(μετάφραση
αποσπάσματος από το υπό έκδοση
στα αγγλικά βιβλίο, “Labour relations in Cyprus: employment, trade
unionism and class composition”, σελ. 150-152)
6.3.1. Αντίσταση
στη διεύθυνση
Η τυπική
ιεραρχική δομή της διεύθυνσης, για
παράδειγμα, αμφισβητείται από τους
εργάτες με πολλαπλούς τρόπους, τόσο
συνειδητά όσο και ασυνείδητα. Αυτό δεν
οδηγεί στην εξουδετέρωσή της ούτε την
καθιστά ασήμαντη, αλλά την καθιστά
σχετικό παρά απόλυτο ζήτημα. Όταν κάποιοι
εργάτες αψηφήσουν τις οδηγίες των
προϊσταμένων τους, συχνά αγνοώντας τις
σιωπηλά παρά απορρίπτοντάς τις ανοιχτά,
τότε στην ουσία αμφισβητούν τη δικαιοδοσία
τους πάνω στη χρησιμοποίηση της εργατικής
τους δύναμη την ώρα του εργασιακού
χρόνου. Για να μπορέσουν όμως οι εργάτες
να το κάνουν αυτό, πρέπει να αντλήσουν
από τις διαθέσιμες κοινωνικές και
ψυχολογικές τους πηγές έτσι ώστε να
μπορέσουν να ξεπεράσουν τον φόβο τους
και να σπάσουν (στιγμιαία) την πειθαρχική
τάξη του εργασιακού χώρου. Η ανυποταξία
είναι συχνά απρόβλεπτη αλλά δεν είναι
ούτε τυχαία ούτε παράλογη. Η λογική της
πηγάζει από τον εμμενή αγώνα για αυτονομία
και αυτο-έλεγχο πάνω στον χρόνο και την
ενέργεια της κάθε μιας, πάνω στο σώμα
και το μυαλό του κάθε ενός. Και αυτός ο
αγώνας των εργαζομένων για την απόδραση
τους από την τάξη πραγμάτων του κεφαλαίου προηγείται και λογικά και ιστορικά της διαδικασίας της καπιταλιστικής
αξιοποίησης.
Αλλά το
σπάσιμο της ιεραρχικής δομής του ελέγχου
σε ένα εργασιακό χώρο δεν επιφέρει την
καταστροφή της εξουσίας ούτε καν την
κατάργηση της ιεραρχίας ως οργανωτική
αρχή. Βέβαια υπάρχουν πολλές περιπτώσεις
αμοιβαίας βοήθειας μέσα από την ανταλλαγή
πληροφοριών, αλληλοσυμπλήρωση ανατιθέμενων
εργασιών και οριζόντιες σχέσεις
συνεργασίας μεταξύ συναδέλφων που
παρατηρήθηκαν σε όλες τις έρευνες
πεδίου.
Αυτές οι πράξεις συνεργασίας μπορεί να
διαβρώσουν το καθεστώς διεύθυνσης αν
και όταν λάβουν χώρα άμεσα καθώς
υπονομεύουν την τελική εξουσία της
διεύθυνσης να οργανώσει μέσα από οδηγίες
την εργασιακή διαδικασία. Παρόλα αυτά,
νέες ιεραρχίες δημιουργούνται αδιάκοπα
βασισμένες στους ρόλους ηγεσίας /
υπευθυνότητας που αναλαμβάνονται στη
βάση εργασιακής εμπειρίας, αυτοπεποίθησης
και κοινωνικού κύρους.
6.3.2. Αντίσταση
στην εργασία
Η πιο
χαρακτηριστική μορφή εργατικής αντίστασης
δεν είναι ενάντια στην ιεραρχία στην
εργασία, αλλά ενάντια στην εργασία την
ίδια. Τα κλασικά μέσα με τα οποία οι
εργάτες αντιστέκονται στην κοινωνική
τους λειτουργία και στο ρόλο τους ως
εργατών, είναι όταν αποφεύγουν να
εργαστούν, όταν αρνούνται να προσφέρουν
στην πράξη την εργασία τους στον εργοδότη
τους. Η αντίσταση των εργατών στην
εργασία παίρνει πολλές συγκεκριμένες
μορφές όπως η απουσία από την εργασία,
η κωλυσιεργία ή το σαμποτάζ. Περιπτώσεις
τέτοιων μορφών αντίστασης είναι κοινές
και πραγματοποιούνται σε όλων των ειδών
τα περιβάλλοντα μισθωτής εργασίας,
συμπεριλαμβανομένων και των “αριστοκρατών”
και των “σκλάβων” εργατών. Η απουσία
από την εργασία μπορεί να πάρει διάφορες
μορφές: να μην εμφανιστεί κανείς στη
δουλειά (είτε προσποιούμενος ασθένεια,
είτε επειδή ξέχασε, είτε επειδή δεν
ξύπνησε),
να παρουσιαστεί καθυστερημένα,
ή να εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια των
ωρών εργασίας με ή χωρίς άδεια.
Αυτό αμφισβητεί στην ουσία την τάξη
πραγμάτων του εργασιακού χρόνου και
επιχειρεί συνειδητά να τον μειώσει. Από
την άλλη, η κωλυσιεργία θέτει υπό
αμφισβήτηση την εντατικότητα του
εργασιακού χρόνου και υπονομεύει το στόχο
του εργοδότη για μια ολοένα αυξανόμενη
παραγωγικότητα. Η κωλυσιεργία αναφέρεται
ουσιαστικά στη στρατηγική να φυλάξει
κανείς ενέργεια και να αντιμετωπίσει
το βαρύ φόρτο εργασίας. Συχνά οι εργάτες
δεν έχουν άλλη επιλογή από το να
κωλυσιεργήσουν, αφού αντιλαμβάνονται
ότι θα υπάρχει πάντοτε μια νέα εργασία
όταν θα έχουν τελειώσει αυτήν με την
οποία ασχολούνται τώρα. Η οδηγία
“δουλέψτε γρηγορότερα” είναι μάλλον
η πιο κοινή σε όσους επιβλέπουν εργάτες.
Κατ' ακρίβεια, όπως ανάφερα σε προηγούμενο σημείο, η
μετατόπιση από πληρωμένο εργασιακό
χρόνο σε πληρωμένη εργασία, που
παρατηρείται στα πλαίσια των συστημάτων
εξωτερικής ανάθεσης εργασιών, υπεργολαβίας
και προμήθειας,
στοχεύει ακριβώς σε αυτό: να εντατικοποιήσει
το ρυθμό της εργασίας.
Η αποφυγή
εντατικοποίησης της εργασίας ωστόσο
δεν αποτελεί πάντοτε επιλογή για τους
εργάτες. Ο φόβος της απόλυσης είναι
πάντοτε υπαρκτός στον ιδιωτικό τομέα
και καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις
παραμέτρους της εργατικής αντίστασης.
Σε μερικές περιπτώσεις όμως ένας εργάτης
μπορεί απλώς να “εκραγεί” χωρίς να
σκεφτεί τις συνέπειες. Η περίπτωση ενός
Πόντιου εργάτη στην έρευνα πεδίου 7
είναι διαφωτιστική. “Δούλευα για τον
Χ. Συνήθιζε να μου φωνάζει να δουλεύω
πιο γρήγορα. Μια μέρα, του φώναξα πίσω
και με απόλυσε.”
Συνήθως όμως, οι πηγές που χρειάζονται
οι εργάτες για να μπορέσουν να ξεπεράσουν
το φόβο τους και να αρθρώσουν την
αντίστασή τους στον εργοδότη και στους
απεσταλμένους του προέρχονται από μια
ρεαλιστική αξιολόγηση και γνώση της
δύναμής τους ως παροχέων εργασίας. Όταν
μια καθαρίστρια οδηγήθηκε από τον
επιστάτη στον μάνατζερ του ξενοδοχείου
σε μια προσπάθεια να την πειθαρχήσει,
αυτή του είπε: “Νομίζεις ότι φοβάμαι
ότι θα με απολύσεις; Εσύ, που έχεις
γραφειακή δουλειά, πρέπει να φοβάσαι.
Κοίταξε [έξω από το παράθυρο του γραφείου
του μάνατζερ η θέα ήταν μια σειρά από
ξενοδοχεία]” πόσες τουαλέτες με
περιμένουν να τις καθαρίσω;”
Αυτό το είδος
ανυποταξίας
δεν μπορεί να
εξηγηθεί ως μια αυθόρμητη εξέγερση.
Σίγουρα εμπλέκει μια λογική “μαγκιάς”
που οδηγεί σε μια επιθετική στάση,
ωστόσο αυτή προϋποθέτει συχνά μια
προηγούμενη συνειδητοποίηση από μέρους
του εργάτη της κοινωνικοοικονομικής
του δύναμης και της θέσης του στην ταξική δομή. Η περίπτωση τεσσάρων νεαρών
Πολωνών εργατριών στην έρευνα πεδίου
2 είναι επίσης διαφωτιστική. Όταν
αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούσαν να
αντεπεξέλθουν στις κακές συνθήκες
εργασίας και στη επιθετική συμπεριφορά του
εργοδότη τους, αποφάσισαν να φύγουν και
άρχισαν να ψάχνουν για εργοδότηση σε
άλλο ξενοδοχείο στην ίδια περιοχή.
Σύντομα εγκατέλειψαν τον εργοδότη τους
στο αποκορύφωμα της περιόδου αιχμής.