Friday, January 11, 2008

Για την εργατική τάξη στην ελεγχόμενη από την Δημοκρατία περιοχή (Περιπέτειες Ιδεών, Κοινωνίες σε μετάβαση, Πολίτης 13/1/08)

Που πάει να πει, σε αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, κρατάω καλά.
Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελλί μας κόκκινο ουρανό.
(Μίκης Θεοδωράκης)

Ξεκινώντας από μια πολιτική έννοια της εργατικής τάξης1 θα αποπειραθώ να παρουσιάσω κάποιες θέσεις σε σχέση με την (ελληνο-)κυπριακή κοινωνία μετάβασης.

Το 1974 ως ιστορικό σημείο αναφοράς: μέσα στο κυπριακό θαύμα ή μέσα στο δεύτερο κύμα προλεταριοποίησης;

Ο πόλεμος του 1974 προκάλεσε κατακλυσμικές αλλαγές στην κυπριακή κοινωνία. Η εδραίωση του εδαφικού διαχωρισμού των εθνοτικών κοινοτήτων και η ξεχωριστή τους ανάπτυξη [αλματώδης για την κοινότητα που ελέγχε το ανεξάρτητο κράτος (της;), περιορισμένη για την κοινότητα που βρισκόταν/βρίσκεται υπό προτεκτορατοποίηση] αποτελούν καθοριστικές συνιστώσες της ανάλυσης που θα ακολουθήσει για το νότιο τμήμα του νησιού.

Ο Χριστοδούλου (1992) αποδεχόμενος τον όρο “κυπριακό θαύμα” που επινοήθηκε από την ε/κ αστική τάξη για να περιγράψει την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη του κράτους της, μας οδηγεί “μέσα” στο θαύμα με λεπτομερείς ιστορικές αναφορές στους πολιτικούς και οικονομικούς συντελεστές αυτής της “ανάπτυξης”. Αναφέρεται στην “πρόοδο της εργασίας” και στη “βελτιωμένη οργάνωση” και “κοινωνικο-οικονομική άνοδο” της εργατικής τάξης μέσα στα πλαίσια του τριμερούς συστήματος. “Η ουσία του κυπριακού “θαύματος” υποδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι μέσα σε τρία χρόνια από την εισβολή, επιτεύχθηκε πλήρης απασχόληση...” Όμως η “υπομονή του Σύσιφου”και “εργασία του μύρμηγκα” που συγκροτούν την “ψυχική διάθεση αυτού του (εργαζόμενου) λαού” (Χριστοδούλου, 1992) είναι ένα ιστορικά συγκεκριμένο υπόδειγμα που τέθηκε και τίθεται υπό αμφισβήτηση. Μια βάση αυτής της αμφισβήτησης είναι η περιορισμένη εξηγηματική δυνατότητα της αστικής επιστήμης καθώς βασίζεται και χρησιμοποιεί έναν στενό, τυπικό ορισμό της εργασίας ως απόδοσης, προσαρμοσμένο δηλαδή στην πραγματικότητα του καπιταλιστικού προγράμματος.

(Είκοσι-)Δυο χρόνια αργότερα, το 1994 οι Χαρτ και Νέγκρι δημοσιεύουν στο ίδιο πανεπιστήμιο την “εργασία του Διόνυσου” όπου αναπτύσσουν την θέση της πραγματικής υπαγωγής της κοινωνίας στο κράτος και της εργασίας ως υλιστικής κριτικής που ανασυνθέτει τον ταξικό ανταγωνισμό.
“Αν το κεφάλαιο χρειάζεται γενικά να αναπτύξει το δικό του μοντέλο ενοποίησης της ανάπτυξης, τότε σήμερα ειδικά δεν έχει άλλη επιλογή από του να ορίσει το μοντέλο αυτό σαν μοντέλο εργασίας, σε σχέση με το τρέχων “κοινωνικό” επίπεδο αγώνα.” (Νέγκρι, δεκαετία 1960)

Μας υπενθυμίζουν ότι το βασικό πολιτικό και θεωρητικό πρόβλημα με τον αφηρημένο, τυπικό, “αποδοτικό” ορισμό της εργασίας είναι ότι παρασιωπά τις συνθήκες της παραγωγής και την εκμετάλλευση που επικρατεί.

“Οι αστοί έχουν πολύ καλούς λόγους για να αποδίδουν υπερφυσικές δημιουργικές δυνάμεις στην εργασία, αφού ακριβώς από το γεγονός ότι η εργασία εξαρτάται από την φύση ακολουθεί ότι ο άνθρωπος που δεν έχει άλλη περιουσία εκτός από την εργασία του πρέπει στις συνθήκες της κοινωνίας και της κουλτούρας να είναι σκλάβος άλλων ανθρώπων που έχουν κάνει τους εαυτούς τους ιδιοκτήτες των υλικών συνθηκών εργασίας.” (Μαρξ, 1875)

Από μια μαρξιστική σκοπιά τον επόμενο χρόνο ο Παναγιωτόπουλος (1995) τοποθετεί τους υλικούς όρους συγκρότησης του (ελληνο-)κυπριακού “αναπτυξιακού κράτους” στο δεύτερο κύμα της προλεταριοποίησης που επήλθε με τον εκτοπισμό των ε/κ από το βόρειο τμήμα του νησιού.
“Ο διαχωρισμός δεκάδων χιλιάδων ιδιοκτητών αγροτών από την γη τους ήταν θεμελειώδους σημασίας στην μεταβολή της διάρθρωσης της εργασίας/απασχόλησης και κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης”. Με την ανεργία να εκτοξεύεται από 1.2% το 1973 σε 39.0% το 1975, τα γεγονότα του 1974 επέφεραν ένα “συμπιεσμένο κίνημα περίφραξης” προσφέροντας στο (τραυματισμένο από την πτώση ενός τρίτου στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν) ε/κ κεφάλαιο μια στρατιά διαθέσιμης εργατικής δύναμης (κυρίως γυναικείας) για τις ανάγκες της εκ νέου πρώιμης κεφαλαιακής συσσώρευσης. Το δεύτερο κύμα της προλεταριοποίησης 1974 – 1985 διέλυσε οριστικά την αγροτιά σαν κοινωνική τάξη και επιτάχυνε την διαδικασία της υπηρεσιοποίησης της οικονομίας με προεκτάσεις τόσο στην σύνθεση της εργατικής τάξης όσο και στον πολιτικό της προσανατολισμό.

Σύνολο επικερδώς απασχολούμενου πληθυσμού ανά τομέα
1973(252 700)
1986(220 100)
1999(295 300)
Πρωτογενής
1973: 97 200 (38.4%)
1986: 36 400 (16.5%)
1999: 26 200 (8.9%)
Δευτερογενής
1973: 65 100 (25.8%)
1986: 67 000 (30.5%)
1999: 65 700 (22.2%)
Τριτογενής
1973: 90 400 (35.8%)
1986: 116 700 (53.0%)
1999: 203 400 (68.9%)
Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία, Κυπριακή Δημοκρατία, 2004

Ο μεταπολεμικός ιστορικός συμβιβασμός κεφαλαίου και εργασίας εκφράστηκε με την “θυσία” της εργατικής τάξης προς την πατρίδα με αποδοχές μειώσεων στους μισθούς, στις συντάξεις, αναστολή της ΑΤΑ, ανεργιακών επιδομάτων “που επέφεραν πτώση του μεριδίου των μισθών ως ποσοστού επί των συνολικών εισόδων από το προπολεμικό 49.1% στο 28% του 1978. Ενώ οι πραγματικοί μισθοί έμεναν στάσιμοι η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε με βάση το προπολεμικό 100, σε 130.4 το 1976...Το μερίδιο των εισφορών των εργαζομένων αυξήθηκε από το προπολεμικό 31.5% σε 68% το 1978. Αντίθετα οι εργοδοτικές εισφορές μειώθηκαν από 49.8% σε 22.5% με το υπόλοιπο να αναλογεί στους αυτοεργαζόμενους.” Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΠΕΟ συνεχίζει ο Παναγιωτόπουλος που δημοσιεύτηκαν το 1979 επήλθε πτώση 25% στο βιωτικό επίπεδο όμως τουλάχιστο σύμφωνα με την ΠΕΟ η “οπισθοχώρηση της εργατικής τάξης έγινε με οργανωμένο τρόπο και κάτω από τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος”. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος εν τω μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας στην ανοικοδόμηση/ανάπτυξη για το “εθνικό συμφέρον” κωδικοποιήθηκε θεσμικά με την ολοκλήρωση της ένταξης των “αντιπροσώπων” της εργατικής τάξης στο ε/κ κράτος στα πλαίσια του τριμερούς συστήματος.

Αν ο πρώτος ταξικός συμβιβασμός (1948 - 1956) σφραγίστηκε τότε με την κατοχύρωση της ΑΤΑ και της κοινωνικής ασφαλίσης, ο δεύτερος ταξικός συμβιβασμός στο αναπτυξιακό, ανεξάρτητο και αδέσμευτο ε/κ κράτος (1966 – 1974) ήταν διαφορετικής μορφής. Το διαφορετικό πολιτικό απότελεσμα του 1977 (Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων στο “εσωτερικό μέτωπο” και συμφωνία με τη τ/κ ηγεσία για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία στο “εξωτερικό” (του ε/κ κράτους) αντανακλά την διαφορετική ιστορική συγκυρία. Στη πρώτη φάση της μετάβασης από το αποικιακό στο μετααποικιακό πλαίσιο η έμφαση ήταν στο εσωτερικό πεδίο, όπου η εργατική τάξη βρισκόταν στην αντεπίθεση. Αντίθετα στη δεύτερη φάση της μετάβασης από το διεθνές στο παγκόσμιο πλαίσιο αντίληψης και δράσης η έμφαση είναι στο εξωτερικό πεδίο όπου η εργατική τάξη βρίσκεται στην άμυνα μαχόμενη να υπερασπιστεί, να διατηρήσει (στην Ευρώπη) και να υλοποιήσει (στην Κύπρο) το κράτος πρόνοιας της σοσιαλδημοκρατίας ή να τεθεί στο πολιτικό περιθώριο.

Παγκοσμιοποίηση, απορύθμιση και κατακερματισμός

Ο Παναγιώτου (2003) αναλύει το αποτέλεσμα αυτών των δυο στιγμών της “μετάβασης” στα πλαίσια της μεταμόρφωσης της Κύπρου “από μια περιφερειακή οικονομική περιοχή σε ένα εύπορο εμπορικό κέντρο της Μέσης Ανατολής με μια τριπλή πολιτικο-οικονομική δομή στις διεθνείς σχέσεις: με την Δύση, την Σοβιετική Ένωση και τον Αραβικό κόσμο”. Ο αριστερός πατριωτισμός, ως η κυρίαρχη ιδεολογία των ιθαγενών της Κύπρου, απόρρεια της ιστορικής συνοριακής εμπειρίας των διεθνών και τοπικών ταξικών επιρροών και συγκρούσεων, με άλλα λόγια κατάφερε στο εξωτερικό αυτό που “έπρεπε να καταφέρει η ίδια η ε/κ αστική τάξη”. Όμως ποιος ακριβώς ήταν και ποιος είναι ο συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων μέσα στην Κύπρο της ανάπτυξης; Και ποια είναι η μορφή του παγκοσμιοποιούμενου ε/κ κράτους;

Ο Κάττος (1999) ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία (και με βορειοευρωπαϊκό συγκριτικό πλαίσιο αναφοράς) αναφέρεται στην έλλειψη ιδεολογικής, κλαδικής και παραταξιακής ενότητας της εργατικής τάξης που την εμποδίζει από το να είναι σε θέση να ελέγξει την διαδικασία της ανάπτυξης.
“Η καπιταλιστική τάξη στην ολότητα της δεν αναγνωρίζει κανένα ρόλο στην εργασία σε σχέση με οργανωτικές πολιτικές και επιχειρηματικές λειτουργικές πρακτικές...Η εργασία στην Κύπρο με εξέρεση τους δημόσιους υπαλλήλους χαρακτηρίζεται από πολιτική ατολμία” (Κάττος, 1999). Γράφοντας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 κατά την διάρκεια μιας παγκόσμιας κλιμάκωσης της αναμέτρησης του νεοφιλελευθερισμού και των επικριτών του η θεωρητική του θέση έχει την πολιτική της διάσταση. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης Κληρίδη τότε για να “εκσυγχρονίσει” τις εργασιακές σχέσεις μέσα από μια διαδικασία απορύθμισης-αναρύθμισης αποτέλεσε στιγμή της σύγκρουσης. Η ανάλυση του Κάττου όμως προσεγγίζει την κυπριακή εργατική τάξη ως προ-πολιτική δύναμη που στο επίπεδο συνείδησης αντιλαμβάνεται συντεχνιακά τα συμφέροντα της. Ως εκ τούτου αδυνατεί να αρθρώσει το δικό της υπόδειγμα απέναντι στην συντονισμένη επίθεση κράτους και κεφαλαίου.
“Με την πιθανή εξαίρεση της εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο και τραπεζικό τομέα που αναλογεί περίπου στο 22% του κυπριακού εργατικού δυναμικού, η εργασία στον ιδιωτικό τομέα στην Κύπρο αντιμετωπίζεται με σκληρή, καπιταλιστική πολιτική διάθεση.” (Κάττος, 1999)
Το ζητούμενο όμως παραμένει να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο πολυδιάστατος κατακερματισμός της εργατικής τάξης παράγεται (και όχι μόνο το πως εκφράζεται/μεσολαβείται) πολιτικά. Γιατί και πως δηλαδή η εργατική τάξη της Κύπρου επιτρέπει/ανέχεται την “αλληλοσυμπληρωματικότητα” κράτους και κεφαλαίου. Και αυτό δεν επιδέχεται αυτονόητων απαντήσεων όπως “η αλληλεγγύη των εργατικών συμφερόντων παραμένει στο οικονομικό πεδίο” ή “το ξένο εργατικό δυναμικό αδυνατίζει την διαπραγματευτική δύναμη της τάξης”. Ούτε το ότι ο ε/κ εθνικισμός (-ρατσισμός;) παραμένει ως διάχυτη ιδεολογία και πρακτική δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση. Και από πολιτική και από θεωρητική σκοπιά αυτά συνιστούν ερωτήματα.

Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι πολιτικές προοπτικές της εργατικής τάξης

Επειδή αφενώς το ισοζύγιο των πολιτικών δυνάμεων, που άνοιξε το δρόμο για την “ευελικτοποίηση” της εργασίας ενδεχομένως να μεταβλήθηκε σε αυτή τη δεκαετία και αφετέρου η ντε φάκτο ανασύνθεση της εργατικής τάξης μέσα από την πολυεθνοποίηση (ένταξη και μετανάστευση) υποδεικνύουν τις προϋποθέσεις επαναπολιτικοποίησης τόσο του “οικονομικού” όσο και του “πολιτιστικού” και άρα τον πρακτικό και θεωρητικό αγώνα για την επανανοηματοδότηση τόσο της κοινότητας και του κράτους της όσο και της εργατικής τάξης και του δικού της πολιτικού προσανατολισμού. Εκείνο όμως που ενδέχεται να καθορίσει τόσο τη μορφή του κράτους όσο και την αναδόμηση της κοινωνίας είναι σε τελική ανάλυση οι επερχόμενοι αγώνες για την επανένωση της χώρας, την συλλογικότητα των εργασιακών σχέσεων, την δημόσια κοινωνική ασφάλιση και την αναδιανομή του συλλογικά παραγόμενου πλεονάσματος που μπορούν και πρέπει να αμφισβητήσουν κάθε λογική “οικονομικού πεδίου” και “συντεχνιακής” πολιτικής κουλτούρας.

Αναφορές

Christodoulou Demetrios, Inside the Cyprus miracle: the labours of an embattled mini economy, University of Minnesota, 1992

Hardt Michael and Negri Antonio, Labour of Dionysous: a critique of the state-form, University of Minnesota, 1994

Kattos Sotiris, State, capital and labour in Cyprus, unpublished doctoral dissertation, 1999

Marx Karl, The critique of the Gotha programme, (1875) in Tucker Robert's second edition, The Marx-Engels reader, Princeton University, 1978

Panayiotopoulos Prodromos, Cyprus: the developmental state in crisis, Capital and class, n.57, 1995

Panayiotou Andreas, Border experience: interpreting the patriotism of the Cypriot Left, 2003 (in Turkish, 2005 in Greek)

1. “Η τάξη ορίζεται από ανθρώπους καθώς αυτοί ζουν τη δική τους ιστορία και τελικά αυτός είναι ο μόνος ορισμός.” E.P. Thompson, The making of the English working class, Preface, London, 1963.

No comments: