(μετάφραση
αποσπάσματος από το υπό
έκδοση στα αγγλικά βιβλίο
, “Labour relations in Cyprus: employment, trade unionism and class
composition”, σελ. 144-146. η έκδοση φαίνεται
τελικά ότι θα καθυστερήσει αρκετά.)
6.2.1. Ιδεολογικοί
προσανατολισμοί
Η ταύτιση
συμφερόντων εργοδότη – εργοδοτουμένου
βασίζεται πάνω στην έννοια της “εταιρείας”
και της αφαίρεσής της ως μιας οντότητας
έξω και πάνω από τους ανθρώπους που την
αποτελούν - των οποίων η δράση και η
επενέργεια είναι ουσιαστικά αυτό που
παράγει και αναπαράγει την εταιρεία ως
μικρο-κοινωνική δομή. Αυτή την ταύτιση
την συναντούμε συνήθως ανάμεσα στους
μεσαίους διευθυντές και τους βοηθούς
τους που είναι ουσιαστικά και οι κύριοι
δρώντες σε αυτή την αναπαραγωγή1.
“Οι νέοι εργάτες προσλαμβάνονται σε
δοκιμαστική βάση. Να δουν αν τους αρέσει
το ξενοδοχείο και αν αρέσουν στο
ξενοδοχείο. Είναι αμοιβαίο.”2
Το ξενοδοχείο σε αυτό τον λόγο γίνεται
μια ενοποιημένη οντότητα διοίκησης και
προσωπικού που μαζί αποφασίζουν αν τους
αρέσουν οι νέες προσλήψεις ή όχι. Στην
πραγματικότητα βέβαια το “ξενοδοχείο”
σημαίνει ουσιαστικά τη διεύθυνση του
ξενοδοχείου. Με τα λόγια κάποιου άλλου
μεσαίου διευθυντή: “εμείς ως εταιρεία,
ως ένας οργανισμός, έχουμε προτείνει
στους ανθρώπους μας να δημιουργήσουν
την δική τους (εταιρική) συντεχνία”3.
Σε αυτό τον λόγο ξανά η εταιρεία γίνεται
“εμείς” ενώ οι “δικοί μας άνθρωποι”
αναφέρεται ουσιαστικά στους εργαζόμενους,
κυρίως αυτούς που θεωρούνται πιστοί
στη διεύθυνση. Αυτοί οι τελευταίοι
αποτελούν στο τέλος της μέρας μια ομάδα
που στηρίζει και συμπληρώνει το διοικητικό
έργο, καθώς χρησιμοποιείται στη διαδικασία
πειθάρχησης μέσα από την παροχή
πληροφοριών για συναδέλφους στη διοίκηση
της εταιρείας4.
Η ταύτιση των
μεσαίων διευθυντών με την εταιρεία δεν
αποτελεί στην πραγματικότητα θέμα
επιλογής. Είναι όρος, και για το διορισμό
και για τη διατήρηση τους σε αυτή τη
θέση. Αυτό επιφέρει συγκεκριμένες μορφές
κοινωνικής συμπεριφοράς προς το προσωπικό
και συγκεκριμένες ψυχολογικές καταστάσεις.
“αγχώνουμαι σάννα τζιαι εν δική μου
η δουλειά”5.
Στις τράπεζες που είναι στην ουσία
τεράστιοι οργανισμοί με πιο απρόσωπες
διοικητικές δομές, η ταύτιση με την
“εταιρεία” γίνεται με διαφορετικούς
τρόπους. Υπάρχει μεγαλύτερη σύνδεση με
τη “δουλειά” που θεωρείται
κοινωνικά “καλοπληρωμένη”, “μόνιμη”
και “καριέρας” για πολλούς ανθρώπους.
Οι πλείστες νέες προσλήψεις είναι
πτυχιούχοι και προσβλέπουν στην ανέλιξη
τους μέσα στην εργασιακή ιεραρχία. Έτσι
ο βαθμός ταύτισης τους με την “εταιρεία”
είναι άμεσα συνδεδεμένος με τις προσωπικές
προοπτικές εσωτερικά της6.
Το πιο δομημένο σύστημα εργασιακών
σχέσεων στον τραπεζικό τομέα και η
ύπαρξη λειτουργικών, και όχι απλά
τυπικών, τμημάτων ανθρώπινου δυναμικού
περιορίζει την εξουσία και την αρμοδιότητα
των διάφορων μεσαίων διευθυντών στην
εργασιακή και όχι στην εργοδοτική πτυχή
της εργασίας. Έτσι ο βαθμός της ταύτισης
τους με την εταιρεία περιορίζεται στη
γενική προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγή
και η παραγωγικότητα μέσα από τους
οργανωτικούς και εποπτικούς ρόλους.
Η κοινωνική
ηγεμονία αυτού που στη βιβλιογραφία
των εργασιακών σχέσεων ονομάζεται
“ενοποιητική” οπτική ήταν πιο εμφανής
στις έρευνες πεδίου του τραπεζικού
τομέα, όπως ανέφερα στο κεφάλαιο 4. Παρόλα
αυτά η ηγεμονία αυτή δεν είναι ούτε
απόλυτη ούτε αρκετά ισχυρή. Το πόσο
εύθραυστη ήταν φάνηκε μέσα από πολλές
συνεντεύξεις και στις τρεις βιομηχανίες.
Καθώς οι συζητήσεις μπήκαν στο πεδίο
των δικαιωμάτων και συμφερόντων, ακόμα
και υπάλληλοι (περιλαμβανομένων μεσαίων
διευθυντικών στελεχών), που συνήθως
είχαν μια φιλελεύθερη αντίληψη των
εργασιακών σχέσεων, αναγνώριζαν τη
διάσταση συμφερόντων στην πράξη μεταξύ
του εργοδότη και των εργοδοτούμενων7.
Ακόμα και υπάλληλοι που μου μιλούσαν
για τον “καλό χαρακτήρα” και τη
γενναιοδωρία του εργοδότη τους σε άλλα
σημεία της συνέντευξης ,αναφέρονταν
στα συνδικάτα ως η προστασία των
συμφερόντων και των δικαιωμάτων τους
από δυνητικές και πραγματικές παραβιάσεις
της εργοδοσίας8.
Ο ανταγωνισμός συμφερόντων μεταξύ
εργοδοτών και εργατών υπάρχει ως
καταπιεσμένη πραγματικότητα, ως μια
υπόρρητη συνθήκη που βγαίνει στην
επιφάνεια κατά τη διάρκεια των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, προκαλώντας εντάσεις
και εργασιακή αναταραχή. Στις συνεντεύξεις
που πήρα κάποιοι εργάτες ήταν σαφείς.
“(Οι εργοδότες) εν τζιαι θωρούν μας
σαν υπαλλήλους. Θωρούν μας σαν μηχανές
που κάμνουν ριάλλια.”9
Η απόσταση που τους χωρίζει από τους
διευθυντές, τους οποίους θεωρούν ότι
βρίσκονται στην εργοδοτική πλευρά, ήταν
ξεκάθαρη. “Επροάξαν τον σιεφ πρόσφατα
τζιαι γι' αυτόν κρατά απόσταση που εμάς”10
Οι πιο πολιτικοποιημένοι, όπως οι τοπικοί
συνδικαλιστικοί επίτροποι, απαντούσαν
στο διαχρονικό εργοδοτικό επιχείρημα
για το πρόβλημα του ψηλού εργατικού
κόστους υποδεικνύοντας τους ψηλούς
μισθούς των διευθυντών11.
Σε σχέση με τους καπιταλιστές μερικοί
εργαζόμενοι ήταν κοφτοί. “Πόσα ριάλλια
πρέπει να φκάλλουν οι ξενοδόχοι; Σάζουν
τα παιθκιά τους, σάζουν τζιαι τα αγγόνια
τους. Πρέπει να σάζουν τζιαι τα δισέγγονα
τους; Ας δουλέψουν τζιαι λλίον τα
δισέγγονα τους”12.
Τα συνδικάτα
αποτελούν ουσιαστικά την οργανωτική
μορφή μέσα από την οποία τα συλλογικά
συμφέροντα των εργατών αντιπροσωπεύονται
και προστατεύονται. Ο τρόπος με τον
οποίο αυτό γίνεται για το συνδικαλισμένο
μέρος του εργατικού δυναμικού έχει
εξεταστεί στο κεφάλαιο 4. Όμως δεν είναι
όλοι οι εργάτες που βλέπουν θετικά τους
συνδικαλιστές ως τους αντιπροσώπους
τους ή ως τους προστάτες των δικαιωμάτων
τους. Υπάρχουν εργάτες, τόσο συνδικαλισμένοι
αλλά κυρίως μη συνδικαλισμένοι, που
έχουν μια αρνητική γνώμη για τα συνδικάτα.
Πολλοί εργαζόμενοι τα θεωρούν “ξεπουλημένα
στους εργοδότες” ή αδιάφορα προς τα
συμφέροντα τους. Αυτό προκύπτει από τον
μεσολαβητικό ρόλο των συνδικαλιστών
μεταξύ διεύθυνσης και εργαζομένων,
προτείνοντας συμβιβαστικές λύσεις τόσο
σε ζητήματα ατομικών όσο και συλλογικών
συμφερόντων. Ο διπλός ρόλος των συνδικάτων
ως ταυτόχρονα οχήματα έκφρασης των
εργατικών συμφερόντων και ταυτόχρονα
μηχανισμοί ένταξης της εργατικής τάξης
στο αστικό κράτος στην ουσία φέρνει
στην επιφάνεια δυο διαφορετικές οπτικές.
Η μια μπορεί να οριστεί ως αριστερή ή
ριζοσπαστική, που εστιάζει πάνω στα
ταξικά συμφέροντα και κριτικάρει τους
συνδικαλιστές ανάλογα με το βαθμό που
η δράση τους αποκλίνει από την πλευρά
της εργασίας προς την πλευρά του κεφαλαίου
στην αναζήτηση του συμβιβασμού. Η άλλη
μπορεί να οριστεί ως δεξιά ή συντηρητική
και συναντάται πιο συχνά ανάμεσα στους
μεσαίους διευθυντές, που εστιάζουν στα
συμφέροντα της εταιρείας/βιομηχανίας
και κριτικάρουν τα συνδικάτα ανάλογα
με το βαθμό στον οποίο η δράση τους
διακόπτει την εργατική ειρήνη και την
αύξηση της παραγωγικότητας κάνοντας
τη δουλειά της διεύθυνσης πιο δύσκολη.
Αυτές οι δυο αναλυτικά διακριτές και
πολιτικά ανταγωνιστικές οπτικές στην
πραγματικότητα διεμβολίζουν η μια την
άλλη, συμφωνώντας σε ζητήματα όπως το
“ίδιον συμφέρον των συνδικάτων”13
ή ακόμα και κατηγορίες για “διαφθορά”14.
1Όλες
οι έρευνες πεδίου.
2Έρευνα
πεδίου 1, υπεύθυνος εστιατορίων
3Έρευνα
πεδίου 3, υπεύθυνος μπαρ
4Έρευνες
πεδίου 1 και 3. Συνεντεύξεις με μεσαίους
διευθυντές. Μερικοί εργαζόμενοι επίσης
ανέφεραν το φαινόμενο των καρφιών ή
χαφιέδων.
5Έρευνα
πεδίου 6, βοηθός επιστάτης
6Έρευνες
πεδίου 4, 5.
7Έρευνα
πεδίου 4, διευθυντής συναλλαγών
8Έρευνα
πεδίου 2, υπεύθυνη καθαριότητας, έρευνα
πεδίου 3, chef de partie
9Έρευνα
πεδίου 3, μάγειρας Β
10Έρευνα
πεδίου 2, μπάρμαν
11Έρευνα
πεδίου 3, τεχνικός Α, μέλος τοπικής
συντεχνιακής επιτροπής
12Έρευνα
πεδίου 3, sous chef
13Έρευνα
πεδίου 1, υπεύθυνος συντήρησης. Έρευνα
πεδίου 3, μη συνδικαλισμένος μπάρμαν.
Έρευνα πεδίου 3, τεχνικός Β
14Έρευνα
πεδίου 1, υπεύθυνος μπαρ.