Μαζεύθηκαν οἱ Ἀλεξανδρινοι
νά δοῦν τῆς Κλεοπάτρας τά παιδιά,
τόν Καισαρίωνα, καί τά μικρά του ἀδέρφια,
Ἀλέξανδρο καί Πτολεμαῖο, πού πρώτη
φορά τά βγάζαν ἔξω στό Γυμνάσιο,
ἐκεῖ νά τά κηρύξουν βασιλεῖς,
μές στή λαμπρή παράταξι τῶν στρατιωτῶν.
Ὁ Ἀλέξανδρος – τόν εἶπαν βασιλέα
τῆς Ἀρμενίας, τῆς Μηδίας, καί τῶν Πάρθων.
Ὁ Πτολεμαῖος – τόν εἶπαν βασιλέα
τῆς Κιλικίας, τῆς Συρίας, καί τῆς Φοινίκης.
Ὁ Καισαρίων στέκονταν πιό ἐμπροστά,
ντυμένος σέ μετάξι τριανταφυλλί,
στό στήθος του ἀνθοδέσμη ἀπό ὑακίνθους,
ἡ ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι ἀμεθύστων,
δεμένα τά ποδήματά του μ’ ἄσπρες
κορδέλλες κεντημένες μέ ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αὐτόν τόν εἶπαν πιότερο ἀπό τούς μικρούς,
αὐτόν τόν εἶπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οἱ Ἀλεξανδρινοί ἔνοιωθαν βέβαια
πού ἦσαν λόγια αὐτά καί θεατρικά.
Ἀλλά ἡ μέρα ἤτανε ζεστή καί ποιητική,
ὁ οὐρανός ἕνα γαλάζιο ἀνοιχτό,
τό Ἀλεξανδρινό Γυμνάσιο ἕνα
θριαμβικό κατόρθωμα τῆς τέχνης,
τῶν αὐλικῶν ἡ πολυτέλεια ἔκτακτη,
ὁ Καισαρίων ὅλο χάρις κ’ ἐμορφιά
(τῆς Κλεοπάτρας υἱός, αἷμα τῶν Λαγιδῶν)∙
κ’ οἱ Ἀλεξανδρινοί ἔτρεχαν πιά στήν ἑορτή,
κ’ ἐνθουσιάζονταν, κ’ ἐπευφημοῦσαν
ἑλληνικά, κ’ αἰγυπτιακά, καί ποιοί ἑβραίικα,
γοητευμένοι μέ τ’ ὡραῖο θέαμα –
μ’ ὅλο πού βέβαια ἤξευραν τί ἄξιζαν αὐτά,
τί κούφια λόγια ἤσανε αὐτές ἡ βασιλεῖες.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἀλεξανδρινοί Βασιλεῖς»
νά δοῦν τῆς Κλεοπάτρας τά παιδιά,
τόν Καισαρίωνα, καί τά μικρά του ἀδέρφια,
Ἀλέξανδρο καί Πτολεμαῖο, πού πρώτη
φορά τά βγάζαν ἔξω στό Γυμνάσιο,
ἐκεῖ νά τά κηρύξουν βασιλεῖς,
μές στή λαμπρή παράταξι τῶν στρατιωτῶν.
Ὁ Ἀλέξανδρος – τόν εἶπαν βασιλέα
τῆς Ἀρμενίας, τῆς Μηδίας, καί τῶν Πάρθων.
Ὁ Πτολεμαῖος – τόν εἶπαν βασιλέα
τῆς Κιλικίας, τῆς Συρίας, καί τῆς Φοινίκης.
Ὁ Καισαρίων στέκονταν πιό ἐμπροστά,
ντυμένος σέ μετάξι τριανταφυλλί,
στό στήθος του ἀνθοδέσμη ἀπό ὑακίνθους,
ἡ ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι ἀμεθύστων,
δεμένα τά ποδήματά του μ’ ἄσπρες
κορδέλλες κεντημένες μέ ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αὐτόν τόν εἶπαν πιότερο ἀπό τούς μικρούς,
αὐτόν τόν εἶπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οἱ Ἀλεξανδρινοί ἔνοιωθαν βέβαια
πού ἦσαν λόγια αὐτά καί θεατρικά.
Ἀλλά ἡ μέρα ἤτανε ζεστή καί ποιητική,
ὁ οὐρανός ἕνα γαλάζιο ἀνοιχτό,
τό Ἀλεξανδρινό Γυμνάσιο ἕνα
θριαμβικό κατόρθωμα τῆς τέχνης,
τῶν αὐλικῶν ἡ πολυτέλεια ἔκτακτη,
ὁ Καισαρίων ὅλο χάρις κ’ ἐμορφιά
(τῆς Κλεοπάτρας υἱός, αἷμα τῶν Λαγιδῶν)∙
κ’ οἱ Ἀλεξανδρινοί ἔτρεχαν πιά στήν ἑορτή,
κ’ ἐνθουσιάζονταν, κ’ ἐπευφημοῦσαν
ἑλληνικά, κ’ αἰγυπτιακά, καί ποιοί ἑβραίικα,
γοητευμένοι μέ τ’ ὡραῖο θέαμα –
μ’ ὅλο πού βέβαια ἤξευραν τί ἄξιζαν αὐτά,
τί κούφια λόγια ἤσανε αὐτές ἡ βασιλεῖες.
Κωνσταντίνος Καβάφης «Ἀλεξανδρινοί Βασιλεῖς»
No comments:
Post a Comment