που δεν είναι άλλη από την οικοδόμηση μιας Κύπρου ανεξάρτητης και αποστρατικοποιημένης, όπου η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα συμβιώνουν αρμονικά, χωρίς εθνικιστικές κορώνες και ιστορικές στρεβλώσεις.
Γιώργος Χαραλάμπους
6 comments:
Έσσιει τζαιρό που θέλω να κάμω μιαν ανάρτηση για το θέμα... αλλά είτε γιατί μου φκαίνει σεντόνι είτε γιατί εν λίη η θεωρητική μου υπόσταση, ακόμα εν το αποτόλμησα.
Τζαι λίον πολλά το πιο πάνω καλύφκει με....
Γιατί η ταξική ανάλυση εν πιο κατανοητή εντός ενός ομοιογενούς εθνούς κράτους.... Εμείς είμαστεν οι εργάτες εσείς οι μαστόροι, είμαστεν θκύο διαφορετικές τάξεις με διαφορετικά συμφέροντα.... ξεκάθαρο
Που ένα σημείο τζαι μετά οι εργάτες τζαι κεφάλαιο αποκτήσαν τζαι την ιδιώτητα του εθνούς τζαι τα πράματα εγινήκαν κώλος... Τζαι πιο δύσκολα να χωρέσουν σε τούντο μοντέλο ανάλυσης...
Γιατί η ταξική ανάλυση είναι τότε(απλοποιημένα βεβαίως);
εκ και τκ εργαζόμενοι Vs εκ και τκ κεφάλαιο ;
ή εθνικισμός Vs αντιεθνικισμός ; που να πει συνασπισμό ενάντια στον εθνικισμό μαζί με τους φιλευθερους ;
ή εθνός καταπιεστής (ασ πούμε εμεις, ως πλειοψηφία τζαι με παραπάνω πλούτο) Vs έθνος που καταπιέζεται (ασ πούμε οι τκ) ;
ή ιμπεριαλιστική δύναμη Vs υπόλοιπα καταπιεζόμενα κράτη (άρα αντιστεκόμαστε σε ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού)
Το πρόβλημα ξεκινά γιατί εν τζαι τζιαττίζουν πάντα τζαι τα πιο πάνω...
Γιατί αν πάεις με βάση το πρώτο, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να μας απασχολεί το θέμα της αυοδιάθεσης των εθνων.
Το τρίτο επιτρέπει την αυτοδιάθεση (τζαι πολλύν εθνικισμό μαζί της) , χωρίς να εξηγά απαραίτητα ποιός έσσιει τούτο το δικαίωμα, κάτω που ποιές συνθήκες κλπ
Αν δε, μια καταπιεσμένη μειονότητα της λάχει η "βοήθεια" της ιμπεριαλιστικής δύναμης, τότε τα πράματα γίνουνται μπουρδέλο γιατί δεν ξέρεις ποιον να στηρίξεις...
Ή όταν ενας πρώην αγωνιστής ενάντια στον ιμπεριαλισμό καταλήξει να καταπιέζει μειονότητες (όπως εκαταλήξαν πολλά αντι-αποικιακά κινήματα), μετά με ποιον είσαι ;
Οι εκ είχαν δικαίωμα στην αυτοδιάθεση... Οι τκ εν είχαν ;
Οι κούρδοι της τουρκίας (που είναι ξεκάθαρα καταπιεσμένο έθνος) έχουν δικαιώμα αυτοδιάθεσης - και εξού και η επίσημη αριστερά είναι υποστηρικτής του ΠΚΚ (όπως και ο Λάζαρος Μαύρος). Οι κούρδοι του ιρακ , ιραν και συρίας έχουν ;
Όξα αν τριχοτομηθεί το ιρακ είναι ιμπεριαλιστική παρέμβαση ; Ποιό βάλουμε πρώτο ;
Τα ίδια είχαμεν τζαι με τες αραβικές ανοίξεις...
Δεν ξέρεις ποιον να στηρίξεις.
Γιατί το "υποκείμενο" άλλοσπως βλέπει τον εαυτό του από ότι εμείς.
Ακόμα τζι αν μια που τες πιο πάνω αναλύσεις σου δώκει το πλαίσιο για να κατανοήσεις μια κατάσταση, σίουρα εν δύσκολο να πάρεις θέση...
Μια απορία:
Η θεωρία περί «σχολών στο κυπριακό» είναι εφεύρεση/πατέντα του Γιώργου Χαραλάμπους ή έχει άλλους ως “πατεράδες”;
Στέλιο γεια,
το θέμα εν αρκετά σύνθετο τζιαι εν επιδέχεται νομίζω απλοποιημένες θεωρητικές φόρμουλες
αν με ρωτάς εμένα θεωρώ γενικά προβληματική την έννοια της εθνικής αυτοδιάθεσης, τζιαι ειδικά άμαν μιλούμεν για τα μέσα τζιαι το τέλος του 20ου αιώνα
τζιαι όσον αφορά την θέση που πρέπει ένας αριστερός να πάρει νομίζω τούτη πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα ιστορικά δεδομένα της κάθε περίπτωσης, τα πολιτικά διακυβεύματα τζιαι τες προοπτικές. η θεωρία εν χρήσιμη για να θέσει πλαίσιο τζιαι οπτική τζιαι να βοηθήσει στην ανάλυση αλλά ούτε παρέχει έτοιμες απαντήσεις, ούτε πρέπει να γίνεται όργανο για αυθαίρετες χρήσεις, δογματικές προτάξεις τζιαι σκοπιμότητες εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων νομιμοποίησης...
άνεφ η θεωρία περί σχολών στο κυπριακό εν αρκετά παλιά τζιαι καταγραμμένη στη βιβλιογραφία τουλάχιστον που την δεκαετία του 80. συνήθως φυσικά μιλούν για 2 σχολές ενδοτικούς-απορριπτικούς, ρεαλιστές-μαξιμαλιστές, ηττοπαθείς-αγωνιστικούς ανάλογα με το ποιος μιλά. το ακελ σε τούτη την τυπολογία κατατάσσεται με τον δησυ, ενάντια στον λεγόμενο κεντρώο χώρο (βέβαια τζιαι το δησυ το 93 τζιαι το ακελ το 2004 για λόγους σκοπιμότητας, πίεσης κλπ εκλωσαν). αλλά το ίδιο το ακελ λαλεί πολλές φορές ότι ανήκει σε μια άλλη τρίτη σχολή - θέση την οποία αποδομεί με επιτυχία θεωρώ ο Γ Χαραλάμπους)
Gregoris,
Σε ποια έγγραφα του το ΑΚΕΛ, ή ομιλίες στελεχών του «το ίδιο το ακελ λαλεί πολλές φορές ότι ανήκει σε μια άλλη τρίτη σχολή»…
Ανεφ,
η απάντηση στο ερώτημα σου βρίσκεται στους πιο κάτω συνδέσμους (βλ. ιδιαίτερα τον πρώτο και τον τελευταίο):
http://www.akel.org.cy/nqcontent.cfm?a_id=8814&tt=graphic&lang=l1#.Uva9BfmSykQ
http://www.inep.org.cy/index.php/en/forums/kypriako/416/
http://www.sigmalive.com/simerini/analiseis/other/306224
http://newgreekcypriot.blogspot.com/2012/09/blog-post_3.html
http://www.philenews.com/afieromata/Kypriako_2012/symvoulio_mar.htm
Γιώργος
Αγαπητέ Γιώργο (Χαραλάμπους),
Παράθεσες πιο πάνω 5 links που παραπέμπουν σε 4 κείμενα [δυο σύνδεσμοι παραπέμπουν στο ίδιο κείμενο] τα οποία υποτίθεται ότι απαντούν στο ερώτημα μου «σε ποια έγγραφα του το ΑΚΕΛ, ή ομιλίες στελεχών του ‘το ίδιο το ακελ λαλεί πολλές φορές ότι ανήκει σε μια άλλη τρίτη σχολή’»...
Αν εξαιρέσω το πρώτο κείμενο [που είναι ένα άρθρο του Γιαννάκη Κολοκασίδη, πάνω στο οποίο στήριξες και το δικό σου κείμενο, “αποκαλυπτικό” για τις “αντιφάσεις” του ΑΚΕΛ] τα υπόλοιπα ΔΕΝ μιλάνε για την «τρίτη [αντιιμπεριαλιστική] σχολή στο Κυπριακό», αλλά αναλύουν βασικά τις [ΔΥΟ] διαφορετικές προσεγγίσεις στο κυπριακό... [Ο συν-blogger Νέος μάλιστα στον οποίο παραπέμπει ένας από τους συνδέσμους που παράθεσες, ΚΑΜΙΑ οργανική σχέση έχει με το ΑΚΕΛ, κι όπως κι ο ίδιος έχει πει πολλές φορές είναι τις προσωπικές του θέσεις που εκφράζει, όπως φυσικά κι ΕΓΩ]...
Πέραν τούτου στο πιο πρόσφατα έγγραφα της Κεντρικής Επιτροπής του ΑΚΕΛ, που είναι οι “Θέσεις της Κ.Ε. προς το Προγραμματικό Συνέδριο του ΑΚΕΛ” και το “ Έγγραφο του ΑΚΕΛ αναφορικά με τις διεθνείς, περιφερειακές και εσωτερικές εξελίξεις που επηρεάζουν το κυπριακό”, δεν γίνεται αναφορά σε σχολές. [Και δεν εξετάζω εδώ αν αυτό είναι σωστό ή λάθος]...
Επί της ουσίας, προσωπικά θεωρώ ότι το κείμενο ΣΟΥ είναι αντιφατικό και θα το αναλύσω σε δικό μου κείμενο που θα αναρτήσω εντός των ημερών στο blog μου. Βρίσκομαι ήδη στη διαδικασία συγγραφής του...
Post a Comment