Στη
μνήμη του Ρολάνδου Κατσιαούνη
δημοσίευση στο
Εντροπία,
τεύχος 4, Ιούλιος 2014
http://www.en-tropi.org/
Μια
εν πολλοίς άγνωστη πτυχή της σύγχρονης
κυπριακής ιστορίας αλλά και μια σχετικά
παραμελημένη πτυχή του κινήματος της
Αριστεράς υπήρξε η πρωτοβουλία αμέσως
μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο για την
προώθηση της κολλεκτίβιστικης γεωργικής
παραγωγής.
Στα πλαίσια αυτά ιδρύθηκαν τέσσερις
κολλεκτίβες: στο Δίκωμο της επαρχίας
Κερύνειας το 1946, στα Περβόλια της επαρχίας
Λάρνακας το 1947, στα Κούκλια της επαρχίας
Πάφου το 1949 και στο Αυγόρου της επαρχίας
Αμμοχώστου το 1951, από τις οποίες όμως
μόνο η Ονίσια στο Δίκωμο κατάφερε να
επιβιώσει.
Η κολλεκτίβα της Ονίσιας, ως η πρώτη
απόπειρα και με την περισσότερη εσωτερική
συνοχή, υπήρξε το μοντέλο για τις
υπόλοιπες, αλλά αναμφίβολα ακόμα και
σε αυτήν ο καθοριστικός παράγοντας που
την έκανε οικονομικά βιώσιμη ήταν η
ανάπτυξη της βιομηχανίας παραγωγής
ασβέστη που της επέτρεψε σε κάποιο
στάδιο να υποστηρίζει και τους άλλους
γεωργικούς και κτηνοτροφικούς τομείς .
Η
εποχή στην οποία εμφανίστηκαν οι
κυπριακές κολλεκτίβες ήταν μια περίοδος
ραγδαίων ιστορικών εξελίξεων, οικονομικών
μεταβολών και έντονης πολιτικοποίησης
των μαζών. Ο εκμοντερισμός της κυπριακής
κοινωνίας προχωρούσε με γοργούς ρυθμούς
με την αναβάθμιση των τεχνικών υποδομών,
την εμπορευματοποίηση και χρηματοποίηση
της οικονομίας, τη διάχυση των σύγχρονων
ιδεολογιών, την ανάπτυξη του συνεργατικού
και συνδικαλιστικού κινήματος και την
εδραίωση των δυο μεγάλων πολιτικών
παρατάξεων. Ήταν μια μεταβατική εποχή,
βαθιά συκρουσιακή σε πολλαπλά πεδία
και συνάμα ανοιχτή σε πολλές κατευθύνσεις
και προοπτικές. Οι κολλεκτίβες ήταν
ακριβώς προϊόν αυτής της συγκυρίας και
καταγράφονται, έστω ως απόπειρα, ως μια
συνειδητή παρέμβαση στο ιστορικό
γίγνεσθαι τόσο σε τοπικό όσο και σε
διεθνές επίπεδο. Η πρωτοβουλία είχε
σαφώς την πολιτική και ιδεολογική της
διάσταση με το στόχο να δοθεί “παράδειγμα
στον Κύπριο γεωργό”, αλλά υπήρξε
ταυτόχρονα και ορθολογική οικονομική
πράξη επίλυσης βιοποριστικής ανάγκης
στα πλαίσια των τότε κοινωνικών συνθηκών.
Οι
κολλεκτιβιστές ήταν στην πλειοψηφία
τους άνεργοι, εργατο-αγρότες της Αριστεράς
ή συμπαθούντες των αριστερών ιδεών,
πολλοί από τους οποίους μόλις είχαν
αποστρατευτεί από το βρετανικό στρατό
έχοντας μαζέψει χρήματα και εμπειρίες
από την υπηρεσία τους στον πόλεμο. Η
απόφασή τους να συγκροτήσουν αγροτικούς
παραγωγικούς συνεργατισμούς με κοινή
ιδιοκτησία γης, ομαδική εργασία και από
κοινού παραγωγή και διάθεση προϊόντων,
υπήρξε αναμφίβολα μια πρωτοποριακή
κίνηση. Και πιο σημαντικά, δεν υπήρξε
προϊόν απόφασης της ηγεσίας του ΑΚΕΛ,
παρά το γεγονός ότι το κόμμα ενέκρινε
και στήριξε μέσω των οργανώσεών του την
πρωτοβουλία. Σε ένα περιβάλλον με ισχυρό
το αίσθημα μικρο-ιδιοκτησίας και όπου
η αυξανόμενη συνεργατική δραστηριότητα
αφορούσε κυρίως τον πιστωτικό και
μερικώς τον καταναλωτικό τομέα, οι
κολλεκτιβιστές με την πρωτοβουλία τους
επέκτειναν την έννοια και τον ορίζοντα
του συνεργατισμού ένα βήμα πάραπερα.
Την ίδια ώρα, στο μέτρο των δυνατοτήτων
τους και στο υφιστάμενο αποικιακό
πλαίσιο, προσπάθησαν να κάνουν πράξη
το κολλεκτιβίστικο όραμα, για το οποίο
διάβαζαν τότε στον αριστερό τύπο
συμμετέχοντας έτσι στο παγκόσμιο
σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Ο
κάθε κολλεκτιβιστής ήταν, με οικονομικούς
όρους, εκτός από συνιδιοκτήτης, και
ημερομίσθιος υπάλληλος της συνεργατικής
εταιρείας και αμοιβόταν ανάλογα με τις
μέρες εργασίας του. Το ύψος του μεροκάματου
εξαρτούνταν από τη γενικότερη οικονομική
κατάσταση της εργοδότριας εταιρείας
και αυξανόταν σταδιακά ανάλογα με την
κερδοφορία της. Σε περιόδους αυξημένης
ανάγκης εργατικών χεριών, όπως την εποχή
του θέρους, η εταιρεία προσλάμβανε και
εποχιακούς εργάτες από τα γύρω χωριά.
Οι εργαζόμενοι αυτοί πληρώνονταν με τα
μεροκάματα της αγοράς που ήταν πιο ψηλά
από αυτά που έδιναν στους εαυτούς τους
οι κολλεκτιβιστές.
Οι
κολλεκτίβες, ως μια μορφή θεσμοθέτησης
της ταξικής σύγκρουσης, ήταν επηρεασμένες
τόσο από την εργατική προέλευση όσο και
από την εργατική ιδεολογία των
πρωταγωνιστών. Τα χαμηλά μεροκάματα
όμως, σε συνάρτηση με τις πολλές ώρες
εργασίας, είχαν ως
αποτέλεσμα τη συντήρηση ενός σχετικά
χαμηλού βιοτικού επιπέδου, το οποίο
διάβρωσε το ηθικό των μελών και έπαιξε
το ρόλο του στη διάλυση τελικά των
κολλεκτιβών. Η
απουσία ιδιοκτήτη-εργοδότη δεν σήμαινε
απαλλαγή και από τους σκληρούς όρους
της πρώιμης κεφαλαιακής συσσώρευσης
και
ταυτόχρονα η
μεταβατικότητα της εποχής, μέσα στην
οποία εμφανίστηκαν οι κολλεκτίβες,
περιόριζε σημαντικά τα περιθώρια της
ανάπτυξής τους. Από τη μια, η εδραίωση
της καπιταλιστικής σχέσης πραγματοποιούνταν
επί της παρατεταμένης κρίσης της γεωργίας
και, από την άλλη, η γενική βελτίωση των
συνθηκών ζωής των λαϊκών στρωμάτων μέσα
από τους αγώνες του εργατικού κινήματος
διάβρωνε κάθε ιδεολογία λιτότητας.
Το
κάθε μέλος της κολλεκτίβας ήταν μέτοχος
με δικαίωμα ψήφου στη γενική συνέλευση,
το αρμόδιο σώμα για τη λήψη σημαντικών
και δεσμευτικών αποφάσεων. Από τη γενική
συνέλευση εκλεγόταν η πενταμελής
επιτροπή, που καθόριζε το γεωργικό
σχέδιο και τον καταμερισμό εργασίας
και ήταν επιφορτισμένη με την καθημερινή
διοίκηση του αγροκτήματος. Οι γενικές
συνελεύσεις δεν λάμβαναν χώρα σε τακτά
χρονικά διαστήματα και η σύγκλισή τους
γινόταν συνήθως σε περιπτώσεις λήψης
σημαντικών αποφάσεων. Βέβαια, καθώς οι
συνεταιρισμοί αυτοί, με εξαίρεση την
Ονίσια, άντεξαν λιγότερο από μια δεκαετία,
δεν υπήρξε το περιθώριο και οι ευκαιρίες
για λήψη και υλοποίηση μεγάλων αποφάσεων,
λόγου χάρη για επενδύσεις, υποδομές ή
τρόπους εμπορίας και έτσι τα βασικά
ζητήματα ήταν ο καθημερινός συντονισμός
των εργασιών. Στην Ονίσια, όπου τέτοιες
αποφάσεις λήφθηκαν και υλοποιήθηκαν,
υπήρχε ένας ηγέτης καθόλη τη διάρκεια
της κολλεκτίβας αλλά και περισσότερη
πειθαρχία, καθότι τα αρχικά μέλη που
έβαλαν και το πλαίσιο ήταν όλοι πρώην
στρατιώτες.
Πέραν
από τους περιορισμούς που έθετε στις
κολλεκτίβες ο υφιστάμενος καπιταλιστικός
τρόπος παραγωγής στο οικονομικό επίπεδο,
σε μια γενικότερη αποτίμηση της
κληρονομιάς των κυπριακών κολλεκτιβών
θα πρέπει να λεχθεί και το γεγονός ότι
ήταν εν πολλοίς ανδροκρατούμενες
πρωτοβουλίες. Τα αρχικά μέλη των
κολλεκτιβών, με εξαίρεση το Αυγόρου,
ήταν αποκλειστικά άντρες, με τις γυναίκες
να περιορίζονται και νομικά στον
υπαλληλικό ρόλο. Σταδιακά, όμως, οι
άντρες επέτρεψαν και στις συζύγους τους
να γίνουν μέτοχοι της εταιρείας και να
έχουν έτσι το δικαίωμα της συμμετοχής
στη λήψη αποφάσεων. Ακόμα και τότε όμως,
η ανδροκρατία παρέμεινε ριζωμένη σε
όλα τα επίπεδα – στον καταμερισμό της
εργασίας, στις μισθολογικές απολαβές,
στις πολιτικές διαδικασίες, κάτι που
δείχνει τελικά και τα όρια της πρωτοπορίας
των κολλεκτιβιστών που παρέμειναν σε
αυτό το ζήτημα δέσμιοι του γενικότερου
κοινωνικού συντηρητισμού της εποχής
τους.
Οι
κυπριακές αγροτικές κολλεκτίβες ήταν
ένα υβρίδιο που γεννήθηκε σε μια
μεταβατική εποχή – μια
διασταύρωση της ταξικής σύγκρουσης με
τους θεσμούς της ιδιοκτησίας και του
συνεργατισμού. Οι
ιστορικές
τους
καταβολές,
η αριστερή κοσμοαντίληψη και η συνεργατική
πρακτική, αλλά και η
ιστορικότητά τους ως μορφές ανταγωνιστικής
συμμετοχής στις διαδικασίες της
καπιταλιστικής νεοτερικότητας τις
καθιστά ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον
φαινόμενο.
Οι αγροτικές κολλεκτίβες υπήρξαν μια
πρωτοβουλία αμφισβήτησης της ιδιοκτησίας
μέσα από την ίδια την ιδιοκτησία –
αμφισβήτησης του κεφαλαίου μέσα από
την ίδια την κεφαλαιοποίηση. Και ως
τέτοιες αποτελούν κάτι περισσότερο από
μια λεπτομέρεια στο περιθώριο της
διαδικασίας της προλεταριοποίησης και
του θεσμού του συνεργατισμού στην Κύπρο.