Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και στα δικαιώματα
Άρθρο 1 Οικουμενικής Διακήρυξης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Από το 1948 η Οικουμενική Διακήρυξη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διακήρυξε την ελευθερία όλων των ανθρώπων, την ισότητά τους στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα και την απαγόρευση της αυθαίρετης σύλληψης ή κράτησης οποιουδήποτε προσώπου. Στην Κύπρο του 2009 η Αστυνομία φαίνεται όχι μόνο να αγνοεί τις βασικές αρχές της Διακήρυξης αλλά και να τις αντιμάχεται.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο, ο εκπρόσωπος τύπου της αστυνομίας ζήτησε χθες αφενός να τους υποδειχθεί με πιο τόπο οφείλουν να ασκούν τα καθήκοντά τους, αφήνοντας να νοηθεί ότι αυτό το κράτος δεν ξέρει τι θέλει και ότι για την αστυνομία είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στο ρόλο της με σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ταυτόχρονα συνέχισε να επιμένει ότι η αστυνομία δεν χρειάζεται την άδεια «κανενός» για την επιβολή της τάξης, δίνοντας την εικόνα ότι η αστυνομία αντιλαμβάνεται το εαυτό της ως κράτος εν κράτει.
Μόνο με επιχειρήσεις που πραγματοποιούνται τα ξημερώματα, με μαζικές συλλήψεις, με στήσιμο μπλόκων στην παλιά πόλη, με την παραβίαση κατοικιών και τη χρήση χειροπεδών, με τη σύλληψη και κράτηση εγκύων μεταναστριών φαίνεται ότι είναι δυνατό για την Κυπριακή Αστυνομία να εκτελέσει τα καθήκοντά της. Και όλα αυτά γιατί ήθελε να συλλάβει κάποια πρόσωπα για τα οποία είχε εντάλματα σύλληψης και τα οποία εν πάση περιπτώσει συνέλαβε προηγουμένως σε άλλη περιοχή, εκτός της παλιάς Λευκωσίας.
Οι μετανάστες, οι περισσότεροι καθόλα νόμιμοι και λίγοι χωρίς χαρτιά, πετάχτηκαν τρομαγμένοι από τα κρεβάτια τους από την εισβολή της Αστυνομίας και την παραβίαση της πόρτας των σπιτιών τους. Η Αστυνομία δεν ήθελε να δει τις άδειες παραμονής τους αλλά ζήτησε τα διαβατήριά τους, τους έβαλε χειροπέδες ενώ αυτοί ακόμα φορούσαν τις πυτζάμες τους, τους οδήγησαν στον Αστυνομικό σταθμό σε μια κλούβα γεμάτη μετανάστες, όλοι με χειροπέδες και χωρίς να μπορούν να κρατηθούν από οπουδήποτε όπως τα «ζώα» που πάνε για σφαγή. Αφού διαπίστωσαν του λόγου το αληθές, ότι δηλαδή ήταν νόμιμοι, τους άφησαν μετά από κάποιες ώρες να επιστρέψουν με τα πόδια περπατώντας κάποια χιλιόμετρα, φορώντας ακόμα τις πυτζάμες τους. Αυτή είναι η ανθρωπιστική μεταχείριση της Αστυνομίας προς τους μετανάστες. Η δε 6 μηνών έγκυος μετανάστρια, της οποίας η απελευθέρωση, ως ανθρωπιστικό μέτρο, ‘ανακοινώθηκε’ πριν δύο ημέρες από την Αστυνομία, εξακολουθεί να κρατείται με σκοπό την απέλαση.
Η ΚΙΣΑ καλεί την πολιτεία στο σύνολό της και ιδιαίτερα τα πολιτικά κόμματα να εκφέρουν επιτέλους εκείνο τον πολιτικό λόγο ο οποίος καταδικάζει το ρατσισμό και την κατάχρηση εξουσίας από την Αστυνομία. Καλεί τα πολιτικά κόμματα, με τον πολιτικό τους λόγο αλλά και έμπρακτα με συγκεκριμένες πολιτικές, να προχωρήσουν σε ενεργότερη και αποφασιστικότερη συμμετοχή στην προσπάθεια δημιουργίας αντιρατσιστικής συνείδησης στην κοινωνία, καταδικάζοντας τις ενέργειες της Αστυνομίας, οι οποίες στη βάση ρατσιστικών και ξενοφοβικών κριτηρίων στρέφονται εναντίον μιας ιδιαίτερα ευάλωτης ομάδας των κατοίκων αυτής της χώρας παραβιάζοντας κατάφωρα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η ΚΙΣΑ καλεί τέλος όλες τις κοινότητες μεταναστών και οργανωμένα σύνολα της κοινωνίας όπως και όλους τους ευαισθητοποιημένους πολίτες σε συνάντηση στα γραφεία της, Αρσινόης 48, παλιά Λευκωσία, την Τετάρτη, 30/9/2009, στις 6 μ.μ., για συζήτηση και ανάληψη μέτρων αντίδρασης στις ενέργειες της Αστυνομίας.
Διοικητικό Συμβούλιο ΚΙΣΑ
29.09.2009
πολιτικός τζιαι θεωρητικός προβληματισμός, απόπειρα ιστορικής αφήγησης τζιαι επίκαιροι τραγουδιστοί συνειρμοί
Tuesday, September 29, 2009
Wednesday, September 23, 2009
Η διεύρυνση της επαναπροσέγγισης και το νόημα της επανένωσης
Το επαναπροσεγγιστικό κίνημα της δεκαετίας του 1990 πέρασε σε άλλο στάδιο με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003. Η προοπτική της λύσης μέσα από τις συνομιλίες γύρω από τις διάφορες εκδοχές του Σχεδίου Ανάν έδωσε ώθηση στη μαζική επαναπροσεγγιστική δραστηριότητα. Μέχρι και θεσμική επαναπροσεγγιστική δραστηριότητα πραγματοποιήθηκε από συνδέσμους καλλιτεχνών, συνδικαλιστικές και εργοδοτικές οργανώσεις και επαγγελματικούς συνδέσμους βόρεια και νότια της πράσινης γραμμής. Η διαδικασία του κτισίματος της λύσης είχε ήδη αρχίσει. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και η “περιρρέουσα ατμόσφαιρα” που ακολούθησε αποτέλεσε πλήγμα για την επαναπροσέγγιση και τη διαδικασία της επανένωσης αλλά όχι αρκετά ισχυρό για την διακόψει. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων αποδείχτηκε μη αναστρέψιμο γεγονός καθιστώντας πλέον την μια κοινότητα ορατή στην άλλη. Το γεγονός ότι πολλοί Τουρκοκύπριοι εργάζονται μάλιστα στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την προοπτική της επανένωσης καθώς βιώνουν μαζί με τους Ελληνοκύπριους συναδέλφους τους μια κοινή καθημερινότητα, κοινές εργασιακές συνθήκες και κατ' επέκταση κοινά κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα. Η ΠΕΟ έχει ήδη επανεντάξει στις τάξεις της ένα σημαντικό αριθμό Τουρκοκυπρίων εργατών διατηρώντας μάλιστα και έμμισθα στελέχη για την εξυπηρέτηση τους, ενώ ακόμα και η ΣΕΚ, που λόγω των εθνικιστικών της καταβολών είχε διαχρονικά μια πιο ψυχρή στάση απέναντι στους Τουρκοκύπριους, έχει σήμερα και αυτή εντάξει στις τάξεις της Τουρκοκύπριους εργάτες.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων η έννοια της επαναπροσέγγισης έχει σαφέστατα διευρυνθεί. Κατ' αρχήν οι διακοινοτικές επαφές αφορούν πλέον μια σχετικά μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Για μια μεγάλη μερίδα Κυπρίων τα μέλη της άλλης κοινότητας δεν προσεγγίζονται πλέον στερεοτυπικά ως ο ομογενοποιημένος Άλλος, αλλά ως αυτόνομες προσωπικότητες με τις οποίες σχετίζονται. Έπειτα, οι δικοινοτικές κοινωνικές σχέσεις σήμερα έχουν περάσει πέραν από το σπάσιμο του πάγου και τις τυπικές φιλοφρονήσεις, τις πρώτες διερευνητικές επαφές. Σήμερα υπάρχουν δικοινοτικές φιλίες, δικοινοτικές συνεργασίες, δικοινοτικές πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Η δράση του Ομίλου Ιστορικού Διαλόγου και Έρευνας, της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο, της Πλατφόρμας Εκπαιδευτικών Ενωμένη Κύπρος και του Hands Across the Divide αποτελεί ένδειξη της εμβάθυνσης του περιεχομένου της επαναπροσέγγισης πέραν από τη λογική της “επίλυσης της σύγκρουσης”. Η ίδια η λογική του εθνοτικού ανταγωνισμού αμφισβητείται πλέον ανοιχτά και δημόσια, ενώ η ειρηνική συμβίωση και η επανένωση ως στοχοθεσίες θέτουν πλέον το πλαίσιο της συζήτησης.
Η επανένωση είναι μια ολική και πολυσύνθετη διαδικασία που έχει ήδη αρχίσει. Περνά μέσα από την ταφή των νεκρών της σύγκρουσης, μέσα από τον αναπροσανατολισμό της παιδείας μακριά από τον εθνοκεντρισμό και την μισαλλοδοξία, μέσα από τη δικοινοτική συνεργασία και τον κοινό αγώνα ενάντια στο παράλογο της διαίρεσης. Διαδικασίες που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, διαδικασίες όμως που θα πρέπει να συνεχιστούν με περισσότερη αποφασιστικότητα αν θέλουμε να οικοδομήσουμε την κουλτούρα της ειρηνικής συνύπαρξης. Επειδή η επανένωση δεν προκύπτει μόνο από τις αντικειμενικές συνθήκες, χρειάζεται επίσης και την υποκειμενικότητα της επιθυμίας, την πολιτική βούληση, την διεκδίκηση.
Βέβαια κάποιος μπορεί να αντιτάξει την επίσης μεγάλη μερίδα Κυπρίων που δεν έχει και δεν θέλει να έχει επαφές με μέλη της άλλης κοινότητας. Που υποστηρίζει το διχοτομικό στάτους κβο ως δεύτερη καλύτερη λύση μετά την (ομολογουμένως ανέφικτη) εθνική επικράτηση, και την διατήρηση του διαχωρισμού μέσα από την αναπαραγωγή του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης. Που όχι απλά δεν επιθυμεί, αλλά εναντιώνεται μάλιστα στην επαναπροσέγγιση και νιώθει να απειλείται από την διαδικασία της επανένωσης. Η εθνικιστική αυτή ιδεολογική στάση εξυπηρετεί βέβαια και συγκεκριμένα νοτιο-κυπριακά και κατεστημένα συμφέροντα στον τομέα της ανάπτυξης γης που θέλουν να συνεχίσουν να μονοπωλούν τον έλεγχο του κράτους και άρα των πολιτικών ανάπτυξης.
Καθώς οι συνομιλίες οδηγούνται προς την κατάληξη τους η σύγκρουση μεταξύ της λογικής της επανένωσης και του παραλόγου της διαιρέσης θα καταστεί αναπόφευκτη. Οι δυνάμεις της επανένωσης αντλούν το όραμα τους από το μέλλον, από την προοπτική της λύσης του προβλήματος. Προσεγγίζουν την επανένωση ως ιστορική πρόκληση που θα πρέπει να πετύχει. Αντίθετα οι δυνάμεις της διαίρεσης αντλούν το όραμα τους από το παρελθόν της σύγκρουσης. Προσεγγίζουν την επανένωση ως αμφίβολο συμβιβασμό και καλλιεργούν τον φόβο της κατάρρευσης του ομόσπονδου κράτους και της επανάληψης των συγκρούσεων.
Βρικόμαστε σε μια ιστορική συγκυρία όπου για πρώτη φορά η υπέρβαση της εθνοτικής σύγκρουσης είναι ορατή, εφικτή και προοπτικά πραγματοποιήσιμη. Τα δυο στρατόπεδα της επανένωσης και του στάτους κβο ήδη σχηματοποιούνται. Σε αυτή την αναπόφευκτη μάχη πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν αναμετριέται απλά η λογική με το παράλογο αλλά και η ελπίδα με τον φόβο, το μέλλον με το παρελθόν.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά το άνοιγμα των οδοφραγμάτων η έννοια της επαναπροσέγγισης έχει σαφέστατα διευρυνθεί. Κατ' αρχήν οι διακοινοτικές επαφές αφορούν πλέον μια σχετικά μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Για μια μεγάλη μερίδα Κυπρίων τα μέλη της άλλης κοινότητας δεν προσεγγίζονται πλέον στερεοτυπικά ως ο ομογενοποιημένος Άλλος, αλλά ως αυτόνομες προσωπικότητες με τις οποίες σχετίζονται. Έπειτα, οι δικοινοτικές κοινωνικές σχέσεις σήμερα έχουν περάσει πέραν από το σπάσιμο του πάγου και τις τυπικές φιλοφρονήσεις, τις πρώτες διερευνητικές επαφές. Σήμερα υπάρχουν δικοινοτικές φιλίες, δικοινοτικές συνεργασίες, δικοινοτικές πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες. Η δράση του Ομίλου Ιστορικού Διαλόγου και Έρευνας, της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο, της Πλατφόρμας Εκπαιδευτικών Ενωμένη Κύπρος και του Hands Across the Divide αποτελεί ένδειξη της εμβάθυνσης του περιεχομένου της επαναπροσέγγισης πέραν από τη λογική της “επίλυσης της σύγκρουσης”. Η ίδια η λογική του εθνοτικού ανταγωνισμού αμφισβητείται πλέον ανοιχτά και δημόσια, ενώ η ειρηνική συμβίωση και η επανένωση ως στοχοθεσίες θέτουν πλέον το πλαίσιο της συζήτησης.
Η επανένωση είναι μια ολική και πολυσύνθετη διαδικασία που έχει ήδη αρχίσει. Περνά μέσα από την ταφή των νεκρών της σύγκρουσης, μέσα από τον αναπροσανατολισμό της παιδείας μακριά από τον εθνοκεντρισμό και την μισαλλοδοξία, μέσα από τη δικοινοτική συνεργασία και τον κοινό αγώνα ενάντια στο παράλογο της διαίρεσης. Διαδικασίες που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη, διαδικασίες όμως που θα πρέπει να συνεχιστούν με περισσότερη αποφασιστικότητα αν θέλουμε να οικοδομήσουμε την κουλτούρα της ειρηνικής συνύπαρξης. Επειδή η επανένωση δεν προκύπτει μόνο από τις αντικειμενικές συνθήκες, χρειάζεται επίσης και την υποκειμενικότητα της επιθυμίας, την πολιτική βούληση, την διεκδίκηση.
Βέβαια κάποιος μπορεί να αντιτάξει την επίσης μεγάλη μερίδα Κυπρίων που δεν έχει και δεν θέλει να έχει επαφές με μέλη της άλλης κοινότητας. Που υποστηρίζει το διχοτομικό στάτους κβο ως δεύτερη καλύτερη λύση μετά την (ομολογουμένως ανέφικτη) εθνική επικράτηση, και την διατήρηση του διαχωρισμού μέσα από την αναπαραγωγή του ανταγωνισμού και της σύγκρουσης. Που όχι απλά δεν επιθυμεί, αλλά εναντιώνεται μάλιστα στην επαναπροσέγγιση και νιώθει να απειλείται από την διαδικασία της επανένωσης. Η εθνικιστική αυτή ιδεολογική στάση εξυπηρετεί βέβαια και συγκεκριμένα νοτιο-κυπριακά και κατεστημένα συμφέροντα στον τομέα της ανάπτυξης γης που θέλουν να συνεχίσουν να μονοπωλούν τον έλεγχο του κράτους και άρα των πολιτικών ανάπτυξης.
Καθώς οι συνομιλίες οδηγούνται προς την κατάληξη τους η σύγκρουση μεταξύ της λογικής της επανένωσης και του παραλόγου της διαιρέσης θα καταστεί αναπόφευκτη. Οι δυνάμεις της επανένωσης αντλούν το όραμα τους από το μέλλον, από την προοπτική της λύσης του προβλήματος. Προσεγγίζουν την επανένωση ως ιστορική πρόκληση που θα πρέπει να πετύχει. Αντίθετα οι δυνάμεις της διαίρεσης αντλούν το όραμα τους από το παρελθόν της σύγκρουσης. Προσεγγίζουν την επανένωση ως αμφίβολο συμβιβασμό και καλλιεργούν τον φόβο της κατάρρευσης του ομόσπονδου κράτους και της επανάληψης των συγκρούσεων.
Βρικόμαστε σε μια ιστορική συγκυρία όπου για πρώτη φορά η υπέρβαση της εθνοτικής σύγκρουσης είναι ορατή, εφικτή και προοπτικά πραγματοποιήσιμη. Τα δυο στρατόπεδα της επανένωσης και του στάτους κβο ήδη σχηματοποιούνται. Σε αυτή την αναπόφευκτη μάχη πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν αναμετριέται απλά η λογική με το παράλογο αλλά και η ελπίδα με τον φόβο, το μέλλον με το παρελθόν.
Saturday, September 12, 2009
Για το Alert
Εψές ήταν η εκδήλωση του Alert στην πλατεία της Φανερωμένης. Λλίος κόσμος εμαζεύτηκεν 50-60 άτομα, οι πλείστοι γνωστοί ακτιβιστές που διάφορες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς τζιαι του αντιεξουσιαστικού χώρου. Εστηθήκαν μικρόφωνα, φωτισμός, κάμερα, έδρα τζιαι έγινεν μια σχετικά καλή τζιαι οργανωμένη συζήτηση όπου ακουστήκαν διάφορες απόψεις. Το κλίμα ήταν βέβαια κάπως υποτονικό, εκυκλοφορούσεν τζιαι ένας αέρας απαισιοδοξίας τζιαι για το μέλλον της υπόθεσης του ξυλοδαρμού αλλά τζιαι για τες προοπτικές του κινήματος. Γιατί είμαστεν τόσοι λλίοι; Νομίζω επειδή το Αλερτ μάσιεται να παίξει σε 2 ταμπλώ, τζιαι ως Μη Κυβερνητική Οργάνωση τζιαι ως κινηματική πλατφόρμα. Κάτι όπως το έπαιξεν η ΚΙΣΑ την περίοδο 2004-2007 τζιαι όπως το παίζει σήμερα η Πλατφόρμα Εκπαιδευτικών Ενωμένη Κύπρος. Εν εξαιρετικά δύσκολο όμως. Γιατί αν γύρει στη μια πάντα χάνει την νεολαία που δυσπιρκά με τες επισημότητες τζιαι αν γύρει που την άλλη πάντα χάνει τους ηλιακά μεγαλλύττερους τζιαι πιο κοινωνικά ενταγμένους που απαιτούν σοβαρότητα τζιαι θεσμική πολιτική δράση. Η προσπάθεια της Αλερτ να αυτοπροσδιαριστεί αποτελεί τζιαι εννά συνεχίσει να αποτελεί θέμα.
Για να επιτευχθεί όμως η αποκέντρωση που σωστά επροβλήθηκεν ως στόχος που το συντονιστικό σημαίνει να νιώσουν το αλερτ ως δικό τους πολλοί ανθρώποι έτσι ώστε να αφοσιώσουν χρόνο τζιαι ενέργεια. Τούτον εν φαίνεται εφικτό προς το παρόν. Οι φιλελευθερίζοντες εν ήρταν καν ενώ οι αναρχίζοντες μιτσιοί εσαμποτάραν το καθώς με το τέλος της συζήτησης εμεταφερθήκαν ούλλοι στην άλλη πλευρά της Πλατείας, στο Μανώλη τζιαι εκάτσαν τζιαμέ διαλύοντας το προγραμματισμένο πάρτυ μπροστά που το σχολείο. Λλίον μαλακιούλλα βέβαια τζιαι έλληψη αλληλεγγύης αν μη τι άλλο προς το συντονιστικό του Αλερτ που έστησεν την φάση τζιαμέ.
Πάντως εν ωραία που διεκδικούμεν την περιοχή γύρω που την Φανερωμένη. Μπορεί να είμαστεν περικυκλωμένοι που μιαν εθνικιστική σημειολογία αλλά ταυτόχρονα μαζί τους μετανάστες αννοίουμεν μιαν προοπτική ντε φάκτο επανοικειοποίησης ενός κομβικού δημόσιου χώρου.
Για να επιτευχθεί όμως η αποκέντρωση που σωστά επροβλήθηκεν ως στόχος που το συντονιστικό σημαίνει να νιώσουν το αλερτ ως δικό τους πολλοί ανθρώποι έτσι ώστε να αφοσιώσουν χρόνο τζιαι ενέργεια. Τούτον εν φαίνεται εφικτό προς το παρόν. Οι φιλελευθερίζοντες εν ήρταν καν ενώ οι αναρχίζοντες μιτσιοί εσαμποτάραν το καθώς με το τέλος της συζήτησης εμεταφερθήκαν ούλλοι στην άλλη πλευρά της Πλατείας, στο Μανώλη τζιαι εκάτσαν τζιαμέ διαλύοντας το προγραμματισμένο πάρτυ μπροστά που το σχολείο. Λλίον μαλακιούλλα βέβαια τζιαι έλληψη αλληλεγγύης αν μη τι άλλο προς το συντονιστικό του Αλερτ που έστησεν την φάση τζιαμέ.
Πάντως εν ωραία που διεκδικούμεν την περιοχή γύρω που την Φανερωμένη. Μπορεί να είμαστεν περικυκλωμένοι που μιαν εθνικιστική σημειολογία αλλά ταυτόχρονα μαζί τους μετανάστες αννοίουμεν μιαν προοπτική ντε φάκτο επανοικειοποίησης ενός κομβικού δημόσιου χώρου.
Thursday, September 10, 2009
Friday, September 4, 2009
Οι πολιτικές προεκτάσεις του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος (Το Καλέμι, Σεπτέμβρης 2009)
του Γρηγόρη Ιωάννου
Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτελεί το άρθρο του Ιωάννη Κασουλίδη στο περιοδικό “Εκπαιδευτική Αλλαγή” (τεύχος 6, Μάιος - Ιούνιος 2009) με τίτλο “Ελληνισμός, Χριστιανισμός, Παιδεία και Κυπριακό”, στο οποίο ο ευρωβουλευτής προσπαθεί να υπερασπιστεί την παραδοσιακή, ηγεμονική ιστορική αφήγηση που «κινδυνεύει» από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Καθώς όμως δεν αμφισβητεί την πολιτική λογική της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η οποία στα πλαίσια του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος προωθεί ανάμεσα σε άλλα και την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης στην Κύπρο, αναγκάζεται να ακροβατήσει ανάμεσα στον εθνικισμό από την μια και την αναγκαιότητα της επανένωσης από την άλλη. Η υιοθέτηση και η αναπαραγωγή του ελληνο-χριστιανικού ιδελογήματος που θέλει την Κύπρο ελληνική, όπως άλλωστε είχε δηλώσει και προεκλογικά, είναι μια προβληματική θέση. Πόσο μάλλον όταν προσπαθεί να αποφύγει πάση θυσία τις πολιτικές προεκτάσεις της ιδεολογικής αυτής θέσης, αφού διακηρυγμένος του στόχος παραμένει η επανένωση της χώρας και η συνύπαρξη με τους Τ/κ στα πλαίσια μιας ανεξάρτητης διεθνικής πολιτείας. Έτσι ο κ. Κασουλίδης αναγκάζεται να καταφύγει στην ασάφεια, στις επιλεκτικές αναφορές και στις κραυγαλέες αντιφάσεις που καταδεικνύουν όχι απλώς την άγνοια του, αλλά πολύ περισσότερο την ανευθυνότητα του ως πολιτικού που καταφεύγει σε ένα είδος πολιτικαντισμού τοποθετούμενος λαϊκίστικα στο δημόσιο διάλογο για ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Ο αναγνώστης μπορεί εύλογα να διερωτηθεί γιατί αυτή η εστίαση στο άρθρο του κ. Κασουλίδη. Άλλωστε υπάρχει πληθώρα λαϊκίστικων και πολιτικάντικων άρθρων στον Τύπο που αναμασούν διάφορες εκδοχές του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος και που πολεμούν λυσσαλέα την απόπειρα εκσυγχρονισμού της παιδείας. Αυτό που καθιστά τη στάση του κ. Κασουλίδη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η απόπειρα ακροβασίας ανάμεσα στη φιλελεύθερη μετριοπάθεια και τον ακραίο εθνικιστικό λόγο. Η διγλωσσία όμως που προκύπτει ως αποτέλεσμα της νοοτροπίας να αρθρώνονται άλλοι/διαφορετικοί λόγοι/discourses αναλόγως ακροατηρίου, είναι εκφραστική μιας τάσης στην οποία ο πολιτικός ηγέτης θέλει να διαχειριστεί την πολιτική μόνος του και κατά συνέπεια λέει ό,τι θέλει το ακροατήριο, αγνοώντας έτσι τις συνέπειες των λόγων στην πράξη αλλά και την ιστορική μνήμη. Οι τοποθετήσεις των πολιτικών δεν έχουν όμως μόνο προβλεπτές, αλλά και απρόβλεπτες συνέπειες. Στην προσπάθεια δηλαδή να επιτύχουν την κομματική συσπείρωση, δεν μπορούν οι σοβαροί πολιτικοί να μη διανοούνται άλλες παράπλευρες και πιθανές συνέπειες όπως την αποδοχή, νομιμοποίηση και αναπαραγωγή καταστροφικών ιδεοληψιών του παρελθόντος.
Ας εξετάσουμε όμως τις θεωρητικές και ιστορικές καταβολές της “ελληνοχριστιανικής” θέσης που υπερασπίζεται τόσο ο κ. Κασουλίδης όσο και το περιοδικό “Αλλαγή” γενικότερα. Η έννοια του “ελληνοχριστιανισμού” ή της “ελληνορθοδοξίας” αποτελεί κατασκευή των εθνικιστών ιστορικών του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του Παπαρηγόπουλου, στην προσπάθεια νομιμοποίησης του νεοελληνικού κράτους μέσα από την αυθαίρετη διασύνδεση του αρχαίου ελληνικού με το βυζαντινό πολιτιστικό στοιχείο. Το βασικό ζητούμενο ήταν η απόδειξη της δήθεν ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους από τις αρχαίες πόλεις – κράτη μέσα από τη βυζαντινή αυτοκρατορία στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, Η αγωνιώδης προσπάθεια τεκμηρίωσης της εθνικιστικής θέσης για την αέναη ιστορική πορεία και τη διαχρονική υπόσταση του έθνους δεν αποτελεί βέβαια ελληνικό φαινόμενο. Όλοι οι εθνικιστές πιστεύουν στη διαχρονικότητα του έθνους τους και στην προσπάθεια τους να το αποδείξουν, πολλές φορές “επινοούν παραδόσεις” όπως επισημαίνει ο ιστορικός Χόμπσπαουμ.
Η μεγάλη εθνική αφήγηση, μια εκδοχή της οποίας παρουσιάζει ο κ. Κασουλίδης, αποτελείται από αυθαίρετες επιλογές από ιστορικά στοιχεία (μεταφορά ρωμαϊκής έδρας στο Βυζάντιο, άλωση της Κων/πολης, εκπροσώπηση του Γένους από την Εκκλησία, αγώνας ΕΟΚΑ), που τοποθετούνται σε μια σειρά για να στοιχειοθετήσουν ένα μύθο. Τον μύθο της ιστορικής συνέχειας του έθνους στα πλαίσια του οποίου καθορίζεται και θα πρέπει να καθορίζεται η πολιτιστική και πολιτική ταυτότητα. Η άνεση με την οποία διατυπώνεται η εθνική αυτή αφήγηση δεν έχει σχέση με την πλησιότητά της στα πραγματικά ιστορικά δεδομένα, αλλά με τη χρήση της από την παραδοσιακή εξουσία ως ηγεμονική ιδεολογία. Πρόκειται για μια ερμηνεία της ιστορίας που προβάλλει ως να είναι υπεράνω πολιτικής, ως πλαίσιο του τι συνιστά αποδεκτή πολιτική. Όταν ο κ. Κασουλίδης μιλά για την “ελληνική παιδεία [που] δεν μπορεί να είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά” δεν εκφράζει μια πολιτικά ουδέτερη θέση. Αποφεύγει ουσιαστικά το διάλογο για την παιδεία διεκδικώντας το μονόλογο. Και το κάνει αυτό στεκόμενος πάνω σε δεκαετίες ιδεολογικής κατήχησης και παραταξιακού πολιτικού προσανατολισμού της παιδείας. Όταν μιλά για τα “ελληνικά ιδεώδη” της ΕΟΚΑ χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να τα ορίσει, δεν πρόκειται απλώς για μια ασάφεια. Πρόκειται για μια συνειδητή αποσιώπηση, έτσι ώστε να καθοριστεί ένα πολιτικό πλαίσιο μέσα από την ιστορική αφήγηση. Ένα πλαίσιο που αγνοεί -με τρόπο προκλητικό για την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα- άβολες αλήθειες που καταρρίπτουν την “εθνική” εκδοχή, όπως τον πόλεμο του Θεοδόσιου ενάντια στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, το λειτουργικό ρόλο της Εκκλησίας στο Οθωμανικό κράτος το ελληνικό πραξικόπημα που προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής το 1974. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η αναπαραγωγή και επιβολή της μεγάλης εθνικής αφήγησης είναι πάντοτε βασισμένη στην αποσιώπηση, τη συγκάλυψη και τη λογοκρισία. Και αυτό διαφάνηκε ξεκάθαρα και μέσα από την πρόσφατη, ευτυχώς τελικά αποτυχημένη απόπειρα παρέμβασης στο ντοκυμαντέρ του Κώστα Γαβρά για την Ακρόπολη, που παρουσίαζε την άβολη για τον ελληνοχριστιανικό μύθο αλήθεια της οργανωμένης καταστροφής των αρχαίων ελληνικών μνημείων από Χριστιανούς τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Οι πολιτικές προεκτάσεις του εθνοκεντρικού φακού είναι όμως αναπόφευκτες. Είναι μάλιστα ορατές ως έμμεση διαφοροποίηση στην αναφορά στις 2 κοινότητες: οι Ε/κ είναι «Έλληνες» ενώ οι Τ/κ «Τουρκοκύπριοι». Γιατί δεν είναι και οι Τ/κ «Τούρκοι» ή οι Ε/κ «Ελληνοκύπριοι»; Τα (συνειδητά ή ασυνείδητα) αίτια αυτής της ονομαστικής στρατηγικής μπορεί να είναι ποικίλα. Από τη μια φαίνεται να εξυπηρετεί το πλαίσιο που αναφέρεται πιο πάνω – να δημιουργήσει ένα αίσθημα εθνικής έπαρσης σε όσους ταυτίζονται με τους Έλληνες (ως ένα έθνος/ ένας πολιτισμός πέρα από κράτη όπως καταδεικνύει και η συντήρηση της ορολογίας για «ιδιαίτερη πατρίδα»), ενώ οι Τ/κ παραπέμπονται στη πιο συνηθισμένη αναφορά/ορολογία, η οποία δεν τους εντάσσει στο φαντασιακό του τουρκικού έθνους αλλά σε μια κοινότητα της Κύπρου. Έτσι οι μεν (Ε/κ) είναι έθνος ενώ οι άλλοι κοινότητα. (Σ' αυτή τη συγκριτική αναφορά θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπάρχει ένας μικρός ήπιος ρατσισμός). Από την άλλη, αυτή η αποστασιοποίηση των Τ/κ από τον τουρκισμό λειτουργεί και κάπως θετικά στο φαντασιακό κόσμο τον οποίο φαίνεται να επικαλείται ο κ. Κασουλίδης, όπου «Έλληνες» και «Τούρκοι» είναι «προαιώνιοι εχθροί». Αλλά υπάρχει και ένα αστείο στην όλη διαδικασία: αυτή η στρατηγική προσδιορίζει μόνο τους Τ/κ σε σχέση με την Κύπρο. Έχει κάτι από Κύπρο ο ελληνοχριστιανισμός που θέλει να προβάλει ο κ. Κασουλίδης; Η απάντηση αναπόφευκτα γυρίζει πίσω στη λογική του «Η Κύπρος είναι ελληνική». Το αδιέξοδο όμως είναι εμφανές: δεν μπορεί να είναι μόνο ελληνική η Κύπρος, αφού ήδη γίνεται πια αναφορά σε άλλη κοινότητα. Και έμμεσα αλλά σαφώς υπονούνται και άλλες μορφές διαφοροποίησης από το φαντασιακό ελληνισμό τον οποίο επικαλείται ο λόγος του ευρωβουλευτή.
Ο πολιτικός λόγος είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι αυτοί που τον εκφέρουν έχει συνέπειες. Και τα ιδεολογήματα δεν είναι αθώα, έχουν πολιτικές προεκτάσεις, που τις βιώσαμε μάλιστα στο παρελθόν στην Κύπρο με πολύ οδυνηρό τρόπο. Είναι λυπηρό τώρα που βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της υπέρβασης της εθνοτικής σύγκρουσης, κάποιοι να αναπαράγουν, έστω άθελα τους, προσεγγίσεις και λογικές που μας εγκλωβίζουν σε αυτό το άσχημο παρελθόν. Και είναι διπλά λυπηρό όταν αυτοί οι κάποιοι επαγγέλλονται κατά τα άλλα το όραμα του εκσυγχρονισμού, της επανένωσης και της ειρηνικής συνύπαρξης.
Βιβλιογραφία:
Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, Ελευθερουδάκης, 6η έκδοση, 1932.
Umut Ozkimirli and Spyros Sofos, Tormented by history: nationalism in Greece and Turkey, Hurst, 2008.
Eric Hobsbawm, Nations and nationalism since 1780, Cambridge, 1990.
Eric Hobsbawm and Terence Ranger (eds), The invention of tradition, 1983.
Kyriakos Markides, The rise and fall of the Cyprus Republic, London, 1977.
Edward Gibbon (J.B. Bury ed) [1974] A history of the decline and fall of the Roman Empire in 6 volumes, Norwalk, Connecticut: The Easton Press.
Μιχάλης Μιχαήλ, Η εκκλησία της Κύπρου κατά την Οθωμανική περίοδο, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2005
Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτελεί το άρθρο του Ιωάννη Κασουλίδη στο περιοδικό “Εκπαιδευτική Αλλαγή” (τεύχος 6, Μάιος - Ιούνιος 2009) με τίτλο “Ελληνισμός, Χριστιανισμός, Παιδεία και Κυπριακό”, στο οποίο ο ευρωβουλευτής προσπαθεί να υπερασπιστεί την παραδοσιακή, ηγεμονική ιστορική αφήγηση που «κινδυνεύει» από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Καθώς όμως δεν αμφισβητεί την πολιτική λογική της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, η οποία στα πλαίσια του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος προωθεί ανάμεσα σε άλλα και την καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συμβίωσης στην Κύπρο, αναγκάζεται να ακροβατήσει ανάμεσα στον εθνικισμό από την μια και την αναγκαιότητα της επανένωσης από την άλλη. Η υιοθέτηση και η αναπαραγωγή του ελληνο-χριστιανικού ιδελογήματος που θέλει την Κύπρο ελληνική, όπως άλλωστε είχε δηλώσει και προεκλογικά, είναι μια προβληματική θέση. Πόσο μάλλον όταν προσπαθεί να αποφύγει πάση θυσία τις πολιτικές προεκτάσεις της ιδεολογικής αυτής θέσης, αφού διακηρυγμένος του στόχος παραμένει η επανένωση της χώρας και η συνύπαρξη με τους Τ/κ στα πλαίσια μιας ανεξάρτητης διεθνικής πολιτείας. Έτσι ο κ. Κασουλίδης αναγκάζεται να καταφύγει στην ασάφεια, στις επιλεκτικές αναφορές και στις κραυγαλέες αντιφάσεις που καταδεικνύουν όχι απλώς την άγνοια του, αλλά πολύ περισσότερο την ανευθυνότητα του ως πολιτικού που καταφεύγει σε ένα είδος πολιτικαντισμού τοποθετούμενος λαϊκίστικα στο δημόσιο διάλογο για ένα τόσο σοβαρό θέμα.
Ο αναγνώστης μπορεί εύλογα να διερωτηθεί γιατί αυτή η εστίαση στο άρθρο του κ. Κασουλίδη. Άλλωστε υπάρχει πληθώρα λαϊκίστικων και πολιτικάντικων άρθρων στον Τύπο που αναμασούν διάφορες εκδοχές του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος και που πολεμούν λυσσαλέα την απόπειρα εκσυγχρονισμού της παιδείας. Αυτό που καθιστά τη στάση του κ. Κασουλίδη ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η απόπειρα ακροβασίας ανάμεσα στη φιλελεύθερη μετριοπάθεια και τον ακραίο εθνικιστικό λόγο. Η διγλωσσία όμως που προκύπτει ως αποτέλεσμα της νοοτροπίας να αρθρώνονται άλλοι/διαφορετικοί λόγοι/discourses αναλόγως ακροατηρίου, είναι εκφραστική μιας τάσης στην οποία ο πολιτικός ηγέτης θέλει να διαχειριστεί την πολιτική μόνος του και κατά συνέπεια λέει ό,τι θέλει το ακροατήριο, αγνοώντας έτσι τις συνέπειες των λόγων στην πράξη αλλά και την ιστορική μνήμη. Οι τοποθετήσεις των πολιτικών δεν έχουν όμως μόνο προβλεπτές, αλλά και απρόβλεπτες συνέπειες. Στην προσπάθεια δηλαδή να επιτύχουν την κομματική συσπείρωση, δεν μπορούν οι σοβαροί πολιτικοί να μη διανοούνται άλλες παράπλευρες και πιθανές συνέπειες όπως την αποδοχή, νομιμοποίηση και αναπαραγωγή καταστροφικών ιδεοληψιών του παρελθόντος.
Ας εξετάσουμε όμως τις θεωρητικές και ιστορικές καταβολές της “ελληνοχριστιανικής” θέσης που υπερασπίζεται τόσο ο κ. Κασουλίδης όσο και το περιοδικό “Αλλαγή” γενικότερα. Η έννοια του “ελληνοχριστιανισμού” ή της “ελληνορθοδοξίας” αποτελεί κατασκευή των εθνικιστών ιστορικών του 19ου αιώνα και ιδιαίτερα του Παπαρηγόπουλου, στην προσπάθεια νομιμοποίησης του νεοελληνικού κράτους μέσα από την αυθαίρετη διασύνδεση του αρχαίου ελληνικού με το βυζαντινό πολιτιστικό στοιχείο. Το βασικό ζητούμενο ήταν η απόδειξη της δήθεν ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους από τις αρχαίες πόλεις – κράτη μέσα από τη βυζαντινή αυτοκρατορία στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, Η αγωνιώδης προσπάθεια τεκμηρίωσης της εθνικιστικής θέσης για την αέναη ιστορική πορεία και τη διαχρονική υπόσταση του έθνους δεν αποτελεί βέβαια ελληνικό φαινόμενο. Όλοι οι εθνικιστές πιστεύουν στη διαχρονικότητα του έθνους τους και στην προσπάθεια τους να το αποδείξουν, πολλές φορές “επινοούν παραδόσεις” όπως επισημαίνει ο ιστορικός Χόμπσπαουμ.
Η μεγάλη εθνική αφήγηση, μια εκδοχή της οποίας παρουσιάζει ο κ. Κασουλίδης, αποτελείται από αυθαίρετες επιλογές από ιστορικά στοιχεία (μεταφορά ρωμαϊκής έδρας στο Βυζάντιο, άλωση της Κων/πολης, εκπροσώπηση του Γένους από την Εκκλησία, αγώνας ΕΟΚΑ), που τοποθετούνται σε μια σειρά για να στοιχειοθετήσουν ένα μύθο. Τον μύθο της ιστορικής συνέχειας του έθνους στα πλαίσια του οποίου καθορίζεται και θα πρέπει να καθορίζεται η πολιτιστική και πολιτική ταυτότητα. Η άνεση με την οποία διατυπώνεται η εθνική αυτή αφήγηση δεν έχει σχέση με την πλησιότητά της στα πραγματικά ιστορικά δεδομένα, αλλά με τη χρήση της από την παραδοσιακή εξουσία ως ηγεμονική ιδεολογία. Πρόκειται για μια ερμηνεία της ιστορίας που προβάλλει ως να είναι υπεράνω πολιτικής, ως πλαίσιο του τι συνιστά αποδεκτή πολιτική. Όταν ο κ. Κασουλίδης μιλά για την “ελληνική παιδεία [που] δεν μπορεί να είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά” δεν εκφράζει μια πολιτικά ουδέτερη θέση. Αποφεύγει ουσιαστικά το διάλογο για την παιδεία διεκδικώντας το μονόλογο. Και το κάνει αυτό στεκόμενος πάνω σε δεκαετίες ιδεολογικής κατήχησης και παραταξιακού πολιτικού προσανατολισμού της παιδείας. Όταν μιλά για τα “ελληνικά ιδεώδη” της ΕΟΚΑ χωρίς να μπαίνει καν στον κόπο να τα ορίσει, δεν πρόκειται απλώς για μια ασάφεια. Πρόκειται για μια συνειδητή αποσιώπηση, έτσι ώστε να καθοριστεί ένα πολιτικό πλαίσιο μέσα από την ιστορική αφήγηση. Ένα πλαίσιο που αγνοεί -με τρόπο προκλητικό για την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα- άβολες αλήθειες που καταρρίπτουν την “εθνική” εκδοχή, όπως τον πόλεμο του Θεοδόσιου ενάντια στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, το λειτουργικό ρόλο της Εκκλησίας στο Οθωμανικό κράτος το ελληνικό πραξικόπημα που προηγήθηκε της τουρκικής εισβολής το 1974. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι η αναπαραγωγή και επιβολή της μεγάλης εθνικής αφήγησης είναι πάντοτε βασισμένη στην αποσιώπηση, τη συγκάλυψη και τη λογοκρισία. Και αυτό διαφάνηκε ξεκάθαρα και μέσα από την πρόσφατη, ευτυχώς τελικά αποτυχημένη απόπειρα παρέμβασης στο ντοκυμαντέρ του Κώστα Γαβρά για την Ακρόπολη, που παρουσίαζε την άβολη για τον ελληνοχριστιανικό μύθο αλήθεια της οργανωμένης καταστροφής των αρχαίων ελληνικών μνημείων από Χριστιανούς τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Οι πολιτικές προεκτάσεις του εθνοκεντρικού φακού είναι όμως αναπόφευκτες. Είναι μάλιστα ορατές ως έμμεση διαφοροποίηση στην αναφορά στις 2 κοινότητες: οι Ε/κ είναι «Έλληνες» ενώ οι Τ/κ «Τουρκοκύπριοι». Γιατί δεν είναι και οι Τ/κ «Τούρκοι» ή οι Ε/κ «Ελληνοκύπριοι»; Τα (συνειδητά ή ασυνείδητα) αίτια αυτής της ονομαστικής στρατηγικής μπορεί να είναι ποικίλα. Από τη μια φαίνεται να εξυπηρετεί το πλαίσιο που αναφέρεται πιο πάνω – να δημιουργήσει ένα αίσθημα εθνικής έπαρσης σε όσους ταυτίζονται με τους Έλληνες (ως ένα έθνος/ ένας πολιτισμός πέρα από κράτη όπως καταδεικνύει και η συντήρηση της ορολογίας για «ιδιαίτερη πατρίδα»), ενώ οι Τ/κ παραπέμπονται στη πιο συνηθισμένη αναφορά/ορολογία, η οποία δεν τους εντάσσει στο φαντασιακό του τουρκικού έθνους αλλά σε μια κοινότητα της Κύπρου. Έτσι οι μεν (Ε/κ) είναι έθνος ενώ οι άλλοι κοινότητα. (Σ' αυτή τη συγκριτική αναφορά θα μπορούσε κάποιος να πει ότι υπάρχει ένας μικρός ήπιος ρατσισμός). Από την άλλη, αυτή η αποστασιοποίηση των Τ/κ από τον τουρκισμό λειτουργεί και κάπως θετικά στο φαντασιακό κόσμο τον οποίο φαίνεται να επικαλείται ο κ. Κασουλίδης, όπου «Έλληνες» και «Τούρκοι» είναι «προαιώνιοι εχθροί». Αλλά υπάρχει και ένα αστείο στην όλη διαδικασία: αυτή η στρατηγική προσδιορίζει μόνο τους Τ/κ σε σχέση με την Κύπρο. Έχει κάτι από Κύπρο ο ελληνοχριστιανισμός που θέλει να προβάλει ο κ. Κασουλίδης; Η απάντηση αναπόφευκτα γυρίζει πίσω στη λογική του «Η Κύπρος είναι ελληνική». Το αδιέξοδο όμως είναι εμφανές: δεν μπορεί να είναι μόνο ελληνική η Κύπρος, αφού ήδη γίνεται πια αναφορά σε άλλη κοινότητα. Και έμμεσα αλλά σαφώς υπονούνται και άλλες μορφές διαφοροποίησης από το φαντασιακό ελληνισμό τον οποίο επικαλείται ο λόγος του ευρωβουλευτή.
Ο πολιτικός λόγος είτε το αντιλαμβάνονται είτε όχι αυτοί που τον εκφέρουν έχει συνέπειες. Και τα ιδεολογήματα δεν είναι αθώα, έχουν πολιτικές προεκτάσεις, που τις βιώσαμε μάλιστα στο παρελθόν στην Κύπρο με πολύ οδυνηρό τρόπο. Είναι λυπηρό τώρα που βρισκόμαστε στο μεταίχμιο της υπέρβασης της εθνοτικής σύγκρουσης, κάποιοι να αναπαράγουν, έστω άθελα τους, προσεγγίσεις και λογικές που μας εγκλωβίζουν σε αυτό το άσχημο παρελθόν. Και είναι διπλά λυπηρό όταν αυτοί οι κάποιοι επαγγέλλονται κατά τα άλλα το όραμα του εκσυγχρονισμού, της επανένωσης και της ειρηνικής συνύπαρξης.
Βιβλιογραφία:
Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, Ιστορία του ελληνικού έθνους, Ελευθερουδάκης, 6η έκδοση, 1932.
Umut Ozkimirli and Spyros Sofos, Tormented by history: nationalism in Greece and Turkey, Hurst, 2008.
Eric Hobsbawm, Nations and nationalism since 1780, Cambridge, 1990.
Eric Hobsbawm and Terence Ranger (eds), The invention of tradition, 1983.
Kyriakos Markides, The rise and fall of the Cyprus Republic, London, 1977.
Edward Gibbon (J.B. Bury ed) [1974] A history of the decline and fall of the Roman Empire in 6 volumes, Norwalk, Connecticut: The Easton Press.
Μιχάλης Μιχαήλ, Η εκκλησία της Κύπρου κατά την Οθωμανική περίοδο, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2005
Wednesday, September 2, 2009
Εργατική υποχώρηση
Ο τέντζερης της επανάστασης
έχασε το καπάκι
κύλησε από μόνος του
κι έπεσε στο χαντάκι
Στο λάκκο με τους φιλελεύθερους
σα χριστιανός πρωτάρης
μας έβγαλε στη ζητιανιά
ο μαύρος καβαλάρης
Είμαι κομουνιστής, φτωχός, αόμματος
ορίστε έχω και χαρτιά του κόμματος
βοηθήστε με, μαντάμ, να ανανήψω
το αριστερό μου παρελθόν... να τους το κρύψω
Φέρτε μου πτώματα να τα πατήσω
να καταλάβω, να καζαντίσω
Θέλω να ονειρευτώ αμερικάνικα
και να με δένουν σα σκυλί... με τα λουκάνικα
Όσα δεν φτάνει η κουρελού
συμπλήρωσε μοκέτα
μάζεψε τα συνθήματα
και βάλ' τα σε πακέτα
Μισές αλήθειες είπε ο Κάρολος
του σατανά φιρμάνι
και το σφυρί για καμουφλάζ
να κρύβει το δρεπάνι
Τζίμης Πανούσης,
Δουλειές του κεφαλιού. The gretast kitch live, 1990
έχασε το καπάκι
κύλησε από μόνος του
κι έπεσε στο χαντάκι
Στο λάκκο με τους φιλελεύθερους
σα χριστιανός πρωτάρης
μας έβγαλε στη ζητιανιά
ο μαύρος καβαλάρης
Είμαι κομουνιστής, φτωχός, αόμματος
ορίστε έχω και χαρτιά του κόμματος
βοηθήστε με, μαντάμ, να ανανήψω
το αριστερό μου παρελθόν... να τους το κρύψω
Φέρτε μου πτώματα να τα πατήσω
να καταλάβω, να καζαντίσω
Θέλω να ονειρευτώ αμερικάνικα
και να με δένουν σα σκυλί... με τα λουκάνικα
Όσα δεν φτάνει η κουρελού
συμπλήρωσε μοκέτα
μάζεψε τα συνθήματα
και βάλ' τα σε πακέτα
Μισές αλήθειες είπε ο Κάρολος
του σατανά φιρμάνι
και το σφυρί για καμουφλάζ
να κρύβει το δρεπάνι
Τζίμης Πανούσης,
Δουλειές του κεφαλιού. The gretast kitch live, 1990
Subscribe to:
Posts (Atom)