Γρηγόρης Ιωάννου
Η επίλυση του Κυπριακού και η επανένωση της χώρας αποτελεί μια ρήξη με το υφιστάμενο κοινωνικο-πολιτικό στάτους κβο και το πέρασμα σε μια καινούργια ιστορική εποχή. Το μέγεθος και οι πολλαπλές διαστάσεις αυτής της ρήξης πολλές φορές δεν γίνονται αντιληπτές καθώς αδυνατούμε να σκεφτούμε εκτός του διχοτομικού πλαισίου. Εδώ έγκειται και η δύναμη της διχοτόμησης – ως ηγεμονικός τρόπος σκέψης που αντανακλά και αναπαράγει τον εθνοκεντρισμό και την διαίρεση επί του εδάφους. Όμως η πραγματικότητα της διχοτόμησης βρίσκεται εδώ και μια δεκαετία τουλάχιστον υπό αμφισβήτηση. Σήμερα υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την υπέρβαση της. Αυτό που χρειάζεται είναι η πιο άμεση εμπλοκή της κοινωνίας στη διαδικασία της επανένωσης, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν αναπτυχθεί ένας πολιτικός λόγος και μια πρακτική που θα αναδεικνύει και την ιστορική σημασία και τις ευεργετικές κοινωνικές συνέπειες της επανένωσης.
Κατ' αρχήν ο τερματισμός της εθνοτικής σύγκρουσης μέσα από μια συμφωνία των ηγετών των δυο κοινοτήτων συνιστά ένα ιστορικό πέρασμα από την εποχή του (ψυχρού) πολέμου στην εποχή της (διαρκούς) ειρήνης. Πρόκειται για μια ολική διαδικασία που θα αλλάξει το πλαίσιο της πολιτικής αντίληψης της Κυπριακής κοινωνίας. Η επανενωμένη Κύπρος θα διαφέρει σημαντικά από τα δυο της συνιστώντα μέρη καθότι μέσα από τον πολιτικό συμβιβασμό που θα κωδικοποιηθεί στο σύνταγμα της θα προκύψει όχι απλά μια καινούργια ομοσπονδιακή δομή αλλά ταυτόχρονα και ένα ριζικά καινούργιο πολιτικό σύστημα. Ιδιαίτερα μέσα από το νέο επανενωτικό στοιχείο που φαίνεται να συμφώνησαν οι Χριστόφιας-Ταλάτ, (ως οι εκφραστές των δυνάμεων της επανένωσης που τους εξέλεξαν στην εξουσία), τη σταθμισμένη (στο ένα πέμπτο) συμμετοχή δηλαδή της μιας κοινότητας στην εκλογή του ηγέτη της άλλης, οι κοινοτικοί εθνικισμοί και μαξιμαλισμοί τίθενται εκ των πραγμάτων στο πολιτικό περιθώριο, αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό για τις φιλελεύθερες και τις σοσιαλιστικές δυνάμεις να διεκδικήσουν την εξουσία η κάθε μια με το πρόγραμμα της χωρίς την ανάγκη για ανίερες και παράδοξες συμμαχίες με τους εθνικιστές των δυο πλευρών. Παράλληλα μέσα από την επανένωση του κράτους ανοίγεται ουσιαστικά πλέον και η προοπτική για δικοινοτικές πολιτικές συνεργασίες, κοινή συνδικαλιστική δράση και ακόμη για μιχτές οργανώσεις στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών.
Στο πολιτιστικό επίπεδο που μας αφορά άμεσα ως εκπαιδευτικούς, η επανένωση θα λειτουργήσει πραγματικά ανανεωτικά. Ο τερματισμός του πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των δυο κοινοτήτων, αναμένεται να δώσει νέα ώθηση στις διαδικασίες της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης έτσι ώστε να επιτευχθεί ένας ουσιαστικός εκσυγχρονισμός της παιδείας και στις δυο κοινότητες που θα δημιουργήσει ένα πραγματικά δημοκρατικό και κοσμικό σχολείο. Η επανένωση του κράτους θα δώσει ένα αποφασιστικό χτύπημα στους εθνικισμούς των δυο κοινοτήτων και στη διαλεκτική της μισαλλοδοξίας που καλλιεργούν. Καθώς η λογική της εθνοτικής σύγκρουσης θα ανατραπεί, θα τερματιστεί εκ των πραγμάτων και ο άτυπος στόχος της παραγωγής στρατιωτών για τα δυο κυπριακά κρατικά μορφώματα. Έτσι η διδασκαλία των γλωσσών και της ιστορίας θα απελευθερωθεί από την αναγκαιότητα της εθνοκεντρικής ιδεολογικής κατήχησης και θα επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος αναπροσανατολισμός της παιδείας προς την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης και δικοινοτικής συνεργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούμε να μιλούμε για μια πραγματικά κριτική εκπαίδευση όπου θα επιτρέπεται η αμφισβήτηση και των θρησκευτικών και των εθνικών δογμάτων για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Πιο συγκεκριμένα στην ε/κ κοινότητα, η επανένωση αναμένεται να περιορίσει την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία της Εκκλησίας και της συντηρητικής εθνικιστικής (της) διανόησης και άρα να καταργήσει τις στρεβλώσεις που αυτή επιβάλλει στην κοινοτική παιδεία.
Το πιο άμεσο όμως όφελος από την επανένωση θα είναι η αποστρατικοποίηση της χώρας. Η αποστρατικοποίηση δεν σημαίνει απλώς την κατάργηση των στρατών. Πιο σημαντικά σημαίνει και την ιδεολογική ήττα του μιλιταρισμού (ένα από τα βασικά στηρίγματα και της πατριαρχίας) ως τρόπου σκέψης, σημαίνει την καταδίκη της βίας ως μεθόδου άσκησης πολιτικών πιέσεων και τον ουσιαστικό και οριστικό αποκλεισμό της πολεμικής σύρραξης ως πολιτικής επιλογής. Σημαίνει την κατάργηση της στρατιωτικής θητείας και την εξοικονόμηση πολλών χρημάτων χαμένων σε εξοπλισμούς και μίζες που τους συνοδεύουν. Σημαίνει το τελειωτικό χτύπημα στους στρατοκράτες των κοινοτήτων και στην επιρροή των μητέρων πατρίδων που ελέγχουν τις κυπριακές ένοπλες δυνάμεις βόρεια και νότια της νεκρής ζώνης. Η πλήρης αποστρατικοποίηση του νησιού μας, μιας από τις πλέον στρατοκρατούμενες περιοχές του πλανήτη όχι απλά θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση της εθνοτικής ειρήνης στο εσωτερικό αλλά δύναται και να λειτουργήσει ως παράδειγμα επίλυσης εθνοτικών διενέξεων σε διεθνές επίπεδο. Με δεδομένο ότι η μαζική πολεμική βία και η απειλή της χρήσης της τόσο σε φυσικό όσο και σε συμβολικό επίπεδο πρωταγωνιστεί στην κυπριακή ιστορία για πάνω από μισό αιώνα, η πολιτική απόφαση του τερματισμού της θα σηματοδοτήσει το πέρασμα σε μια καινούργια κοινωνική πραγματικότητα απελευθερωμένη από τον φόβο που την συνοδεύει. Η επανένωση του νησιού δεν μπορεί παρά να πραγματοποιηθεί πάνω στα συντρίμια της μιλιταριστικής λογικής με την οποία είναι διαποτισμένοι οι ανταγωνιζόμενοι κυπριακοί εθνικισμοί.
Οι απορριπτικοί (που για την ακρίβεια θα έπρεπε να αποκαλούνται διχοτομιστές) αντιτάσσουν ότι η κατάργηση των (ελληνο-)κυπριακών ενόπλων δυνάμεων θα καταστήσει την Κύπρο δέσμια του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Κάποιοι προχωρούν ένα βήμα παραπέρα και δηλώνουν ότι η όποια λύση του κυπριακού θα εξυπηρετήσει τον ιμπεριαλισμό και άρα δεν θα πρέπει να συναινέσουμε σε αυτήν. Εδώ το βασικό επιχείρημα είναι ότι με την διευθέτηση του Κυπριακού θα νομιμοποιηθούν οι Βρετανικές Βάσεις. Παρά την σοβαροφάνεια (αλλά όχι σοβαρότητα) που είχε αυτή η θέση το 2004 με την συγκεκριμένη γεωπολιτική συγκυρία, ήταν λανθασμένη καθώς τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα εξυπηρετούνται μια χαρά με τον υφιστάμενο στάτους κβο της διαίρεσης. Σήμερα όμως στην διαφορετική γεωπολιτική συγκυρία (ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, πορεία Τουρκίας προς ΕΕ και εφαρμογή πολιτικής μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες της) και με την διαφορετική διαδικασία των απευθείας τετ-α-τετ συνομιλιών στην Κύπρο θέμα προς θέμα, η δήθεν αντι-ιμπεριαλιστική θέση δεν έχει καν σοβαροφάνεια. Μπορεί ο διεθνής ιμπεριαλισμός να θέτει το πλαίσιο, αλλά η ίδια η διαδικασία της επανένωσης είναι βαθύτατα τοπική. Εξάλλου η κοινή λογική μας υποδεικνύει ότι ενόσω διαρκεί η σύγκρουση μεταξύ των δυο κοινοτήτων, εκ των πραγμάτων η Βρετανία θα αναλαμβάνει τον ρόλο στην καλύτερη περίπτωση του τρίτου μέρους ή στην χειρότερη του διαιτητή την εύνοια του οποίου θα αναζητούν και οι δυο πλευρές. Αντίθετα μετά τον τερματισμό της σύγκρουσης, μπορεί να σχηματιστεί ενωμένο μέτωπο Κυπρίων ενάντια στην στρατιωτική παρουσία της Βρετανίας στο νησί. Όσον αφορά την απεξάρτηση των τ/κ από την Τουρκία, είναι ξεκάθαρο ότι και αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την οικοδόμηση ενός πραγματικά αμοιβαίου συνεταιρισμού μεταξύ των δυο κοινοτήτων.
Στο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο, η διαδικασία της επανένωσης μπορεί να επιφέρει συγκεκριμένα θετικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους. Η επανένωση της οικονομίας θα θέσει το ζήτημα της κοινής συνδικαλιστικής δραστηριότητας μέσα από κοινά αιτήματα, συντονισμένη στρατηγική και πολιτική διεκδικήσεων. Η επανένωση της κυπριακής εργατικής τάξης, (που διαχωρίστηκε ιστορικά σε εθνοτική βάση πολύ αργότερα από την αστική τάξη) έχει αξία από μόνη της καθώς θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για ένα εργατικό μέτωπο απέναντι στο κεφάλαιο σε ολόκληρη την Κυπριακή επικράτεια. Πιο σημαντικά όμως η δικοινοτική συνεργασία των Κυπρίων εργαζομένων θα καλλιεργήσει και την κουλτούρα της πολυπολιτισμικής ανοχής και συνεργασίας και με τους μετανάστες εργαζομένους. Ο δικοινοτισμός ήταν και παραμένει ο κυπριακός δρόμος προς την πολυπολιτισμικότητα και τον διεθνισμό. Η συνύπαρξη, η διάδραση και η αλληλεπίδραση των Κυπρίων εργαζομένων σε ένα ενιαίο σύστημα εργασιακών σχέσεων μπορεί πιο συγκεκριμένα να οδηγήσει σε ανάπτυξη της συνδικαλιστικής δραστηριότητας στον τ/κ ιδιωτικό τομέα και σε ενδυνάμωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας και συνείδησης ανάμεσα στους ε/κ.
Η επίλυση του Κυπριακού μέσα από την επανένωση της χώρας θα λειτουργήσει ανανεωτικά για την δημόσια σφαίρα καθώς ο τερματισμός της επικυριαρχίας του “εθνικού ζητήματος” θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να ανοίξουν διάφορα άλλα θέματα που αφορούν την καθημερινότητα μας. Ως κοινωνία θα μπορέσουμε επιτέλους να μπούμε σε διάλογο για την ενσωμάτωση των μεταναστών, για την προστασία του περιβάλλοντος, για την ποιότητα της ζωής μας, για το κυκλοφοριακό, για το σύστημα υγείας. Η λογική της εθνικής ενότητας δεν θα μπορεί να επιβάλλει την σιωπή και τον μονόλογο. Θα μπορούμε να θέσουμε πλέον με αξιώσεις αιτήματα που αφορούν την παραγωγή και την διανομή του πλούτου καθώς το ταξικό θα είναι το νέο “εθνικό ζήτημα”. Θα μπορέσουμε για παράδειγμα να θέσουμε επί τέλους ζήτημα απαλλοτρίωσης της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η οικονομική ανάπτυξη θα μπορεί να σχεδιαστεί συνολικά και ολοκληρωμένα και η ανοικοδόμηση της τεράστιας πράσινης γραμμής και του βόρειου μέρους θα μπορέσει να συντελεστεί με κανόνες και ρυθμίσεις και όχι αυθαίρετα και αλόγιστα όπως έγινε στο νότο και όπως γίνεται τώρα στον βορρά. Τέλος στο επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων ο τερματισμός του καθεστώτος εξαίρεσης και του δικαίου της ανάγκης θα έχει λυτρωτικές συνέπειες για την πολιτότητα καθώς θα απο-εθνοποιηθεί και θα διευρυνθεί η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για νέες πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις.
Η επανένωση της χώρας δεν θα είναι απλά το αποτέλεσμα ενός ιστορικού δικοινοτικού συμβιβασμού. Θα είναι και αυτό. Όμως πιο σημαντικά θα είναι η απαρχή μιας καινούργιας εποχής. Όπου το νέο πολιτικό πλαίσιο θα επιτρέπει και τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. Όπου η επόμενη γενιά θα μεγαλώσει χωρίς το δηλητήριο του εθνικισμού που αναπαράγει την διαλεχτική της μισαλλοδοξίας. Όπου η ειρήνη θα καθορίζει την κανονικότητα και ο πόλεμος την εξαίρεση. Όπου θα μπορέσουμε ως κοινωνία να κατανοήσουμε και να υπερβούμε το καταστροφικό παρελθόν της ιστορίας μας.
5 comments:
Πολλά καλόν κείμενον. Αλλά: "Αυτό που χρειάζεται είναι η πιο άμεση εμπλοκή της κοινωνίας στη διαδικασία της επανένωσης, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν αναπτυχθεί ένας πολιτικός λόγος και μια πρακτική που θα αναδεικνύει και την ιστορική σημασία και τις ευεργετικές κοινωνικές συνέπειες της επανένωσης." Ωραία τούτα τζια σίουρα εν πάρα πολλά σημαντική η εμπλοκή της κοινωνίας. Αλλά ο πολιτικός λόγος για να αρθρωθεί τζια για να διαρκέσει, πρέπει να αλλάξουν γεοπολιτικοί σχηματισμοί, πρέπει να βάλουν σχιέριν οι μεγάλοι τζιαι οι δυνατοί.΄Τούτον γιατί να μεν το λαλούμεν; Εν σαν να τζιαι εν έσχιει ιμπεριαλισμό. Εν σαν να τζιαι οι Κυπραίοι συμπεριφέρουνται σαν τους γάρους διότι εν εκ φύσεως γάροι.
αγαπητέ αρκούδα, νομίζω ότι οι υφιστάμενοι γεωπολιτικοί συσχετισμοί επιτρέπουν την επανένωση. το παιχνίδι παίζεται εδώ τζιαι μιαν δεκαετία περίπου τοπικά. ο ιμπεριαλισμός σαφέστατα υπάρχει τζιαι θέτει το πλαίσιο, αλλά έννεν πλέον ο κύριος λόγος για την διατήρηση της διχοτόμησης. ο κύριος λόγος για την διατήρηση της διχοτόμησης εν η κανονικοποίηση της διαίρεσης τζιαι οι απορριπτικοί εθνικισμοί τζιαι στες 2 μερκές του συρματομπλέγματος
Συμφωνείς ή εν σμυφωνείς, ότι με βάση τα υφιστάμενα κριτήρια των ε/κ (πάνω κάτω) για αποδεκτή λύση του Κυπριακού(που ξέρει ο ξένος παράγοντας τζιαι η Τουρκία, τζιαι που εθνικιστικά ή όχι, εν παύουν να είναι η πραγματικότητα) εν υπάρχει περίπτωση να περάσει λύση που να στηρίζεται πάνω στες θέσεις Ταλάτ (Τουρκίας); Αν δεν συμφωνείς εν σε καταλάβω. Αν συμφωνείς, τότε το παιχνίδι εννεν κυρίως τοπικό. Γενικότερα φίλε Γρηγόρη, βρίσκει με κάθετα αντίθετον η τάση σου (στα κείμενα τζιαι στα σχόλια σου) να αποσιωποιείς τον ρόλο, τζιαι την ευθύνη του ξένου τζιαι διεθνή παράγοντα. Η 'κανονικοποίηση της διαίρεσης' εννεν κάτι το στατικό ούτε το αντικειμενικό, ούτε το κοινωνιολογικό (κανονικοποιείται με βάση ποιου τες θέσεις;). Εν αποτέλεσμα του ιμπεριαλισμού μέσα στα πλαίσια της διαδικασίας υπεράσπισης των συμφερόντων του τζιαι της εξισορρόπισης ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
1. δεν υπάρχουν υφιστάμενα κριτήρια ε/κ (ούτε πάνω ούτε κάτω) για αποδεχτή λύση του κυπριακού. (δήκο, εδεκ, ευρωκό, οικολόγοι, μερίδα δησυ) απλά δεν θέλουν λύση.
2. οι σκληρές θέσεις Ταλάτ (Τουρκίας) ήταν αναμενόμενες που την στιγμή που ο Χριστόφιας επέμενεν να ξεκινήσουν που μηδενική βάση. τζιαι το 2004 έτσι θέσεις είχαν τζιαι τελικά υποχωρήσαν την τελευταία στιγμή αποδεχόμενοι το Αναν 5. οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων, το πλαίσιο δηλαδή εν τζιαι άλλαξεν. μπορεί δηλαδή να έχουμεν αλλαγές πάνω στο Αναν (πχ διασταυρωμένη ψήφος) αλλά εν τζιαι μπορεί να αλλάξει η φιλοσοφία του ή οι ισορροπίες εθνικών συμφερόντων που το επέτρεψαν. δηλαδή αν ο Χριστόφιας νομίζει ότι εννά πετύχει έναν συμβιβασμό καλλύττερο (για τους ε/κ) που το Αναν λανθάνεται. σε κάθε περίπτωση τα δεδομένα επί του εδάφους (τα περίφημα τετελεσμένα της κατοχής) εν σιηρόττερα (περιουσιακό, πληθυσμιακό κλπ)
3. ο ξένος/διεθνής παράγοντας εν ανακατώθηκεν ιδιαίτερα τούτη τη φορά. αποδέχτηκεν την θέση Χριστόφια (όχι χρονοδιαγράμματα, όχι επιδιαιτησίες, λύση από τους Κυπρίους). οπόταν δεν μπορούμεν να μιλούμεν για ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις ως εμπόδιο στη λύση. θα εμπορούσαμεν να το πούμεν τούτον αν οι Χριστόφιας-Ταλάτ εσυμφωνούσαν στα εσωτερικά τζιαι εσταλώναν στην διεθνή πτυχή (ασφάλεια, εγγυήσεις, βάσεις κλπ).
4. η κανονικοποίηση της διχοτόμησης αναφέρεται στο πως οι κυπραίοι εσυνήθισαμεν την πράσινη γραμμή τζιαι εν την θεωρούμε παράλογη. αναφέρεται στο ανάγιωμα μιας νέας μεταπολεμικής γενιάς που δεν έσιει αντίληψη της ολικής Κύπρου, που εν μπορεί καν να την διανοηθεί.
Οι ε/κ θα εψήφιζαν πιο εύκολα ένα σχέδιο όπου (μετά που πιέσεις του διεθνούς τζιαι ξένου παράγοντα) θα έκαμνεν υποχωρήσεις η Τουρκία. οι εθνικισμοί σίουρα παίζουν ρόλο, τζιαι πρέπει να εξαλειφτούν έτσι τζ' αλλιώς λόγω αρχής, αλλά εννεν παντοδύναμοι.
Τζίνο που λαλείς ότι ο ξένος παράγοντας εδέχτηκεν να μεν έσχιει χρονοδιαγράμματα κ.λπ εν νομίζω ότι δείχνει τον μειωμένο του ρόλο. Εν απλά θέμα στρατηγικής για την εξασφάλιση μιας ισορροποίας. Πέραν τούτου χρονοδιαγράμματα υπάρχουν έτσι τζιαι αλλιώς, τζιαι επιδιαιτησία μπορεί τζιαι να υπάρξει. Είδωμεν.
Επίσης οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις εν φαίνουνται μόνο που τες εγγυήσεις τζιαι τα εξωτερικά ζητήματα των διαπραγματεύσεων. εν τα γεννικόττερα συμφέροντα που είτε ασκούν πιέσεις είτε εν ασκούν πιέσεις, η έλλειψη των οποίων φαίνεται σε ούλλα τα κεφάλαια των διαπραγματεύσεων.
Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης (που συμφωνώ ότι υπάρχει, τζια συμφωνώ με την ερμηνεία), καθορίζεται τζιαι δημιουργείται που την αντίληψη που έχουν οι ε/κ για την τουρκική αδιαλλαξία, τον επεκτατισμό κ.λπ, τζιαι ταυτόχρονα που τες θέσεις της τ/κ πλευράς. αν τούτες αλλάξουν (όπως π.χ. αλλάξαν την τελευταία στιγμή το 2004) τότε θα είναι πιο δύσκολο να κανονικοποιεί κάποιος την διαίρεση.
Τέλος, να σου επιστήσω την προσοχή στο άρθρο του Δρουσιώτη στον εχτεσινό 'Πολίτη'. Κατά την άποψη μου εννεν έγκυρο, διότι απλοποιεί τες αντιδράσεις του ΑΚΕΛ τζιαι του ΔΗΣΥ. Εν κάτι τέθκια άρθρα που μας κάμνουν να νομίζουμεν ότι μόνον εμείς φταίμεν.
Πέραν τούτων εγώ εν είμαι απαισιόδοξος, οι διαφωνίες μου είναι θεωρητικές. Εξαρτάται τζιαι που μας τζιαι που τους άλλους. Οι θέσεις Ταλάτ, εν νομίζω να μείνουν ως έχουν, τζιαι στο τέλος αν αλλάξουν τότε εννα μπορούμε να τες πλασάρουμε τζιαι ως υποχώρηση της Τουρκίας.
Post a Comment