Επέρασεν τζιαι το Πάσχα, η μιαλλύττερη γιορτή των χριστιανών. Εν λαλώ κάθε γιορτή έσιει την πλάκα της. Σταματούν οι δουλειές, γίνουνται τραπεζώματα, βρέθουνται συγγενείς τζιαι φίλοι. Βέβαια βρίσκουν την αφορμή οι παπάες να μας κάμνουν κηρύγματα τζιαι να παίζουν πρώτο πλάνο στην τηλεόραση τζιαι στα ράδια. Εν πειράζει. Ανεχτήκαμεν τους τζιαι φέτος. Ευτυχώς επέρασεν ο τζιαιρός που με τραβολοούσαν στην εκκλησιά. Τωρά ούτε που μου λαλούν τίποτε. Εμάθαν με. Όι πως η οικογένεια μου εν ιδιαίτερα θρήσκα αλλά έτσι που συνήθεια πάσιν στον καλό λόον. Η θκεια μου είπεν μου “χριστός ανέστη” αλλά άμαν της απάντησα “έτσι λαλούν;” αντέδρασεν δυναμικά “ούτε γιω είδα τον γιε μου αλλά άτε τωρά”. Όμως φέτος είσιεν μιαν ιδιαιτερότητα το σκηνικό. Αθθυμήθηκα την μάγισσα την Τταγρικού που μου ελάλεν ο παππούς μου που ήμουν μωρό τζιαι εκούρτισα την μάνα μου να με πάρει στο δάσος του Πενταδακτύλου που ήταν τα λημέρκα της. Τούτη εφόρεν έναν σεντόνι που πάνω της τζιαι εγύριζεν μέσα στα νεκροταφεία τζιαι αντιλόσσιαζε τον κόσμο τον τζιαιρό που ήταν ο παππούς μου νέος. Επήαμεν που λαλείς στον Πενταδάκτυλο, που τον Λάρνακα της Λαπήθου αριστερά. Ωραίο τοπίο, μαγευτικό, πυκνό δάσος, πεύκα τζιαι τζιπαρίσσια, στενό δρομούι, καθαρός αέρας.
Εκαταλήξαμεν στον Βαβυλά να φάμε ψάριν. “Χριστός ανέστη” λαλεί μας ο τουρκοκύπριος ταβερνιάρης. Εγλιτώσαμεν που ποτζεί ήβραμεν τα ποδά λαλώ που μέσα μου. Άτε. Ύστερα αθθυμηθήκαν οι γονιοί μου μιαν συγγένισσα της μάνας μου (ανιψιάν του παππού μου) που επαντρεύτηκεν Τουρκοκύπριο πριν τες φασαρίες τζιαι εμείνισκεν Τζερύνεια. Να πάμεν να την δούμε. Παέννουμεν στην κυρίαν Αγγελική που παρόλο που έζιεν δεκαετίες μέσα στον Τούρτζικο τομέα, τα Τούρτζικα της ήταν σπαστά ακόμα. Ήταν στιγματισμένη, εξήγησεν μου η μάνα μου επειδή επήρεν Τούρκο. Αλλά ήταν πιστή χριστιανή. Επρόσεχεν τζιαι εσυντήραν την εκκλησιά του Άη Γιώρκη μέσα στα στενοσόκακα της Τζερύνειας δίπλα που το σπίτι της. Επήρεν μας τζιαι στην εκκλησιά. Ήταν σε άριστη κατάσταση. Φρεσκοπογιατισμένη, με τες εικόνες της, τους σκάμνους της, έτοιμη για λειτουργία. Επιέρωσεν η Τιτίνα Λοϊζίδου για την συντήρηση της λαλούσιν. Αλλά ο τσουρόπαπας επίσκοπος της Τζερύνειας εν δέχεται να την λειτουργήσει αν δεν λυθεί το Κυπριακό. Έτσι η κυρία Αγγελική μεινίσκει αλειτούργητη. “Εν τζιαι πιστεύκω” λαλώ της άμα με θωρεί να μεν προσκυνώ. Ήταν να με δέρει. Τούτη πενήντα χρόνια μέσα στους Τούρκους τζιαι εν αλλαξοπίστησεν, τζιαι εγιώ να της φκω άπιστος; Ευτυχώς εν επέμεινεν.
Επιστροφή στην Λευκωσία τζιαι άραγμα σε σπίτι φίλων. Αρκέψασιν να μιλούν για τα εργασιακά τους. Πολλά βολικό για μένα που ερευνώ το συγκεκριμένο αντικείμενο. “Σιίζουμαι στην δουλειά τζιαι εδώκαν μου τριάντα λίρες αύξηση. Εννά τους τα φατσιήσω τζιαι να φύω, τζιαι εννά με γυρεύκουσιν” λαλεί μου ο κολλητός μου. “Εγιώ εν δουλεύκω σαββατοκυρίακα. Αφού εν πιερώνουν όβερ-τάιμ, είμαι τίποτε παλαβός; Αλλά έσιει που έρκουνται. Άμα μου πουν εμένα εννά απαιτήσω να πιερωθώ” λαλεί ο άλλος παρέας. “Εγιώ εσυμφώνησα να δουλεύκω τέσσερις ώρες τζιαι πάνω στο συμβόλαιο έγραψεν πέντε. Στους τρεις μήνες ήρτεν να μου πει ότι πρέπει να δουλεύκω παραπάνω. Τεσσερισήμιση για συμβιβασμό. Άλλαξε το συμβόλαιο λαλώ του τζιαι εγώ θα φεύκω στες τεσσερισίμηση τάγκα, τελιώσω εν τελιώσω απαντώ του, τζιαι έκαμεν πίσω για να μεν χαλάσει η συνεργασία μας”. Τζιαι οι τρεις τούτοι οι παρέες μου δουλεύκουν στον ιδιωτικό τομέα. Ούτε ΑΤΑ, ούτε συντεχνίες, ούτε συλλογικές συμβάσεις. Όμως ξέρουν καλά τι τους γίνεται.
Έχουν ταξική συνείδηση, ξέρουν την δύναμη τους ως παραγωγοί. Ότι εν που την εργασία τους που εξαρτούνται οι εργοδότριες εταιρείες. Ότι εν που την παραγόμενη αξία τους που πιερώνουνται οι διευθυντές, ότι εν που την υπεραξία τους που συσσωρεύκεται το κέρδος. Τζιαι τζιαμέ που ελαλούσαν για την καθιέρωση της εξάωρης εργασίας είπα να τους πω για την πρωτομαγιά, τζιαι να έρτουσιν να διαδηλώσουμεν. Πρωτομαγιές τζιαι παναύρκα εν τους συγκινούσιν όμως. “Πρακτικά πράματα, εννά αλλάξει τίποτε;” ερωτήσαν με. “Για τα πρακτικά πρέπει να κάμετε συντεχνία” λαλώ τους. Τούτα που λαλείτε δαμέ να τα πείτε τους μαστόρους συλλογικά τζιαι επίσημα. Έτσι η κουβέντα επήεν αλλού. “Τζιαι οι συντεχνιακοί πάλε εν παράγουν αφού, μόνον πιερώνουνται”. Τζιαι σημαντικόττερα “έννεν εύκολο να πειστούν οι συναδέλφοι μας για έτσι κουβένταν”. Άρεσεν μου η συζήτηση έστω τζιαι αν δεν εκατάληξεν πούποτε. Γιατί εσιουρεύτηκα ότι τζείνον που υποψιάζουμουν ήταν σωστόν. Το πρόβλημα της εργατικής τάξης έννεν η έλλειψη ταξικής συνείδησης. Που τζείνην έσιει μπόλικην. Εν η έλλειψη πολιτικής πρότασης τζιαι οργανωτικής πρακτικής που εν το θέμα. Οι εργαζόμενοι ξέρουν τι τους γίνεται. Τζείνον που εν ηξέρουν εν πως να το αντιμετωπίσουν.
Την επόμενην μέρα επήα σε πολιτικές συνελεύσεις. Ήρταν κάτι Κυπραίοι φοιτητές που την Ελλάδα οργανωμένοι σε διάφορες ομάδες της ελληνικής άκρας αριστεράς που όμως εδιατηρούσαν τζιαι ένα κυπριακό σχήμα, την ΑΝνεξάρτητη Αριστερή ΤΡΟΠΗ (Ανατροπή). Ψαγμένοι πολιτικά, ζυμωμένοι μέσα στο ελληνικό φοιτητικό γίγνεσθαι εδώσαν άλλον αέρα στην συζήτηση που έγινεν με αφορμή την επιθυμία τους να γνωρίσουν τον κυπριακό εναλλακτικό χώρο. Ήταν τζιαι η ευκαιρία της νεοσύστατης λευκωσιάτικης Αυτόνομης Δράσης Αντιεξουσιαστών (ΑΔΑ) να δηλώσει παρουσία τζιαι να προτείνει την διοργάνωση ανεξάρτητης πρωτομαγιάτικης πορείας. Ήταν καλή η συζήτηση, εν εκατάληξεν πούποτε βέβαια, αλλά τουλάχιστον εκφράστηκεν ο πλουραλισμός του χώρου τζιαι ο προβληματισμός μερίδας της εναλλακτικής νεολαίας. Ελείπαν τζιαι οι παραδοσιακοί ορθόδοξοι αναρχικοί τζιαι τούτον εβοήθησεν στο να τζυλήσει πιο εύκολα η κουβέντα. Ο ιδιοκτήτης του καφενείου βέβαια εξεκαθάρισεν μας ότι εν θέλει πολιτικές συνελεύσεις τζιαμέ τζιαι ότι τούτη ήταν η πρώτη τζιαι η τελευταία μας. Εν πειράζει, όπου να 'ναι αννοίει το τζιαινούρκο στέκι -πρότζεκτ εναλλακτική βιβλιοθήκη, οπόταν εννά έχουμεν την ευκαιρία να συνεχίσουμεν τον διάλογο τζιαμέ.
Η πρωτομαγιάτικη πορεία μας εν είσιεν τζιαι μεγάλη επιτυχία. Τριάντα – σαράντα άτομα ούλλα τζι ούλλα με τους Λεμεσιανούς τζιόλας, έναν τίποτε μπροστά στο πλήθος της ΠΕΟ. Αλλά ετολμήσαμεν την, περικυκλωμένοι που ένστολους τζιαι μυστικούς αστυνομικούς, επορευτήκαμεν στην Λήδρας, εφωνάξαμεν συνθήματα, εμοιράσαμεν φυλλάδια. Ήταν μια αξιοπρεπής παρουσία, όμως προς το τέλος οι μπάτσοι εν μας αφήναν να μπούμεν στην πλατεία Ελευθερίας. Μάταια ελαλούσαμεν ότι έχουμεν δικαίωμα να πάμεν τζιαμέ όπου είσιεν στήσει συναυλία η ΠΕΟ. Ένας μπάτσος είπεν μας ότι εν δικαιούμαστεν να κάμνουμεν πολιτικές συζητήσεις σε δημόσιο χώρο, για να δεχτεί την λεκτική επίθεση που ούλλους μας. “Εν σας θέλουν τζιαμέ” είπεν μας ένας άλλος. Πριν προλάβουμεν να διαμαρτυρηθούμεν, έρκουνται κάτι δυνάμενοι της ΠΕΟ τζιαι λαλούν τους μπάτσους ότι αν δεν μας κουμαντάρει η αστυνομία εννά μας αναλάβει η ΠΕΟ. Έκαμεν μου μεγάλην εντύπωση το άγριον ύφος τζιαι οι διαθέσεις τους. Πάντα οι ΑΚΕΛικοί έχουν έναν αυταρχισμό, αλλά φέτος ήταν σιειρόττεροι. Νομίζω ότι αν μας άφηνεν η αστυνομία να περάσουμεν, εμπορούσεν να φάμε τζιαι ξύλο. Εφταίαν βέβαια τζιαι οι μιτσιοί που επροκαλούσαν τους ΑΚΕΛικούς με κάποια συνθήματα αλλά αμφιβάλλω αν τούτον έπαιξεν τζιαι πολλύν ρόλο. Ήταν μανικωμένοι που την αρκήν να μεν μας αφήσουν να συνυπάρξουμεν στον ίδιον χώρο.
Το δείλις επήα στη βόρεια πλευρά. Φέτος είσιεν θκυο πορείες. Μιαν φιλο-κυβερνητική το πρωί που το Τζιε Τε Ππε τζιαι μιαν αντι-κυνερνητική το δείλις που την πλατφόρμα της ειρήνης. Είσιεν τζιαι καμιάν 80αρκαν ελληνοκύπριους φέτος. Παραπάνω που άλλες χρονιές. Συνθήματα, σημαίες, τραούθκια, πολλή ζωντάνια, σε αντίθεση με την ΠΕΟ τζιαι τα μονότονα ταμπούρλα της. Έκαμεν μου πολλήν εντύπωση το κόμμα Νέα Κύπρος με τες φανελλούες τους στα ελληνικα-τούρτζικα τζιαι τον δυναμισμό τους. Όπως επερνούσαμεν δίπλα που το προεδρικό τους τζιαι εθωρούσαν μας οι στρατιώτες ετσιριλλούσαν “να φύει ο στρατός που την Κύπρο, να φύει ο στρατός που την Λευκωσία”. Αφήνω το ως δαμέ. Οι ομιλίες που ακολουθήσασιν ήταν έτσι τζιαι αλλιώς τυπικές τζιαι κυρίως ακαταλαβίστηκες που μέρος του πλήθους σε κάθε περίπτωση. Τούρτζικα εν εκαταλαβαίναμεν εμείς, ελληνικά τζιαι εγγλέζικα οι παραπάνω που τζείνους. Όμως η δυνατή φωνή μιας δεκαοχτάχρονης έμεινεν μέσα στα αυτιά μου. “Ασκερί σιγηνίς Κίπρις. Ασκερί σιγηνίς Λευκόσια.”