Ευέλικτη Εργασία και Επισφαλής Ζωή
Φικρής Ευρασιάτης,
ΦΑΛΙΕΣ, τεύχος 2, Γενάρης 2006
Η ευελικτοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και της κεφαλαιακής συσσώρευσης, καταστάσεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, αποτελούν εξελίξεις που αναδομούν τις σχέσεις παραγωγής και κατ’ επέκταση αναδιαρθρώνουν τις σχέσεις της ταξικής μας κοινωνίας. Στο κείμενο αυτό δε θα εξεταστεί αν η εργασιακή ευελιξία αποτελεί δομική ανάγκη της καπιταλιστικής οικονομίας ή ιδεολογική πολιτική αντίληψη των εκπροσώπων της. Το κείμενο αυτό γράφεται από τη σκοπιά των εργαζομένων και δεν ενδιαφέρεται για την οικονομία της κεφαλαιακής συσσώρευσης αλλά για το κοινωνικό νόημα της ανατροπής της. Για ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του νεαρού σε ηλικία τμήματος της, εργασιακή ευελιξία σημαίνει πρώτα και πάνω από όλα επισφαλής εργασία, ή γενικότερα ζωή μέσα στην επισφάλεια. Κατ΄ επέκταση ο όποιος σχεδιασμός παρέμβασης στον ταξικό ανταγωνισμό, οφείλει να λάβει υπόψη του το νόημα της επισφάλειας, όπως αποτυπώνεται στις ζωές των υποκειμένων.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της επισφάλειας είναι η αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα έχει πολλαπλές διαστάσεις, διαβαθμίσεις και διαφοροποιήσεις. Δεν βρίσκονται λόγου χάρη όλοι οι έκτακτα απασχολούμενοι στην ίδια μισθολογική κλίμακα, ούτε βιώνουν τις ίδιες συνθήκες εργασίας. Όμως η μορφή της εκμετάλλευσης στην οποία υπόκεινται είναι παρόμοια καθώς η έλλειψη οικονομικής σταθερότητας τους αποκλείει από κάθε μακρόπνοο σχεδιασμό της ζωής τους. Βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς ανασφάλειας με όλες τις κοινωνικές και συναισθηματικές της προεκτάσεις, που πηγάζει από τη συναίσθηση και την πραγματικότητα της προσωρινότητας τους. Αποκλεισμένοι από τα κεκτημένα δικαιώματα της εργατικής τάξης (πληρωμένες άδειες, δέκατος τρίτος μισθός κτλ) και χωρίς διαβλεπόμενη ενσωμάτωση στη μόνιμη εργασία -και άρα πρόσβαση σε εγγυημένο μισθό- οδηγούνται σε ένα παζάρι υπηρεσιών. Χάνουν δηλαδή την σιγουριά του μισθωτού χωρίς να παύουν να υπόκεινται στην ιεραρχία και την αλλοτρίωση της μισθωτής σχέσης. Οι εργαζόμενοι με το κομμάτι για παράδειγμα, πέραν από το άγχος να ικανοποιήσουν τον εργοδότη τους -πελάτη των υπηρεσιών τους, επωμίζονται ταυτόχρονα και το λεγόμενο ρίσκο του επιχειρηματία, τον κίνδυνο δηλαδή της χρεοκοπίας μέσα από τον παραμερισμό τους από τη συγκεκριμένη αγορά. Ο εργοδότης, σαν αγοραστής υπηρεσιών, παύει να έχει ευθύνες κοινωνικής ασφάλισης των υπαλλήλων του, αφού η εργασιακή σχέση βαφτίζεται επαγγελματική συνεργασία. Με την απειλή της ανεργίας πάνω από τα κεφάλια τους και τον φόβο της κοινωνικής περιθωριοποίησης και συναισθηματικής κατάπτωσης, πολλοί εργαζόμενοι πιέζονται να αποδεχτούν εν λευκώ την όποια εργασία τους ανατεθεί. Η ζωή μέσα στην επισφάλεια προωθεί τη θεαματική αναπαράσταση της εργασίας ως ευκαιρίας. Ταυτόχρονα η επισφάλεια αναπαρίσταται θεαματικά από την εργασιακή ιεραρχία ως ζωή. Η αναζήτηση της βεβαιότητας από τον ευκαιριακοποιημένο άνθρωπο, εργαζόμενο ή άνεργο, τον οδηγεί στην αντίληψη της μισθωτής εργασίας ως ελευθερίας!
Το πρεκαριάτο δεν είναι φρούτο της παγκοσμιοποίησης, κουβαλά μέσα του ιστορία. Καθώς αλλάζουν οι εποχές, η στοιχειωμένη κραυγή των ακτημόνων αγροτών έξω από τα μεταλλεία και τις οικοδομές μιας αποικίας αντηχεί μέχρι σήμερα στα αυτιά κάποιων…
– Θέλουμεν μάστρον, ττέλουμε μάστρο!!!
Η σημερινή απαίτηση της εργοδοσίας για ευελιξία στην αγορά και χρήση της εργατικής δύναμης σχετίζεται με την άρνηση της να επιβαρύνεται το κόστος της αναπαραγωγής αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης. Τα περιθώρια αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όμως έξω από την εμπορευματοποιημένη εργασία έχουν στενέψει. Οι αγροτικές κοινωνίες, οι παραδοσιακές οικονομίες που στήριξαν την επέκταση του βιομηχανικού καπιταλισμού παρέχοντας πρώτη ύλη και εργατική δύναμη μούχτιν σήμερα είναι είδος προς εξαφάνιση. Το Κεϋνσιανό κράτος προνοίας και ο θεσμός της οικογένειας δηλώνουν αδυναμία να συντηρήσουν τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανέργων και υπερηλίκων. Το κεφάλαιο αρνείται να φροντίσει για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης που χρησιμοποιεί. Θεωρεί τα εργασιακά υποκείμενα ως αναλώσιμα αντικείμενα. Όμως κεφάλαιο χωρίς εργατική δύναμη δεν μπορεί να υπάρξει! Όσο ελκυστική και αν ακούγεται σαν ιδέα, οι μηχανές δεν παράγουν αξία. Η αξία είναι κοινωνική κατασκευή χωρίς υλική οντότητα κωδικοποιήσιμη μαθηματικά και άρα υπολογίσιμη ποσοτικά. Η αξιοποίηση της αξίας, η επιβολή δηλαδή του «νόμου της αξίας» στην κοινωνική διαδικασία της παραγωγής δεν είναι ποτέ δεδομένη, αλλά αδιάκοπα διαπραγματεύσιμη, μεταβαλλόμενη και τελικά μεταλλασσόμενη ανάλογα και σύμφωνα με τις πράξεις των υποκειμένων. Η ίδια η ιστορική πραγματικότητα είναι προϊόν του κοινωνικού ανταγωνισμού, ή όπως λέει χαρακτηριστικά ο Holloway, το κεφάλαιο είναι ταξική πάλη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αυτό-αξιοποίηση του κεφαλαίου περνά μέσα από τη δημιουργία της εργασίας, ενώ η αυτό-αξιοποίηση της εργασίας μέσα από την καταστροφή του κεφαλαίου!
Η αυτονόμηση της εργασίας από το πρόγραμμα αξιοποίησης του κεφαλαίου παραμένει το βασικό πρόταγμα. Η αυτο-αξιοποίηση της εργασίας, βρίσκεται στη συνεργατική επανοικειοποίηση της παραγωγής. Τα μαστριλίκκια κομμένα!
Καθώς η εργασία υπηρεσιοποιείται (βλέπε προηγούμενο τεύχος, Άυλη εργασία) μετατρέπεται σε μια αφηρημένη αγορά πληροφορίας, σε μια κοινότητα γνώσης, σε μια αόριστα δια-προσωπική αντίληψη του εμείς. Η υπηρεσιοποίηση της εργασίας μετατρέπει τον εργαζόμενο σε μηχανή ανα-παραγωγής και προώθησης συμβόλων που ανα-πληρώνουν την ύπαρξη του. Πρόκειται για την εκδούλευση των υποκειμένων, όχι απλώς την εξαγωγή υπεραξίας από τα μυαλά και τα σώματα τους, αλλά την ψυχαναγκαστική οριοθέτηση του είναι τους στις παραμέτρους του εμπορεύματος. Μπορεί η σχέση επαγγελματία – αγοραστή υπηρεσιών να υποκαθιστά φαντασιακά τη σχέση υποτακτικού – αφεντικού, αλλά, με ή χωρίς τη μεσολάβηση της διαπροσωπικής επαφής, ο βασικός ανταγωνισμός της εργασιακής σχέσης μένει. Μπορεί η εργασία να αϋλοποιείται, η αλλοτρίωση όμως δεν εξαϋλώνεται. Η αποξένωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο δεν περιορίζεται στον εργασιακό χωρόχρονο. Είναι στα σπίτια μας και στα στέκια μας. Είναι στις λέξεις που βγάζουμε από το στόμα μας, στις αδιάφορες μας επαφές, στην απάθεια με την οποία χάνουμε την προσωπική μας αξιοπρέπεια και τη συλλογική μας αυτονομία!
Καθώς η διχοτόμηση μεταξύ εργασιακού και ελεύθερου χρόνου ανατρέπεται, ο “ελεύθερος” χρόνος καλείται να ανα-πληρώσει τον αναξιοποίητο εργασιακό χρόνο. Ούτε λεπτό να μην υπάρξει έξω από το εμπόρευμα! Παρτ – τάιμ τζαι βάρδιες, σπαστόν ωράριο τζαι το όβερ – τάιμ μια-μια. Με το ψουμίν μας εν παίζουμεν. Παίζουσιν άλλοι!
Δεν μπορώ άλλο Θανάση, στα εικοσπέντε έχω γεράσει.
- Κάνε στάση, κάνε στάση.
Φικρής Ευρασιάτης,
ΦΑΛΙΕΣ, τεύχος 2, Γενάρης 2006
Η ευελικτοποίηση της εργασιακής διαδικασίας και της κεφαλαιακής συσσώρευσης, καταστάσεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, αποτελούν εξελίξεις που αναδομούν τις σχέσεις παραγωγής και κατ’ επέκταση αναδιαρθρώνουν τις σχέσεις της ταξικής μας κοινωνίας. Στο κείμενο αυτό δε θα εξεταστεί αν η εργασιακή ευελιξία αποτελεί δομική ανάγκη της καπιταλιστικής οικονομίας ή ιδεολογική πολιτική αντίληψη των εκπροσώπων της. Το κείμενο αυτό γράφεται από τη σκοπιά των εργαζομένων και δεν ενδιαφέρεται για την οικονομία της κεφαλαιακής συσσώρευσης αλλά για το κοινωνικό νόημα της ανατροπής της. Για ένα μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του νεαρού σε ηλικία τμήματος της, εργασιακή ευελιξία σημαίνει πρώτα και πάνω από όλα επισφαλής εργασία, ή γενικότερα ζωή μέσα στην επισφάλεια. Κατ΄ επέκταση ο όποιος σχεδιασμός παρέμβασης στον ταξικό ανταγωνισμό, οφείλει να λάβει υπόψη του το νόημα της επισφάλειας, όπως αποτυπώνεται στις ζωές των υποκειμένων.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της επισφάλειας είναι η αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα έχει πολλαπλές διαστάσεις, διαβαθμίσεις και διαφοροποιήσεις. Δεν βρίσκονται λόγου χάρη όλοι οι έκτακτα απασχολούμενοι στην ίδια μισθολογική κλίμακα, ούτε βιώνουν τις ίδιες συνθήκες εργασίας. Όμως η μορφή της εκμετάλλευσης στην οποία υπόκεινται είναι παρόμοια καθώς η έλλειψη οικονομικής σταθερότητας τους αποκλείει από κάθε μακρόπνοο σχεδιασμό της ζωής τους. Βρίσκονται σε μια κατάσταση συνεχούς ανασφάλειας με όλες τις κοινωνικές και συναισθηματικές της προεκτάσεις, που πηγάζει από τη συναίσθηση και την πραγματικότητα της προσωρινότητας τους. Αποκλεισμένοι από τα κεκτημένα δικαιώματα της εργατικής τάξης (πληρωμένες άδειες, δέκατος τρίτος μισθός κτλ) και χωρίς διαβλεπόμενη ενσωμάτωση στη μόνιμη εργασία -και άρα πρόσβαση σε εγγυημένο μισθό- οδηγούνται σε ένα παζάρι υπηρεσιών. Χάνουν δηλαδή την σιγουριά του μισθωτού χωρίς να παύουν να υπόκεινται στην ιεραρχία και την αλλοτρίωση της μισθωτής σχέσης. Οι εργαζόμενοι με το κομμάτι για παράδειγμα, πέραν από το άγχος να ικανοποιήσουν τον εργοδότη τους -πελάτη των υπηρεσιών τους, επωμίζονται ταυτόχρονα και το λεγόμενο ρίσκο του επιχειρηματία, τον κίνδυνο δηλαδή της χρεοκοπίας μέσα από τον παραμερισμό τους από τη συγκεκριμένη αγορά. Ο εργοδότης, σαν αγοραστής υπηρεσιών, παύει να έχει ευθύνες κοινωνικής ασφάλισης των υπαλλήλων του, αφού η εργασιακή σχέση βαφτίζεται επαγγελματική συνεργασία. Με την απειλή της ανεργίας πάνω από τα κεφάλια τους και τον φόβο της κοινωνικής περιθωριοποίησης και συναισθηματικής κατάπτωσης, πολλοί εργαζόμενοι πιέζονται να αποδεχτούν εν λευκώ την όποια εργασία τους ανατεθεί. Η ζωή μέσα στην επισφάλεια προωθεί τη θεαματική αναπαράσταση της εργασίας ως ευκαιρίας. Ταυτόχρονα η επισφάλεια αναπαρίσταται θεαματικά από την εργασιακή ιεραρχία ως ζωή. Η αναζήτηση της βεβαιότητας από τον ευκαιριακοποιημένο άνθρωπο, εργαζόμενο ή άνεργο, τον οδηγεί στην αντίληψη της μισθωτής εργασίας ως ελευθερίας!
Το πρεκαριάτο δεν είναι φρούτο της παγκοσμιοποίησης, κουβαλά μέσα του ιστορία. Καθώς αλλάζουν οι εποχές, η στοιχειωμένη κραυγή των ακτημόνων αγροτών έξω από τα μεταλλεία και τις οικοδομές μιας αποικίας αντηχεί μέχρι σήμερα στα αυτιά κάποιων…
– Θέλουμεν μάστρον, ττέλουμε μάστρο!!!
Η σημερινή απαίτηση της εργοδοσίας για ευελιξία στην αγορά και χρήση της εργατικής δύναμης σχετίζεται με την άρνηση της να επιβαρύνεται το κόστος της αναπαραγωγής αυτής της ίδιας της εργατικής δύναμης. Τα περιθώρια αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης όμως έξω από την εμπορευματοποιημένη εργασία έχουν στενέψει. Οι αγροτικές κοινωνίες, οι παραδοσιακές οικονομίες που στήριξαν την επέκταση του βιομηχανικού καπιταλισμού παρέχοντας πρώτη ύλη και εργατική δύναμη μούχτιν σήμερα είναι είδος προς εξαφάνιση. Το Κεϋνσιανό κράτος προνοίας και ο θεσμός της οικογένειας δηλώνουν αδυναμία να συντηρήσουν τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ανέργων και υπερηλίκων. Το κεφάλαιο αρνείται να φροντίσει για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης που χρησιμοποιεί. Θεωρεί τα εργασιακά υποκείμενα ως αναλώσιμα αντικείμενα. Όμως κεφάλαιο χωρίς εργατική δύναμη δεν μπορεί να υπάρξει! Όσο ελκυστική και αν ακούγεται σαν ιδέα, οι μηχανές δεν παράγουν αξία. Η αξία είναι κοινωνική κατασκευή χωρίς υλική οντότητα κωδικοποιήσιμη μαθηματικά και άρα υπολογίσιμη ποσοτικά. Η αξιοποίηση της αξίας, η επιβολή δηλαδή του «νόμου της αξίας» στην κοινωνική διαδικασία της παραγωγής δεν είναι ποτέ δεδομένη, αλλά αδιάκοπα διαπραγματεύσιμη, μεταβαλλόμενη και τελικά μεταλλασσόμενη ανάλογα και σύμφωνα με τις πράξεις των υποκειμένων. Η ίδια η ιστορική πραγματικότητα είναι προϊόν του κοινωνικού ανταγωνισμού, ή όπως λέει χαρακτηριστικά ο Holloway, το κεφάλαιο είναι ταξική πάλη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αυτό-αξιοποίηση του κεφαλαίου περνά μέσα από τη δημιουργία της εργασίας, ενώ η αυτό-αξιοποίηση της εργασίας μέσα από την καταστροφή του κεφαλαίου!
Η αυτονόμηση της εργασίας από το πρόγραμμα αξιοποίησης του κεφαλαίου παραμένει το βασικό πρόταγμα. Η αυτο-αξιοποίηση της εργασίας, βρίσκεται στη συνεργατική επανοικειοποίηση της παραγωγής. Τα μαστριλίκκια κομμένα!
Καθώς η εργασία υπηρεσιοποιείται (βλέπε προηγούμενο τεύχος, Άυλη εργασία) μετατρέπεται σε μια αφηρημένη αγορά πληροφορίας, σε μια κοινότητα γνώσης, σε μια αόριστα δια-προσωπική αντίληψη του εμείς. Η υπηρεσιοποίηση της εργασίας μετατρέπει τον εργαζόμενο σε μηχανή ανα-παραγωγής και προώθησης συμβόλων που ανα-πληρώνουν την ύπαρξη του. Πρόκειται για την εκδούλευση των υποκειμένων, όχι απλώς την εξαγωγή υπεραξίας από τα μυαλά και τα σώματα τους, αλλά την ψυχαναγκαστική οριοθέτηση του είναι τους στις παραμέτρους του εμπορεύματος. Μπορεί η σχέση επαγγελματία – αγοραστή υπηρεσιών να υποκαθιστά φαντασιακά τη σχέση υποτακτικού – αφεντικού, αλλά, με ή χωρίς τη μεσολάβηση της διαπροσωπικής επαφής, ο βασικός ανταγωνισμός της εργασιακής σχέσης μένει. Μπορεί η εργασία να αϋλοποιείται, η αλλοτρίωση όμως δεν εξαϋλώνεται. Η αποξένωση του ανθρώπου από τον άνθρωπο δεν περιορίζεται στον εργασιακό χωρόχρονο. Είναι στα σπίτια μας και στα στέκια μας. Είναι στις λέξεις που βγάζουμε από το στόμα μας, στις αδιάφορες μας επαφές, στην απάθεια με την οποία χάνουμε την προσωπική μας αξιοπρέπεια και τη συλλογική μας αυτονομία!
Καθώς η διχοτόμηση μεταξύ εργασιακού και ελεύθερου χρόνου ανατρέπεται, ο “ελεύθερος” χρόνος καλείται να ανα-πληρώσει τον αναξιοποίητο εργασιακό χρόνο. Ούτε λεπτό να μην υπάρξει έξω από το εμπόρευμα! Παρτ – τάιμ τζαι βάρδιες, σπαστόν ωράριο τζαι το όβερ – τάιμ μια-μια. Με το ψουμίν μας εν παίζουμεν. Παίζουσιν άλλοι!
Δεν μπορώ άλλο Θανάση, στα εικοσπέντε έχω γεράσει.
- Κάνε στάση, κάνε στάση.