7ο Ιστορικό Συνέδριο περιοδικού Ιστορείν, Αθήνα
“Ιστορία της εργασίας – Νέες προσεγγίσεις σε ένα διαρκές ζήτημα”
Γρηγόρης Ιωάννου
Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Warwick
Μάης, 2011
Εισαγωγή
Η ανακοίνωση αυτή πραγματεύεται τις διάφορες μορφές που παίρνει η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων τις τελευταίες δυο δεκαετίες στην Κύπρο. Αντλώ τα δεδομένα μου από την εμπειρική έρευνα που πραγματοποίησα την περίοδο 2007-2008 (στα πλαίσια εκπόνησης διδακτορικής διατριβής) σε τρεις διαφορετικές βιομηχανίες στην Κύπρο – την ξενοδοχειακή, την τραπεζική και την οικοδομική. Συγκεκριμένα εστίασα σε 3 ξενοδοχειακές μονάδες, 2 τραπεζικούς οργανισμούς και 2 κατασκευαστικές εταιρείες με την μέθοδο της μη συμμετοχικής παρατήρησης και πήρα γύρω στις 200 μη δομημένες συνεντεύξεις με εργαζόμενους, επιστάτες-διευθυντές και συνδικαλιστές. Η βασική θέση που θα αναπτύξω εδώ είναι ότι η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο συντελείται στα πλαίσια, και σε αξιοσημείωτο βαθμό, με την ρητορική της ευελιξίας και παρότι αυτό είναι μεν παγκόσμιο φαινόμενο συνυφασμένο με την παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό, οι συγκεκριμένες μορφές που αυτή παίρνει σε κάθε χώρα καθορίζονται από τις τοπικές ιστορικές συνθήκες και το τοπικό ισοζύγιο δυνάμεων.
Η συζήτηση για την εργασιακή ευελιξία και την απορρύθμιση σε διεθνές επίπεδο χρονολογείται από την δεκαετία του 1980 και συνδέεται με τις συζητήσεις για τον μετα-φορντισμό ως παραγωγικό υπόδειγμα και την υπηρεσιοποίηση της οικονομίας ως ιστορικό πλαίσιο. Βασική προϋπόθεση της ευέλικτης απορρύθμισης είναι η παρακμή του συνδικαλισμού, βασικό της χαρακτηριστικό η κατάτμηση της αγοράς εργασίας και του εργατικού δυναμικού σε πυρήνα και περιφέρεια και βασική της συνέπεια η γενικευμένη ανασφάλεια μέσα από την διάχυση νέων μορφών εργασιακών σχέσεων. Η ευελιξία της εργασίας τόσο ως εμπειρική πραγματικότητα όσο και ως γενικός πολιτικός στόχος αναπτύχθηκε την δεκαετία του 1990, όταν ο νεοφιλελευθερισμός κατάφερε να καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία με τις βασικές του θέσεις να γίνονται αποδεκτές και από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή τη δεκαετία, μέσα από την αναγνώριση και ενσωμάτωση και της αναγκαιότητας για εργασιακή ασφάλεια έχουμε τον νεολογισμό της ελαστασφάλειας ως καθοδηγητική αρχή της Ευρωπαϊκής εργατικής πολιτικής. Στην πράξη βέβαια, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, έχουμε αύξηση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, την επέκταση της άτυπης οικονομίας και της υπερεκμετάλλευσης, της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων και της επισφάλειας.
Ιστορικό πλαίσιο
Το κυπριακό σύστημα εργασιακών σχέσεων ουσιαστικά δημιουργήθηκε τις τελευταίες δυο δεκαετίες της βρετανικής αποικιακής διοίκησης. Η βασική εργατική νομοθεσία που έθεσε κάποιους όρους στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και θεσμοποίησε τον συνδικαλισμό μπήκε σε εφαρμογή στις αρχές της δεκαετίας του 1940 με την τροποποίηση του περί συντεχνιών νόμου του 1932 (βασισμένος στον αντίστοιχο αγγλικό του 1871) και την θέσπιση άλλων δυο για τα κατώτατα ημερομίσθια και τις εργατικές διαφορές. Ως αποτέλεσμα των μαζικών εργατικών και αντι-αποικιακών αγώνων της δεκαετίας του 1940 που διεξάχθηκαν από και συγκρότησαν την κυπριακή αριστερά προέκυψε και η αναγκαιότητα της πολιτικής αναγνώρισης του συνδικαλιστικού κινήματος και ενσωμάτωσής του στα αποικιακά θεσμικά πλαίσια. Δεν είναι τυχαίο που το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα, η επιτροπή δηλαδή αντιπροσώπων των εργοδοτών, των εργαζομένων και της κυβέρνησης, αρμόδια για την συζήτηση των θεμάτων εργατικής πολιτικής, η απαρχή δηλαδή της αντίληψης της τριμερούς συνεργασίας προκύπτει το 1949 αμέσως μετά την κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης με τις μεγάλες σε διάρκεια, ένταση και βία απεργίες των μεταλλωρύχων και των οικοδόμων του 1948.
Τις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970 τόσο ο συνδικαλισμός όσο και το τριμερές σύστημα εργασιακών σχέσεων εδραιώνονται, αναπτύσσονται και διευρύνονται καθώς οι υφιστάμενες αποικιακές διοικητικές δομές μετεξελίσσονται με την μετάβαση στην ανεξαρτησία και στην διχοτόμηση. Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα είχαν βέβαια ήδη διαιρεθεί τόσο σε ιδεολογική όσο και σε εθνοτική βάση, διαδικασίες που ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ολοκληρώθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 με την μαζική μετακίνηση των τ/κ εργατών από την ΠΕΟ στην Κυπριακή Ομοσπονδία Τουρκικών Συντεχνιών. Ο ένοπλος αντι-αποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ και ο εκφυλισμός του σε αντι-κομμουνιστική εκστρατεία και διακοινοτική διένεξη με την δημιουργία και της ΤΜΤ σημάδεψαν την οριστική διάσπαση του εργατικού κινήματος και κατ' επέκταση ολόκληρης της κυπριακής κοινωνίας που πέρασε σε μια εύθραυστη ανεξαρτησία κάτω από την πολιτική ηγεμονία δυο αντιμαχόμενων εθνικισμών οδηγώντας σύντομα την χώρα σε συνάρτηση και με τις ελληνο-τουρκικές επεμβάσεις στην διχοτόμηση.
Ο εθνοτικός κοινοτισμός που κυριάρχησε πλήρως μετά και την εδαφική διχοτόμηση της χώρας καθόρισε και καθορίζει ακόμα το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται οι εργατικοί αγώνες στην Κύπρο. Στο νότιο, ελληνοκυπριακό τμήμα, ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων του 1977 αποτέλεσε και αποτελεί ουσιαστικά το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου, εκφράζοντας το ισοζύγιο δυνάμεων όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε μετά τον πόλεμο. Παρότι ο Κώδικας δεν έχει νομική ισχύ και αποτελεί ουσιαστικά μια “συμφωνία κυρίων”, ο σεβασμός που επιδεικνύουν τα δυο μέρη στο διαδικαστικό του γράμμα και το πολιτικό του πνεύμα είναι ενδεικτικός τόσο της ουσιαστικής όσο και της συμβολικής του αξίας ως η επιτομή του μεταπολεμικού ιστορικού συμβιβασμού που επέφερε και επέτρεψε την εθνική ενότητα. Μια εθνική ενότητα βέβαια που επιβλήθηκε ντε φάκτο ως συνέπεια και με βάση το αποτέλεσμα του πολέμου του 1974 σε συνθήκες προλεταριοποίησης, μαζικής ανεργίας και εκ νέου πρώιμης κεφαλαιακής συσσώρευσης που εξανάγκασαν το εργατικό κίνημα σε σημαντική υποχώρηση με μειώσεις μισθών και συντάξεων, πάγωμα της ΑΤΑ και των ανεργιακών επιδομάτων και γενική πτώση 25% του βιοτικού επιπέδου σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΠΕΟ, με αντάλλαγμα την ολοκλήρωση της ένταξης της εργατικής τάξης και των αντιπροσώπων της στο κράτος στα πλαίσια της θεσμικής και πολιτικής ενίσχυσης του τριμερούς συστήματος.
Τις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000 σημειώθηκαν ραγδαίες και σημαντικές εξελίξεις που μεταμόρφωσαν τόσο την κοινωνική δομή όσο και την σύνθεση της εργατικής τάξης ασκώντας πιέσεις στο υφιστάμενο εργατικό σύστημα και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η τριτογενοποίηση της οικονομίας μέσα από την ανάπτυξη του τουρισμού και των υπηρεσιών σε βάρος της γεωργίας και της βιομηχανίας από την μια και η είσοδος του παράκτιου κεφαλαίου και η γραφειοποίηση της εργασίας από την άλλη συνοδεύτηκε από την σημαντική βελτίωση του μορφωτικού και του βιοτικού επιπέδου των Κυπρίων. Σε γεωπολιτικό επίπεδο η μετακίνηση της Κύπρου από την ημι-περιφέρεια στον πυρήνα του παγκόσμιου συστήματος ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον ρόλο της ως συνδετικό σταθμό της ροής της αξίας στα οικονομικά δίχτυα Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Παρά την έκρυθμη κατάσταση στο νησί, η Κύπρος αποτέλεσε και αποτελεί συγκριτικά με την Μέση Ανατολή, περιοχή σταθερότητας για τις χρηματο-οικονομικές επενδύσεις που ενθαρρύνθηκαν με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.
Η σχεδόν πλήρης ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας και η μετατροπή της Κύπρου από χώρα εξαγωγής σε χώρα εισαγωγής εργατικού δυναμικού με την μαζική κάθοδο μεταναστών εργαζομένων άλλαξε και πολιτιστικά την σύνθεση της εργατικής τάξης, δημιουργώντας βέβαια παράλληλα και καινούργιες διαιρέσεις και φέρνοντας στο προσκήνιο τα ζητήματα της ισότητας και της ισομισθίας και της καταπολέμησης των διακρίσεων και του ρατσισμού. Η πορεία της Κύπρου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και η ένταξη της το 2004 επιτάχυνε και αύξησε την κάθοδο εργαζομένων και ντε φάκτο υπονόμευσε το υφιστάμενο μοντέλο μετανάστευσης βασισμένο στην λογική του “φιλοξενούμενου εργάτη” με άδεια εργασίας 4 ή 5 χρόνων προαπαιτώντας την σύνδεση με συγκεκριμένο εργοδότη. Οι κοινοτικοί εργαζόμενοι, που απολαμβάνουν καθεστώς αυτόματης άδειας εργασίας, είναι σήμερα γύρω στις 100 000, αναλογικά ένα μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου των εργαζομένων στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία.
Όψεις της ευέλικτης απορρύθμισης
Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο που προϋποθέτει η λογική της ευελιξίας παίρνει διαφορετικές μορφές σε διαφορετικούς κλάδους. Τα προσωπικά συμβόλαια και οι σταθεροί (fixed) μισθοί στην ξενοδοχειακή βιομηχανία, οι υπεργολαβίες στις οικοδομές και η εξωτερική ανάθεση εργασιών στον δημόσιο και τραπεζικό τομέα αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος – την αναμόρφωση της μισθωτής σχέσης μέσα από την αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας με στόχο την μείωση του εργατικού κόστους και τον καλύτερο πολιτικό έλεγχο της εργασίας από το κεφάλαιο. Η ρητορική που συνοδεύει αυτή την εργοδοτική πρωτοβουλία για την ευέλικτη απορρύθμιση είναι συχνά η ίδια – η αναγκαιότητα για “εκσυγχρονισμό” του συστήματος, “βελτίωση της αποδοτικότητας”, επίτευξη “ανταγωνιστικότητας” στην αγορά και φυσικά η έννοια για το “καλό της οικονομίας”. Οι συνέπειες είναι επίσης κοινές – διάβρωση της ισχύς των συνδικάτων και των συλλογικών συμβάσεων, εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και διατήρηση και ενίσχυση της λογικής των εργαζομένων πολλαπλών ταχυτήτων.
Η διάβρωση των συλλογικών συμβάσεων συντελείται με δυο τρόπους – άμεσα, με την άρνηση συνομολόγησης ή αναγνώρισης – εφαρμογής υφιστάμενων επιχειρησιακών ή κλαδικών συμβάσεων και έμμεσα με την αποφυγή τήρησης των προνοιών των συμβάσεων και τον αποκλεισμό μερίδας εργαζομένων από την κάλυψη τους. Η άμεση διάβρωση είναι πιο συχνό φαινόμενο σε κλάδους με χαμηλή συνδικαλιστική παρουσία όπως το λιανικό εμπόριο και ο επισητισμός – όπου το μικρό μέγεθος των εργασιακών χώρων από την μια, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού με σημαντική παρουσία φοιτητών και μεταναστών από την άλλη και η αυξημένη ροή εργασίας καθιστούν την συνδικαλιστική οργάνωση ένα αβέβαιο και δύσκολο εγχείρημα. Αλλά ακόμα και σε κλάδους με σχετικά ψηλή συνδικαλιστική παρουσία, υπάρχουν εργοδότες που δεν δίστασαν και δεν διστάζουν να αγνοήσουν υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις ακόμα και να συγκρουστούν μετωπικά με τα συνδικάτα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η εξάμηνη απεργία στα ξενοδοχεία της εταιρείας Λόρδος στη Λάρνακα το 1999 όπου η λογική των προσωπικών συμβολαίων επιβλήθηκε καθολικά μέσα από την εκδίωξη των συνδικάτων, αποτελώντας την αφετηρία και το παράδειγμα για την διάχυση τους στην υπόλοιπη βιομηχανία.
Η έμμεση διάβρωση των συλλογικών συμβάσεων συντελείται μέσα από την διαίρεση των εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης / εργασιακού χώρου σε δυο τμήματα με μια μερίδα εργαζομένων να εργοδοτείται στην βάση της σύμβασης και μια όχι. Αυτή η διαίρεση επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από τις νέες προσλήψεις όπου πλειοψηφούν τα προσωπικά συμβόλαια πχ στα ξενοδοχεία ή η εργασία με το κομμάτι στις οικοδομές, δημιουργώντας έτσι μια μειωτική τάση στην κάλυψη των συμβάσεων και στην συνδικαλιστική πυκνότητα. Έτσι έχουμε από την μια σχετικοποίηση των συμβάσεων ως μηχανισμού ρύθμισης και μείωσης της ισχύς και του ρόλου των συνδικάτων, ενώ από την άλλη δημιουργούνται υβριδικοί εργασιακοί χώροι με δυαδικούς ή πολλαπλούς όρους και συνθήκες εργοδότησης.
Παρά το ότι υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου εργαζόμενοι προτιμούν τα προσωπικά συμβόλαια ή την εργασία με το κομμάτι ή ακόμα και την αδήλωτη εργασία για διάφορους λόγους, πχ σταθερότητα στο εισόδημα στα ξενοδοχεία ή επιχειρηματικότητα με διάθεση ανάληψης ρίσκου και προσδοκίας αυξημένων εισοδημάτων στις οικοδομές, αποφυγή κρατικού ελέγχου και φορολογίας γενικά, συνήθως αυτά τα καθεστώτα εργοδότησης είναι προϊόντα άμεσου ή έμμεσου εκβιασμού. Σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι μορφές εργοδότησης είναι οι μόνες διαθέσιμες και είναι συνήθως αρκετή μια νύξη από τον εργοδότη ότι “δεν θέλει φασαρίες και προβλήματα” εννοώντας ένταξη στα συνδικάτα, για να αποτρέψει τον εργαζόμενο ή την εργαζόμενη από το να επιδιώξει συνδικαλιστική οργάνωση και τα δικαιώματα και ωφελήματα που απορρέουν από ή που μπορούν να διεκδικηθούν στα πλαίσια αυτά.
Πολλές φορές ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μετανάστες εργαζόμενους, υπάρχει και ασάφεια αν όχι συσκότιση σε σχέση με την σύμβαση της εργοδότησης – αν είναι πχ “σύμβαση εργασίας” ή “σύμβαση υπηρεσιών”, αν η ευθύνη εργοδότη ανήκει στον εργολάβο ή στον υπεργολάβο, αν η εργαζόμενη υπάγεται στη διεύθυνση του ξενοδοχείου ή στην διεύθυνση της εταιρείας που εκτελεί υπηρεσίες για λογαριασμό του ξενοδοχείου, αν ο εργαζόμενος ανήκει στο δυναμικό μιας συγκεκριμένης μονάδας ή της εταιρείας ή του συμπλέγματος εταιρειών που διαχειρίζονται πολλές μονάδες. Τα προσωπικά συμβόλαια είναι συνήθως προφορικά, αλλά ακόμα και όταν είναι γραπτά είναι συνήθως τυποποιημένα και χωρίς πολλές λεπτομέρειες ενώ συχνά οι εργαζόμενοι δεν κρατούν καν αντίτυπο.
Μέσα από τα προσωπικά συμβόλαια τα οποία αποτελούν συνήθως συμβάσεις ορισμένου χρόνου (εξάμηνα, χρονιαία κτλ) με διαφορετικά χρονικά σημεία έναρξης και άρα λήξης, όπως και μέσα από την εργασία με το κομμάτι οι εργοδότες είναι σε θέση να προγραμματίσουν εκ των προτέρων το μέγεθος του εργατικού τους δυναμικού επιτυγχάνοντας τον στόχο της λεγόμενης αριθμητικής ευελιξίας. Από την πλευρά της διεύθυνσης η δυνατότητα αυτόματης ανανέωσης ή αυτόματου τερματισμού ενός συμβολαίου ανάλογα με τον όγκο εργασίας και τον βαθμό ικανοποίησης από την απόδοση του συγκεκριμένου εργαζόμενου αυξάνει την διοικητική ευχέρεια και μειώνει το εργατικό κόστος. Από την πλευρά του εργαζόμενου όμως η συνθήκη αυτή συμβάλλει στην εντατικοποίηση της εργασίας και οδηγεί σε ένα καθεστώς σχεδόν μόνιμης προσωρινότητας και αβεβαιότητας για το αν θα ανανεωθεί ή όχι η σύμβαση εργασίας με ότι αυτό συνεπάγεται για τον προγραμματισμό του επαγγελματικού και οικογενειακού μέλλοντος του εργαζόμενου.
Κατά κοινή ομολογία, οι μετανάστες εργαζόμενοι αποτελούν όχι μόνο τα θύματα των διακρίσεων των εργοδοτών σε ζητήματα μισθοδοσίας, αναγνώρισης δικαιωμάτων και παροχής ωφελημάτων αλλά και το μέσο με το οποίο οι εργοδότες απειλούν και τα κεκτημένα των Κυπρίων εργαζομένων. Οι μετανάστες, στην πλειοψηφία τους κοινοτικοί εργαζόμενοι από χώρες της ανατολικής Ευρώπης εργοδοτούνται συνήθως σε προσωρινή και εποχιακή βάση και είναι οι πρώτοι που απολύονται όταν μειωθεί ο όγκος εργασίας. Συχνά ο εργοδότης είναι και ο παροχέας της στέγης τους και αποκόπτει ένα συνήθως δυσανάλογα μεγάλο για την ποιότητα της στέγασης τους ποσό από τον μισθό τους ενισχύοντας έτσι και τη σχέση εξάρτησης και εμποδίζοντάς τους από το να διανοηθούν καν να αναπτύξουν συνδικαλιστική δράση. 13ος μισθός και πληρωμένη άδεια σπάνια παρέχονται ενώ η εξαήμερη εβδομάδα ή η 10ώρη μέρα αποτελεί την κανονικότητα τους. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκονται εκτός των συνδικάτων, αλλά ακόμα και όταν οργανωθούν στα συνδικάτα αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα με εργοδότηση στην βάση των υφιστάμενων συλλογικών συμβάσεων καθότι οι όροι εργασίας τους είναι ήδη προσυμφωνημένοι με τα προσωπικά συμβόλαια. Έτσι το μόνο που κερδίζουν οι λιγοστοί μετανάστες με την ένταξή τους στα συνδικάτα είναι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μια δυνατότητα παρέμβασης των συνδικαλιστών σε τυχόν επί μέρους εργασιακά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν.
Τέλος, η άλλη και ίσως η πιο ακραία μορφή της ευέλικτης απορρύθμισης είναι η αδήλωτη εργασία η οποία σημείωσε αύξηση την τελευταία δεκαετία σε συνάρτηση και με την αύξηση της συνολικής παρουσίας των μεταναστών. Η αδήλωτη εργασία στις οικοδομές υπολογίζεται γύρω στο 30% και είναι
αποτέλεσμα της “μόνιμης προσωρινότητας”, καθώς πολλοί εργαζόμενοι κινούνται από εργοδότη σε εργοδότη και της αδυναμίας ελέγχου από τις αρχές. Παρά το ότι η πάταξη της αδήλωτης εργασίας αποτελεί διαχρονικό ρητορικό στόχο, και παρά το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει αυξήσει τους ελέγχους και τις ποινές προς τους παράνομους εργοδότες, το φαινόμενο αυτό έχει βαθιές ρίζες και δεν φαίνεται να είναι εφικτός ο περιορισμός του. Η μαύρη εργασία, με την υπερ-εκμετάλλευση που την χαρακτηρίζει, χαμηλούς μισθούς, απλήρωτη εργασία κλπ είναι σε τελική ανάλυση δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, προϊόν της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ κοινωνικών ομάδων και δυνάμεων και των εμπεδωμένων ιεραρχιών των σύγχρονων κοινωνιών – η ύπαρξη της μαύρης αγοράς εργασίας καθορίζει και οριοθετεί και την κανονική αγορά εργασίας.
Η δυσκολία μιας ταξικής συνδικαλιστικής απάντησης
Παρά το ότι συνδικάτα δεν αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την απορρύθμιση της εργασίας και επιμένουν στην αναγκαιότητα σεβασμού των συλλογικών συμβάσεων, την αποφυγή των προσωπικών συμβολαίων και των υπεργολαβιών και την κατάργηση της αδήλωτης εργασίας, βρίσκονται εδώ και πάνω από μια δεκαετία σε άμυνα. Ως μετριοπαθείς και πραγματιστικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται το τι είναι εφικτό σήμερα και φροντίζουν να διαχωρίζουν την ρητορική από την πρακτική τους – αποφεύγοντας να εμπλακούν σε συγκρούσεις από τις οποίες θα βγουν χαμένες. Κάποιοι συνδικαλιστές παραδέχονται ότι άργησαν να κατανοήσουν και να δράσουν σε σχέση με τις συνέπειες της αναδόμησης που συντελέστηκε τις προηγούμενες δεκαετίες με αποτέλεσμα οι εργοδότες με την αντεπίθεση τους να επιτύχουν να καθορίσουν το πεδίο στο οποίο διεξάγεται η σύγκρουση σήμερα.
Όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα προσωπικά συμβόλαια για παράδειγμα, αρχικά για μερικούς επαγγελματίες η αντίδραση υπήρξε νωχελική. Όταν στα πλαίσια της ραγδαίας οικοδομικής ανάπτυξης επεκτάθηκαν οι υπεργολαβίες σε διάφορες οικοδομικές εργασίες δεν υπήρξε δυναμική διαμαρτυρία. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι μετανάστες ως φιλοξενούμενοι εργάτες, η αρχική στάση των συνδικάτων ήταν αρνητική και τους πήρε χρόνια να αρχίσουν την προσπάθεια οργάνωσης τους. Με την ένταξη στην ΕΕ δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένα να δεχτούν στις τάξεις τους, πόσον μάλλον να οργανώσουν εκστρατείες εγγραφής μελών από τις δεκάδες χιλιάδες κοινοτικούς που μπήκαν στην κυπριακή αγορά εργασίας. Ακόμα και σήμερα οι συνδικαλιστές αδυνατούν κυριολεκτικά και μεταφορικά να βρουν γλώσσα επικοινωνίας με τους μετανάστες ακόμα και με τους Τουρκοκύπριους εργαζομένους.
Οι λόγοι γιατί τα συνδικάτα βρίσκονται σε άμυνα είναι διάφοροι και σχετίζονται τόσο με την παγκόσμια και ευρωπαϊκή όσο και με την κυπριακή τοπική πραγματικότητα. Η παρακμή του συνδικαλισμού, η πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, η αποδυνάμωση της ταξικής λογικής και ρητορικής είναι διεθνή φαινόμενα και ως τέτοια εμφανίζονται και στην Κύπρο και συνοδεύουν τις επίσης διεθνείς σύγχρονες τάσεις διάβρωσης της “κανονικής, σταθερής και ρυθμισμένης εργασίας”. Μάλιστα στην Κύπρο μπορεί κάποιος να πει ότι τα συνδικάτα είναι ακόμα αρκετά μεγάλα και δυνατά, η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι από τις σχετικά ψηλές στην Ευρώπη και οι ευέλικτες και άτυπες εργασιακές σχέσεις έχουν καθυστερήσει να εμφανιστούν και δεν έχουν κυριαρχήσει στον βαθμό που συνέβηκε σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή ακόμα και η Βρετανία.
Όμως πίσω από την αριθμητική δύναμη των συνδικάτων που ακόμα διατηρείται η ισχύς τους έχει διαβρωθεί και εσωτερικά και εξωτερικά. Εσωτερικά από την γενικότερη απαξίωση και την αδιαφορία των εργαζομένων, τα δημοκρατικά ελλείμματα και την εναπόθεση των εξουσιών, των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τους έμμισθους με την υπολειτουργία των τοπικών επιτροπών, την περιρρέουσα αντίληψη των συνδικάτων ως αυτόνομων από τα μέλη τους οργανισμών. Εξωτερικά από την γενικότερη μετάλλαξη του συστήματος εργασιακών σχέσεων ως αποτέλεσμα της ένταξης στην ΕΕ όπου αναπτύχθηκε και ενισχύθηκε η εργατική νομοθεσία σε βαθμό που υπονομεύτηκε ακόμα και η φιλοσοφία του υφιστάμενου συστήματος της εθελούσιας τριμερούς συνεργασίας και άρα και η αναγκαιότητα των συνδικάτων στην διαδικασία προστασίας των εργαζομένων. Ουσιαστικά έχουμε μια καινούργια μορφή ρύθμισης μέσα από την εργατική νομοθεσία που στην θεωρία και στο βαθμό που υλοποιείται, και που δεν είναι καθόλου ικανοποιητικός ιδιαίτερα σε σχέση με τους μη Κύπριους εργαζόμενους, περιορίζει την ασυδοσία του κεφαλαίου αλλά στην πράξη εξατομικεύει τις εργασιακές σχέσεις και δημιουργεί ένα κλίμα υποβάθμισης του ρόλου των συνδικάτων ως ενεργά υποκείμενα στον καθορισμό των όρων και την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Παράλληλα και ταυτόχρονα η εργοδοτική αντεπίθεση αποτέλεσε τόσο αιτία όσο και αποτέλεσμα της αδυναμίας των συνδικάτων. Και επειδή σε τελική ανάλυση οι όροι των εργασιακών σχέσεων δεν είναι ζήτημα κανόνων αλλά ακολουθούμενων πρακτικών, και άρα συσχετισμών δύναμης τόσο σε επίπεδο εργασιακού χώρου όσο και σε κλαδικό επίπεδο, ο πρόσφατα αυξημένος ρόλος της νομοθεσίας στην ρύθμιση αντανακλά και επισκιάζει και την πραγματικότητα της απορρύθμισης της εργασίας.
Η γενικότερη αποφυγή των γενικευμένων και μεγάλων σε διάρκεια απεργιών και ο αυτοπεριορισμός των συνδικάτων σε ασκήσεις κινητοποίησης με στόχο περισσότερο την άσκηση πίεσης παρά την επιβολή όρων στην εργοδοσία ή σε συμβολικές στάσεις εργασίας που δείχνουν μια αντίληψη της απεργίας ως όπλο “απειλής” παρά ως “μεθόδου” για την επίτευξη διαπραγματευτικών στόχων είχε και έχει ως αποτέλεσμα την ελλειπή εμπειρία οργανωμένης ταξικής πάλης και την πρόσληψη των συνδικάτων περισσότερο ως εργατικών υπηρεσιών παρά ως οχημάτων εργατικού αγώνα. Και φυσικά η απόσταση που χαρακτηρίζει τους ενταγμένους από τους ανένταχτους σε συνδικάτα εργαζομένους, τον πυρήνα με τα ωφελήματα και την περιφέρεια της επισφάλειας περιορίζει και ενίοτε αποτρέπει την κοινή δράση στους εργασιακούς χώρους – πχ όταν στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για ετήσιες μισθολογικές αυξήσεις τα συνδικάτα καλέσουν σε απεργία η συμμετοχή των εργαζόμενων εκτός σύμβασης που δεν είναι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι αμφίβολη και αβέβαιη.
Τέλος η ιστορική και συνεχιζόμενη διαίρεση της κυπριακής εργατικής τάξης και της χώρας στη βάση της εθνότητας από την μια, και η σχετικά πρόσφατη μετατροπή της από χώρα εξαγωγής σε χώρα εισαγωγής εργατικής δύναμης από την άλλη, και μάλιστα με το μοντέλο του “φιλοξενούμενου εργάτη” και άρα απουσία σημαντικής μερίδας μεταναστών δεύτερης γενιάς, είχε ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του κοινοτισμού ως πλαίσιο αντίληψης σε βάρος της έννοιας της εργατικής τάξης πέραν των θεσμικών διαιρέσεων. Για πολλούς συνδικαλιστές ακόμα και της αριστεράς τόσο στο βορρά όσο και στο νότο, όταν μιλούν για την εργατική τάξη ουσιαστικά μιλούν για την “κοινότητα των Κυπρίων εργαζομένων” και όχι για τους “εργαζόμενους που κατοικούν στην Κύπρο”. Το Κυπριακό πρόβλημα και η λογική της υπεράσπισης της ελληνοκυπριακής κοινότητας, είτε με την ρητορική του κυπριακού ελληνισμού για την δεξιά είτε με την ρητορική της Κυπριακής Δημοκρατίας από την αριστερά, θέτει σαφή όρια και πλαίσια στο συνδικαλιστικό κίνημα εμποδίζοντας σε κάποιο βαθμό και ιδεολογικά την υπέρβαση των εθνοτικών διαχωρισμών μεταξύ των εργαζομένων στην Κύπρο.
Επίλογος
Με αυτά τα δεδομένα, την εργοδοτική αντεπίθεση που αμφισβητεί ακόμα και την χρησιμότητα της συλλογικής διαπραγμάτευσης σήμερα από την μια και τους πολλαπλούς κατακερματισμούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς της εργατικής τάξης από την άλλη, οι προοπτικές δεν είναι ευνοϊκές για το εργατικό κίνημα. Η αδυναμία των συνδικάτων τόσο να εντάξουν στους κόλπους τους μια σημαντική μερίδα εργαζομένων που συγκροτούν την περιφέρεια της εργατικής τάξης όσο και να αρθρώσουν ένα ταξικό λόγο στην βάση του οποίου να μπορέσουν να αναπτύξουν μια στρατηγική νέων καθολικών διεκδικήσεων είναι γεγονός και βασικό πολιτικό πρόβλημα. Μέσα στις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και της ιδεολογικής ισοπέδωσης, η ανάπτυξη μιας νέας και εκ των πραγμάτων πολυσύνθετης και πλουραλιστικής αντίληψης της εργατικής συλλογικότητας καθίσταται επιτακτική ανάγκη για να δοθεί εκ νέου ώθηση και οργανωτική ισχύς στον ταξικό ανταγωνισμό. Το αν τα κυπριακά συνδικάτα μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό τον ρόλο είναι βέβαια ένα πολιτικό ερώτημα και ένα ανοιχτό κοινωνικό ζήτημα.