Αναδημοσίευση άρθρου του Γιώργου Τυρίκου Εργά
από την ελληνική ημερήσια εφημερίδα της Λέσβου, Εμπρός
Όταν έφτασα στην Κύπρο δεν είχα κλείσει ακόμα τα 18. Ήξερα μόνο πως πρωτεύουσα ήταν η Λευκωσία, ούτε καν τα ονόματα των κυριότερων πόλεων. Ήξερα επίσης πως η Λευκωσία ήταν μια πόλη χωρισμένη στα δύο, κάποια Πράσινη Γραμμή περνούσε από πάνω της, την έκοβε και το ένα κομμάτι το έδινε στους Έλληνες, το άλλο στους Τούρκους. Ανυπομονούσα να δω την Πράσινη Γραμμή, με τι μπογιά είναι χρωματισμένη, αν είναι καμπύλη ή περνάει ολόισια, συνεχιζόμενη πάνω από τα χτίρια και τους τοίχους, από άκρη σε άκρη, μεγάλο, παράξενο κατόρθωμα. Είχα επίσης στο νου μου μια αφίσα-λογότυπο, κρεμασμένη εδώ και εκεί, την είχα δει πολλές φορές από μικρός. Η αφίσα απεικόνιζε το περίγραμμα της Κύπρου με την μύτη του νησιού, τις περιοχές δηλαδή του Βορρά βαμμένες με κόκκινο, σαν πληγή που αιμορραγούσε, το αίμα κύλαγε μέχρι εκεί που θα έπρεπε να είναι η θάλασσα. Πάνω από το αιματοβαμμένο σκηνικό έγραφε, ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ. Για μένα, αυτό το «δεν ξεχνώ» μιλούσε ξεκάθαρα. Είχα μεγαλώσει στην Κάλυμνο, δέκα λεπτά με το καΐκι μακριά από τις ακτές της «πολυμίσητης» Τουρκίας. Όπως και για όλα τα παιδιά του τόπου μου, οι Τούρκοι ήταν οι κατ’ εξοχήν βάρβαροι. Οι κατ’ εξοχήν αδιόρθωτοι, αμετάλλαχτοι, αμετανόητοι αιώνιοι εχθροί μας. Μου το είχαν μάθει στο σχολείο, μου το έλεγαν στο κατηχητικό, μου το έλεγαν στο σπίτι, «να βαστώ και ένα ραβδί στο χέρι» όταν κάνω «Τούρκο φίλο». Το νόημα λοιπόν της αφίσας με την αιματοβαμμένη Κύπρο ήταν απλό, ήξερα τι δεν πρέπει να ξεχάσω. Κάτι είχα ακουστά για το ‘74, οι Τούρκοι έκαναν εισβολή, αυτό δεν έπρεπε να ξεχάσω, πως η Κύπρος είναι ελληνική και οι Τούρκοι, βάρβαροι εισβολείς.
Ζώντας στην Κύπρο έμαθα τα ονόματα που μου έδιναν. Βασικά εγώ θεωρούσα τον εαυτό μου Έλληνα. Τότε αυτό με γέμιζε περηφάνια. Οι Κύπριοι συμφοιτητές μου με έλεγαν «Ελλαδίτη». Έτσι και εγώ συστηνόμουν πριν καταλάβω πως το «Καλύμνιος» ήταν τελικά πιο ανώδυνο. Καταλάβαινα πως μερικοί από τους συμφοιτητές μου δεν με έλεγαν «Έλληνα» καθώς αυτό θα εξαιρούσε τους ίδιους από κάποια «ελληνικότητα». Άλλοι με έλεγαν «Ελλαδίτη» ή «Έλληνα» γιατί, όπως γρήγορα μου εξήγησαν, ήθελαν να τονίσουν πως οι ίδιοι, διαχωρίζονται, είναι Κύπριοι. Οι περισσότεροι όμως με αποκαλούσαν «Καλαμαρά» και ξεμπερδεύαμε. Το ένιωθα κάπως υποτιμητικό αυτό, με ενοχλούσε. Οι φίλοι μου από την Ελλάδα έλεγαν να μη με ενοχλεί: ετυμολογικά «καλαμαράς» είναι ο μορφωμένος, ο λόγιος, οπότε οι Κύπριοι μας αποκαλούν έτσι, μα στην ουσία βγάζουν τα κόμπλεξ τους. Δείχνουν δηλαδή πως καταλαβαίνουν την ανωτερότητά μας ακόμα και όταν προσπαθούν να μας υποτιμήσουν. Οι λέξεις «Ελληνοκύπριος», «Τουρκοκύπριος», ακόμα και το «Κύπριος», είχαν άλλα νοήματα, τα οποία άργησα να καταλάβω. Συνήθως τις λέξεις αυτές τις απέφευγα, καθώς, όποτε τις άκουγα, ήξερα πως θα ακολουθήσει πολιτική συζήτηση την οποία λίγο καταλάβαινα και πολύ λιγότερο είχα όρεξη να καταλάβω. Είχα συνδέσει κάθε πολιτική συζήτηση με την ματαιότητα τέτοιων πραγμάτων πίσω στην Ελλάδα. Τι να συζητήσει κανείς; Πολιτική ίσον ψέμα, μήπως εδώ αλλάζουν τα πράγματα; Γιατί να ασχοληθώ;
Η αντίληψη που είχα για την Κύπρο, η ταυτότητά μου στην Κύπρο και η ταυτότητα που πήρα μαζί μου φεύγοντας, αυτό που ήμουν όταν πήγα και αυτό που έγινα μετά από τέσσερα χρόνια σπουδών, όλα άλλαξαν. Σκέφτομαι για το νόημα που είχαν για μένα οι λέξεις, «Έλληνας, Τούρκος, Κύπριος, Καλαμαράς, Τουρκοκύπριος, Ελληνοκύπριος, ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» και πιάνω τον εαυτό μου να γελάει αλλά και να τρομάζει με το μέγεθος της άγνοιας και της αφέλειας που έχουμε εδώ στην Ελλάδα για εκείνον τον τόπο που λέγεται Κύπρος και για εκείνον τον λαό που λέγεται... πώς λέγεται;
Σκέφτομαι πως οι συμπατριώτες μου ακόμα, όταν τέλος πάντων το θυμηθούν, ζυγίζουν τα πράγματα της Κύπρου με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ένδεια ουσίας με αυτήν που ξεκίνησα εγώ να πάω για σπουδές. Με αυτά τα «εφόδια» οι περισσότεροι συμπατριώτες μου, ελαφρά τη καρδία, σαν δεκαοχτάχρονα, θέλουν να έχουν αξίωση γνώμης στα πολιτικά πράγματα της Κύπρου. Η γνώμη τους βέβαια θα είναι: δεν ξεχνώ την εισβολή, οι Τούρκοι είναι βάρβαροι, η Κύπρος είναι ελληνική, όλα τα τετριμμένα, όλα τα ανόητα, όλα τα επικίνδυνα. Αντίθετα με εμένα που είχα την τύχη και την ευκαιρία, οι συμπατριώτες μου δεν θα μάθουν ποτέ περισσότερα. Δεν θα έχουν την ευκαιρία να ζήσουν την Κύπρο, να περπατήσουν την Λευκωσία και την Λευκοσσά. Αυτά που ξέρουν, τους αρκούν, έχουν τα δικά τους προβλήματα. Αυτά που έμαθαν στο σχολείο, στο κατηχητικό, στο σπίτι, έχουν γίνει η εσώτατη ταυτότητά τους που τους καλύπτει. Μου λένε και εκείνοι, σαν υπνωτισμένοι, «δεν ξεχνώ»... μα εγώ αναρωτιέμαι τι να ξεχάσουν από αυτά που ποτέ δεν γνώρισαν.
* Ο Γιώργος Τυρίκος Εργάς είναι φιλόλογος με DEA στη Συγκριτική Λογοτεχνία, υποψήφιος διδάκτορας Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
No comments:
Post a Comment