(μετάφραση
αποσπάσματος από το υπό
έκδοση στα αγγλικά βιβλίο
, “Labour relations in Cyprus: employment, trade unionism and class
composition”, σελ. 175-177. Η έκδοση όμως θα
καθυστερήσει και το υφιστάμενο κείμενο
θα αναδομηθεί σημαντικά και θα εμπλουτιστεί
λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της
οικονομικής κρίσης και τις σημαντικές
εξελίξεις στα εργασιακά που συνέβηκαν
τον τελευταίο χρόνο)
Η σύνδεση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, παντού και πάντοτε ουσιαστική παρά τις παραλλαγές στη μορφή που μπορεί να πάρει σε διαφορετικούς χρόνους και χώρους, λαμβάνει ένα πιο έντονο και άμεσο χαρακτήρα στη σημερινή βόρεια Κύπρο. Αυτό συμβαίνει λόγω του μοναδικού ιδιαίτερου καθεστώτος εξαίρεσης που υπάρχει ως αποτέλεσμα του ιστορικού και συνεχιζόμενου κυπριακού προβλήματος. Τόσο το πρώτο κύμα εκτεταμένων κινητοποιήσεων στην αρχή της δεκαετίας του 2000 όσο και το δεύτερο κύμα στο τέλος της δεκαετίας προκλήθηκαν από οικονομικούς λόγους αλλά απόκτησαν σύντομα πολιτικό χαρακτήρα, συνδεόμενα άμεσα στην πρώτη εξέγερση, έμμεσα στη δεύτερη με τις διεξαγόμενες συνομιλίες και τότε και τώρα. Όπως ανέφερα στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου, η ιστορική εθνοτική διαίρεση της ντόπιας εργατικής τάξης και η εδαφική διαίρεση της χώρας μεσολάβησε στην ηγεμονία του κοινοτισμού και υπέταξε την τάξη σε δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με την εθνότητα. Στη βόρεια Κύπρο, λόγω του μικρού μεγέθους και των συνθηκών που αντιμετωπίζει η τουρκοκυπριακή κοινότητα, ο κοινοτισμός είναι ακόμα πιο ισχυρός σε σύγκριση με το νότο. Όμως, αντίθετα με την ελληνοκυπριακή κοινότητα, οι δυνάμεις της αριστεράς στην τουρκοκυπριακή κοινότητα έχουν κατορθώσει μέσα από τις δυο πρόσφατες τους εξεγέρσεις να αρθρώσουν μια αντι-ηγεμονική αντίληψη της κοινότητας ενάντια στη διχοτόμηση και προς υποστήριξη της επανένωσης της χώρας στη βάση μιας δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδιακής δομής.
2 Αρχές της Συνδικαλιστικής Πλατφόρμας, 2011.
7.3.2.
Κοινοτική ταυτότητα: επανεξέταση
της τάξης και της εθνότητας
Η σύνδεση μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, παντού και πάντοτε ουσιαστική παρά τις παραλλαγές στη μορφή που μπορεί να πάρει σε διαφορετικούς χρόνους και χώρους, λαμβάνει ένα πιο έντονο και άμεσο χαρακτήρα στη σημερινή βόρεια Κύπρο. Αυτό συμβαίνει λόγω του μοναδικού ιδιαίτερου καθεστώτος εξαίρεσης που υπάρχει ως αποτέλεσμα του ιστορικού και συνεχιζόμενου κυπριακού προβλήματος. Τόσο το πρώτο κύμα εκτεταμένων κινητοποιήσεων στην αρχή της δεκαετίας του 2000 όσο και το δεύτερο κύμα στο τέλος της δεκαετίας προκλήθηκαν από οικονομικούς λόγους αλλά απόκτησαν σύντομα πολιτικό χαρακτήρα, συνδεόμενα άμεσα στην πρώτη εξέγερση, έμμεσα στη δεύτερη με τις διεξαγόμενες συνομιλίες και τότε και τώρα. Όπως ανέφερα στο τέλος του προηγούμενου κεφαλαίου, η ιστορική εθνοτική διαίρεση της ντόπιας εργατικής τάξης και η εδαφική διαίρεση της χώρας μεσολάβησε στην ηγεμονία του κοινοτισμού και υπέταξε την τάξη σε δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση με την εθνότητα. Στη βόρεια Κύπρο, λόγω του μικρού μεγέθους και των συνθηκών που αντιμετωπίζει η τουρκοκυπριακή κοινότητα, ο κοινοτισμός είναι ακόμα πιο ισχυρός σε σύγκριση με το νότο. Όμως, αντίθετα με την ελληνοκυπριακή κοινότητα, οι δυνάμεις της αριστεράς στην τουρκοκυπριακή κοινότητα έχουν κατορθώσει μέσα από τις δυο πρόσφατες τους εξεγέρσεις να αρθρώσουν μια αντι-ηγεμονική αντίληψη της κοινότητας ενάντια στη διχοτόμηση και προς υποστήριξη της επανένωσης της χώρας στη βάση μιας δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδιακής δομής.
Η ανάπτυξη
και η άρθρωση αυτής της αντι-ηγεμονικής
αντίληψης της κοινοτικής ταυτότητας
είναι βέβαια μια σύνθετη διαδικασία
που χρίζει έρευνα από μόνη της. Για τους
σκοπούς του επιχειρήματος εδώ είναι
αρκετό να δώσω μια σύντομη και σχηματική
περιγραφή και ένα σχέδιο των βασικών
συντεταγμένων μέσα από τις οποίες
εμφανίστηκε. Χοντρικά, η αποτυχία του
αποσχιστικού εγχειρήματος της Τουρκικής
Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου να
εξασφαλίσει διεθνή αναγνώριση και η
προοπτική της ένταξης της Κυπριακής
Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που
συνέπεσε με την πιο αναπτυγμένη προσπάθεια
για διευθέτηση με τη μορφή του σχεδίου
Ανάν που έκανε την επανένωση του νησιού
συγκεκριμένη πιθανότητα και άμεση και
ορατή δυνητικότητα, ενδυνάμωσε τον λόγο
του Κυπρο-κεντρισμού και επέφερε μια
στροφή στην πολιτική ταύτιση της
κοινότητας που εκφράστηκε μέσα και από
την έννοια του “Κυπριοτούρκου”. Η
μετάθεση του παραδοσιακού Τουρκοκυπριακού
αυτοπροσδιορισμού από “Τούρκοι της
Κύπρου” σε “Κύπριοι Τούρκοι” δεν ήταν
και δεν είναι ούτε τυχαία ούτε απλώς
ζήτημα συμβολικής – εννοιολογικής
τάξης, ούτε ασήμαντη. Οι ταυτότητες δεν
είναι βέβαια ποτέ άκαμπτες, ούτε καθολικές
ούτε απόλυτες αλλά πάντοτε ρευστές,
μερικές και σχετικές όπως μια σειρά
ερευνητών του εθνικισμού έχουν αναλύσει
(Μαυράτσας, 1999; Παπαδάκης 2005; Παναγιώτου
2011). Πιο σημαντικά ο “Κυπριοτούρκος”
είναι αμφιλεγόμενο υποκείμενο (Derya,
2007), παγιδευμένος όπως είναι ανάμεσα
στην ελληνοκυπριακή κυριαρχία της
“Κυπριακότητας” και την εθνικιστική
και τουρκική κυριαρχία της “Τουρκικότητας”,
μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας και
της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Παρόλο
που η μαζική παρουσία των Τούρκων
μεταναστών στη βόρεια Κύπρο υπήρξε
εργαλειακή, ενισχύοντας τον Κυπροκεντρισμό
των Τουρκοκυπρίων και παρόλο που είναι
αλήθεια ότι ο τουρκοκυπριακός κοινοτισμός
υπονομεύει την ταξική διάσταση που
συνδέει τους Τουρκοκύπριους εργάτες
με τους Τούρκους μετανάστες εργάτες,
θα ήταν προβληματικό να το δούμε αυτό
απλώς ως παράλληλο του ελληνοκυπριακού
κοινοτισμού και των σχέσεων μεταξύ
ντόπιων και ξένων εργατών στο νότο. Και
αυτό για τρεις λόγους – α) το σχετικά
τεράστιο μέγεθος και μοναδική εθνική
καταγωγή του μεταναστευτικού πληθυσμού,
β) την απουσία μιας αναγνωρισμένης και
ανεξάρτητης κρατικής οντότητας και της
συντριπτικής παρουσίας του τουρκικού
κράτους και γ) του δυνητικά ανοιχτού
χαρακτήρα του νέου και αριστερού
προσανατολισμού του τουρκοκυπριακού
κοινοτισμού τόσο προς τους Ελληνοκύπριους
όσο και προς τους ενσωματωμένους1
Τούρκους μετανάστες σε ένα συνολικό
κοσμικό λόγο για την επανένωση και την
ανεξαρτησία της Κύπρου.
Παρόλο
που είναι η αλήθεια ότι μερικές φορές
με την πρώτη ανάγνωση η έννοια του
“Κυπριοτούρκου” δείχνει σημάδια που
παραπέμπουν σε ένα νέο εθνικισμό των
ντόπιων, ακόμα και με ρατσιστική
προκατάληψη ενάντια στους μετανάστες,
είναι πολύ πιο σύνθετο από αυτό και όταν
το πολιτικό πλαίσιο και οι συνθήκες
ληφθούν υπόψη, η έννοια του “Κυπριακού
εθνικισμού” όπως και η έννοια της
“μικροαστικής κοινότητας” πρέπει να
απορριφθούν. Ο τουρκοκυπριακός κοινοτισμός
όπως αυτός έχει επαναπροσδιοριστεί την
τελευταία δεκαετία αντιτίθεται στον
τουρκικό έλεγχο της βόρειας Κύπρου και
αγωνίζεται για κοινοτική πολιτιστική
και πολιτική αυτονομία και ο μόνος
τρόπος για να επιτευχθεί αυτό φαίνεται
να είναι μέσα από την ομοσπονδιακή
επανένωση της χώρας2.
Καθώς τα συνδικάτα βρίσκονται στην
καρδιά αυτού του επιχειρούμενου
επαναπροσδιορισμού της κοινότητας και
καθώς η αριστερή ιδεολογία έχει ιδιαίτερη
επιρροή στην κατασκευή του λόγου του
Κυπριοτούρκου, “τα εργατικά δικαιώματα
και συμφέροντα” και ακόμα και η “τάξη”
λαμβάνουν μια πιο κεντρική θέση στο νέο
πολιτικό λεξιλόγιο. Αυτό δεν σημαίνει
ότι η οπτική της εργατικής τάξης είναι
κυρίαρχη στο τουρκοκυπριακό κίνημα,
λιγότερο ακόμα στην κοινωνία της βόρειας
Κύπρου, αλλά οι συνθήκες για ταξική
πολιτική και κοινωνική δράση πέραν από
την εθνότητα υπάρχουν στο βορρά σε
μεγαλύτερο βαθμό απ' ότι στο νότο.
Θα
τελειώσω αυτό το κεφάλαιο με ένα πρόσφατο
απεικονιστικό περιστατικό: 27 Τούρκοι
εργάτες εργοδοτούνταν σε συνθήκες
δουλείας και όταν διαμαρτυρήθηκαν στον
εργοδότη τους, απολύθηκαν και δεν τους
δόθηκαν καν αρκετά λεφτά να αγοράσουν
τα εισιτήρια τους για επιστροφή στην
Τουρκία. Δοκίμασαν να συνεχίσουν την
διαμαρτυρία τους ως Τούρκοι πολίτες
έξω από την Τουρκική πρεσβεία και απλά
αγνοήθηκαν από τους αξιωματούχους που
τους είπαν να φύγουν. Το πολιτιστικό
κέντρο Μπαράκα, μια ομάδα ακτιβιστών
που είχε προκαλέσει τον θυμό του Ταγίπ
Ερτογάν στο πρώτο συλλαλητήριο του 2011
με το πανό της που έλεγε “Άγκυρα πάρε
τα χέρια σου από τους ώμους μας”, κάλεσε
την Ντεβίς (αριστερό τουρκοκυπριακό
συνδικάτο), η ηγεσία της οποίας μετέβηκε
εκεί και συμμετείχε στη διαμαρτυρία
των Τούρκων εργατών, δημοσιοποιώντας
τις συνθήκες εκμετάλλευσης τους και
υποστηρίζοντας τα εργατικά τους
δικαιώματα. Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων
την επόμενη μέρα μιλούσαν για την Τουρκία
που δεν νοιάζεται και που δεν υπερασπίζεται
τα δικαιώματα των πολιτών της τη στιγμή
που οι Κύπριοι κομμουνιστές που είναι
ενάντια στην Τουρκία νοιάζονται και
υπερασπίζονται τα δικαιώματα των Τούρκων
πολιτών. Πέραν από μια νίκη προπαγάνδας,
αυτή είναι μια εικόνα της τάξης που
κλείνει ειρωνικά το μάτι καθώς υπονομεύει
τον εθνικισμό.
1. Η
ενσωμάτωση εδώ δεν αναφέρεται αυστηρά
και αποκλειστικά στο στάτους της
πολιτότητας και θα πρέπει να ιδωθεί
περισσότερο με όρους κοινωνίας αντί
κράτους. Ένας κοσμικός μετανάστης
Τουρκικής καταγωγής που πολιτικά
ταυτίζεται περισσότερο με την Κύπρο
παρά με την Τουρκία είναι πιθανόν να
είναι πιο ενταγμένος στον λόγο και την
αντίληψη αυτού του νέου τουρκοκυπριακού
κοινοτισμού παρά ένας θρησκευόμενος
Μουσουλμάνος που ταυτίζεται με την
“μητέρα Τουρκία” έστω και αν ο τελευταίος
κατέχει υπηκοότητα της ΤΔΒΚ.
2 Αρχές της Συνδικαλιστικής Πλατφόρμας, 2011.